Οι άνθρωποι αγαπούν τα ζώα.
Και τα παιδιά αγαπούν τα ζώα γιατί τους προσφέρουν συντροφιά και παιχνίδι.
Τα ζώα όμως δεν είναι άψυχα παιχνίδια από μόνα τους.
Διάβασε παρακάτω για τα δικαιώματα των ζώων.
Ας διαβάσουμε την πολύ ωραία ιστορία της Γεωργίας Ταρσούλη με τίτλο «Ο Γιαννάκης και ο Φλοξ» και ίσως διαπιστώσουμε ότι δε χρειάζεται να βρεθούμε στη θέση του άλλου για να τον καταλάβουμε και να τον νιώσουμε.
Ο Γιαννάκης καθόταν καταγής κι έπαιζε με τον Φλοξ, ένα ωραίο λυκόσκυλο που ήταν ακόμα κουτάβι.
– Μα δεν τον βασανίζω, είπε.
Παίζω μαζί του!
– Πήγαινε να του φέρεις ένα κουπάκι γάλα.
– Πήγαινε να του φέρεις ένα κουπάκι γάλα.
Το καημένο το σκυλάκι θα είναι καταπεινασμένο!
– Ας περιμένει και λιγάκι, είπε ο Γιαννάκης.
– Ας περιμένει και λιγάκι, είπε ο Γιαννάκης.
Δεν μπορώ δα να γίνω και υπηρέτης του σκύλου!
– Τι του κάνεις πάλι; ρώτησε σε λίγο, ακούγοντας τον Φλοξ να κλαίει.
– Τίποτε, θεία.
Τον έζεψα στο αμαξάκι μου, που το φόρτωσα με πέτρες, και ο Φλοξ θα μου τις κουβαλήσει ως την άκρη του κήπου για να χτίσω ένα σπιτάκι.
– Ένας σκύλος, και μάλιστα ένα τόσο μικρό σκυλάκι, δεν μπορεί να σέρνει πέτρες, είπε η θεία.
– Ένας σκύλος, και μάλιστα ένα τόσο μικρό σκυλάκι, δεν μπορεί να σέρνει πέτρες, είπε η θεία.
– Μα δεν τον βασανίζω!
Παίζουμε, σου λέω, και είναι πολύ ευχαριστημένος!
– Εμένα μου λες!
– Εμένα μου λες!
Εσένα θα σ’ άρεσε να σέρνεις ένα αμάξι με πέτρες;
– Τα παιδιά δεν είναι σκύλοι.
– Ήθελα να σ’ έβλεπα να γίνεις σκύλος για κάμποσο καιρό, για να δεις αν θα σ’ άρεσε.
– Μα ούτε να παίξει κανείς να μην μπορεί! μουρμούρισε ο Γιαννάκης.
Και κάθισε στον καναπέ, ενώ η θεία Σοφία αντίκρυ του έραβε πάντα.
– Τα παιδιά δεν είναι σκύλοι.
– Ήθελα να σ’ έβλεπα να γίνεις σκύλος για κάμποσο καιρό, για να δεις αν θα σ’ άρεσε.
– Μα ούτε να παίξει κανείς να μην μπορεί! μουρμούρισε ο Γιαννάκης.
Και κάθισε στον καναπέ, ενώ η θεία Σοφία αντίκρυ του έραβε πάντα.
Έξαφνα του φάνηκε πως λίγο-λίγο η θεία Σοφία μίκραινε, μίκραινε, ενώ η βελόνα της μάκραινε, μάκραινε και χόντραινε κι έμοιαζε μ’ ένα μακρουλό ραβδί.
Άρχισε να ’ρχεται προς το μέρος του και τον κοίταζε παράξενα κι έγειρε το ραβδί της κι άγγιξε τον Φλοξ.
Και ξαφνικά, τι παράξενο!
Και ξαφνικά, τι παράξενο!
