Στα παράλια του Εύξεινου Πόντου της Τουρκίας για χιλιάδες χρόνια ζούσαν Έλληνες, οι Πόντιοι, που μιλούσαν την ποντιακή διάλεκτο, η οποία έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική γλώσσα.
Στην Τραπεζούντα, στην Κερασούντα, στην Σαμψούντα, στη Σάντα και στις άλλες πόλεις και τα χωριά, οι Πόντιοι ανέπτυξαν έναν σπουδαίο πολιτισμό.
Σ΄ αυτά τα μέρη ζούσαν ειρηνικά, πολλές φορές μαζί με τους Τούρκους συμπατριώτες τους, μέχρι το 1916, οπότε και άρχισαν οι διωγμοί τους.
Εκατοντάδες Πόντιοι δεινοπάθησαν από τις κακουχίες και την εξορία.
Πολλοί από αυτούς έχασαν τη ζωή τους, άλλοι κατέφυγαν πρόσφυγες σε διπλανές χώρες όπως η Ρωσία και άλλοι κατάφεραν να έρθουν στην Ελλάδα.
Παρόλο που έχασαν τα σπίτια τους και την περιουσία τους, στην Ελλάδα ξανάφτιαξαν τις ζωές τους και διατήρησαν τα ήθη, τα έθιμα, τον πολιτισμό τους, τη μουσική, τους χορούς, τα φαγητά αλλά και την ποντιακή διάλεκτο που είχε πολλά στοιχεία από την αρχαία ελληνική γλώσσα.
Το σημερινό τραγούδι είναι γραμμένο στην ποντιακή διάλεκτο που τη μιλάνε ακόμη και σήμερα οι Πόντιοι, μικροί και μεγάλοι.
Λέγεται «Μάνα μ'» και είναι ένα τραγούδι για τη μάνα.
Μιλάει για μια μάνα που έχει φύγει από τη ζωή, αλλά το παιδί της δεν την ξεχνάει, κάθεται δίπλα στο μνήμα της, μιλάει μ' αυτήν και θυμάται τις όμορφες στιγμές που πέρασε μαζί της.
Μάνα μ'
(Στίχοι, Μουσική: Νίκος Συμεωνίδης)
(Στα ποντιακά)
Μάνα μ΄, καμέντσα,
άχαρεσα, μάνα μ΄,
μάνα μ΄, πονεμέντσα.
Έλα σο πλάι μ',
όραμα να λέπω σε
και, μανά μ΄, σο μαξιλάρι μ΄.
Ποίσον φελία,
ράεψον με, μάνα μ΄
σην άλλην γειτονίαν.
Μάνα μ΄, σερεύω
άθια , για τε σεν,
μα την γερά μ΄, μάνα μ΄, κι γιατρεύω.
Μάνα μ΄, απογριζεύω
το ταφί σ΄ και με τε σεν,
μανά μ΄, μανά μ΄, μανά μ΄, γονουσιεύω.
Μάνα μ΄, καμέντσα,
άχαρεσα, μάνα μ΄,
μανά μ΄, μανά μ΄, μανά μ΄, πονεμέντσα.
(Στα νέα ελληνικά)
Μάνα μου, καμένη,
χωρίς χαρά, μάνα μου,
μάνα μου, πονεμένη.
Έλα στο πλάι μου,
όνειρο να σε δω
και, μάνα μου, στο προσκεφάλι μου.
Φτιάξε αυγοφέτες,
ψάξε με, μάνα μου,
στην άλλη γειτονιά.
Μάνα μου, μαζεύω
άνθη για σένα,
μα την πληγή μου, μάνα μου, δεν γιατρεύω.
Μάνα μου καθαρίζω
το μνήμα σου και με σένα,
μάνα μου, μιλάω.
Μάνα μου, καμένη,
χωρίς χαρά, μάνα μου,
μάνα μου, μάνα μου, μάνα μου, πονεμένη.