Το πέτσινο κολάρο του σκυλιού έγινε ένα άσπρο γιακαδάκι, το κορμί του σκεπάστηκε μ’ ένα κοστούμι όμοιο με του Γιαννάκη, και σε μια στιγμή ο Φλοξ μεταμορφώθηκε σε παιδί, ίδιο κι απαράλλαχτο με τον μικρό του κύριο.
Ο Γιαννάκης πήγε να βγάλει μια χαρούμενη φωνή, βλέποντας τούτη τη μεταμόρφωση, μα αντί για φωνή, βγήκε από το λαρύγγι του ένα γάβγισμα!
Έσκυψε το κεφάλι του και κοιτάχτηκε.
Ο Γιαννάκης πήγε να βγάλει μια χαρούμενη φωνή, βλέποντας τούτη τη μεταμόρφωση, μα αντί για φωνή, βγήκε από το λαρύγγι του ένα γάβγισμα!
Έσκυψε το κεφάλι του και κοιτάχτηκε.
Αλλά αντί για το γαλάζιο του μπλουζάκι και το παντελόνι του, είδε τον εαυτό του σκεπασμένο όλον με τρίχες μαύρες και σταχτιές.
Τα χέρια του είχαν γίνει τριχωτά κι είχαν μακριά νύχια στις άκρες τους.
Έξαφνα βρέθηκε με τέσσερα πόδια.
Έξαφνα βρέθηκε με τέσσερα πόδια.
Είχε μεταμορφωθεί σε σκύλο, και ο Φλοξ είχε μεταμορφωθεί σε παιδί!
Θέλησε να δείξει πόσο στενοχωρημένος ήταν γι’ αυτό το πάθημά του, μα δεν μπόρεσε να βγάλει λέξη από το στόμα του. Μόνο να γαβγίζει μπορούσε και τίποτε άλλο!
– Σώπα, του είπε τότε ο Φλοξ-παιδί, μου πήρες το κεφάλι με τα γαβγίσματά σου! και τον χτύπησε μ’ ένα ραβδί.
– Μη χτυπάς το σκύλο σου! είπε η φωνή της θείας Σοφίας.
– Μπα, τι πειράζει;
Θέλησε να δείξει πόσο στενοχωρημένος ήταν γι’ αυτό το πάθημά του, μα δεν μπόρεσε να βγάλει λέξη από το στόμα του. Μόνο να γαβγίζει μπορούσε και τίποτε άλλο!
– Σώπα, του είπε τότε ο Φλοξ-παιδί, μου πήρες το κεφάλι με τα γαβγίσματά σου! και τον χτύπησε μ’ ένα ραβδί.
– Μη χτυπάς το σκύλο σου! είπε η φωνή της θείας Σοφίας.
– Μπα, τι πειράζει;
Τα σκυλιά δεν είναι παιδιά!
Για να γλιτώσει κι άλλο ξύλο, ο καημένος ο Γιαννάκης-σκυλί κρύφτηκε κάτω από τον καναπέ.
Για να γλιτώσει κι άλλο ξύλο, ο καημένος ο Γιαννάκης-σκυλί κρύφτηκε κάτω από τον καναπέ.
Σε λίγο όμως άρχισε να τον θερίζει η πείνα και βγήκε κι άρχισε να τρίβεται στα πόδια του μικρού του αφέντη, με την ελπίδα πως θα του έδινε λίγο ψωμί ή λίγο γαλατάκι.
– Φύγε από δω! είπε το παιδί και τον κλότσησε δυνατά.
Και το δυστυχισμένο τετράποδο, που είχε άλλοτε δυο πόδια, έφυγε ουρλιάζοντας στον κήπο.
Ο κύριός του του έριξε μια πέτρα που το χτύπησε στο πόδι.
– Φύγε από δω! είπε το παιδί και τον κλότσησε δυνατά.
Και το δυστυχισμένο τετράποδο, που είχε άλλοτε δυο πόδια, έφυγε ουρλιάζοντας στον κήπο.
Ο κύριός του του έριξε μια πέτρα που το χτύπησε στο πόδι.
Ο Γιαννάκης έβαλε ακόμα μεγαλύτερες φωνές κι έτρεξε να κρυφτεί μες στα χαμόκλαδα.
– Περίμενε και θα δεις!
– Περίμενε και θα δεις!
Τώρα θα πάω να βρω μια κατσαρόλα και θα τη δέσω στην ουρά σου, και τότε θα δεις πώς θα γαβγίζεις!
Ακούγοντας τούτη τη φοβέρα, ο Γιαννάκης έτρεξε και κρύφτηκε σε μια γωνιά του κήπου για να γλιτώσει απ’ το κακό αφεντικό του.
Όταν νύχτωσε, το δυστυχισμένο ζώο ξαναγύρισε στο σπίτι. Σηκώθηκε στα μπροστινά του πόδια κι απ’ το παράθυρο είδε πως είχαν κιόλας στρώσει το τραπέζι για το βραδινό φαγητό. Κι είχε μια πείνα…
Ακούγοντας τούτη τη φοβέρα, ο Γιαννάκης έτρεξε και κρύφτηκε σε μια γωνιά του κήπου για να γλιτώσει απ’ το κακό αφεντικό του.
Όταν νύχτωσε, το δυστυχισμένο ζώο ξαναγύρισε στο σπίτι. Σηκώθηκε στα μπροστινά του πόδια κι απ’ το παράθυρο είδε πως είχαν κιόλας στρώσει το τραπέζι για το βραδινό φαγητό. Κι είχε μια πείνα…
Άκουσε τότε μια φωνή, που ήταν σαν της θείας Σοφίας, να λέει:
– Να ο Φλοξ, ζητάει να μπει μέσα. Άνοιξέ του!
– Ας περιμένει! Δεν μπορώ εγώ να σηκώνομαι όλη την ώρα για να κάνω τον υπηρέτη του σκυλιού μου!
Πέρασε ένα λεπτό, κι ύστερα άλλο λεπτό, έπειτα μισή ώρα, έπειτα μία, κι ο άμοιρος ο σκύλος ήταν ακόμα έξω και νηστικός.
– Να ο Φλοξ, ζητάει να μπει μέσα. Άνοιξέ του!
– Ας περιμένει! Δεν μπορώ εγώ να σηκώνομαι όλη την ώρα για να κάνω τον υπηρέτη του σκυλιού μου!
Πέρασε ένα λεπτό, κι ύστερα άλλο λεπτό, έπειτα μισή ώρα, έπειτα μία, κι ο άμοιρος ο σκύλος ήταν ακόμα έξω και νηστικός.
Ο καημένος ο αληθινός Γιαννάκης-σκύλος ξαναγύρισε στον κήπο, όπου ύστερα από πολλή ώρα –γιατί η κοιλιά του ήταν άδεια– κατάφερε να κοιμηθεί.
Πόσο κράτησε ο ύπνος του αυτός;
Κανένας δε θα ήξερε να το πει.
Όταν ξύπνησε, άρχισε να τρίβει τα μάτια του.
Κι αφού τα έτριψε καλά, τ’ άνοιξε, και τι είδε;
Είδε τη θεία Σοφία με το φως αναμμένο να ράβει πάντα πλάι στη λάμπα.
Είδε τη θεία Σοφία με το φως αναμμένο να ράβει πάντα πλάι στη λάμπα.
Είδε τον Φλοξ πλαγιασμένο στα πόδια του.
Και το πιο ευχάριστο: δεν είδε πια τρίχες στα χέρια του.
Τα μάγια είχαν λυθεί, δεν ήταν πια σκύλος, είχε ξαναγίνει παιδί.
Το πρώτο που έκανε ήταν να τρέξει στην κουζίνα, να γεμίσει ένα κουπάκι γάλα και να το φέρει του Φλοξ.
Το πρώτο που έκανε ήταν να τρέξει στην κουζίνα, να γεμίσει ένα κουπάκι γάλα και να το φέρει του Φλοξ.
Κι από την ημέρα εκείνη, η θεία Σοφία ποτέ πια δεν ξαναείπε στον Γιαννάκη:
– Μην πειράζεις δα τον καημένο τον σκύλο!