Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2024

Το κορίτσι με τη σφαίρα


Ήταν Παρασκευή, 16 Νοέμβρη του 1973.
Μια μέρα σκοτεινή, γεμάτη ένταση και ανησυχία.
Η Ειρήνη όμως, μαθήτρια του λυκείου, 16 χρονών έπρεπε να κατεβεί από την Κηφισιά στο κέντρο της Αθήνας για να πάει στο φροντιστήριό της.
Εκεί που γινόταν το μάθημα, ακούστηκε θόρυβος και φασαρία.
Όλοι οι μαθητές πετάχτηκαν στα παράθυρα να δουν τι συμβαίνει.
Έβλεπαν τον κόσμο να πηγαινοέρχεται και κατάλαβαν ότι γινόταν επεισόδια στο Πολυτεχνείο.
Η Ειρήνη με μια φίλης της έφυγαν από το φροντιστήριο και έτρεξαν προς την πλατεία Κάνιγγος και την Ομόνοια.
Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί έξω από το Πολυτεχνείο και στους γύρω δρόμους.


Πληροφορήθηκαν ότι γίνεται εξέγερση κατά της Χούντας.
Ήθελαν κι αυτοί, όπως και χιλιάδες άλλοι Έλληνες, να συμπαρασταθούν.
Όμως η αστυνομία είχε στήσει μπλόκα σε ολόκληρη την περιοχή.
Χτυπούσε και συλλάμβανε όποιον έβλεπε.
Η Ειρήνη χωρίστηκε από τη φίλη της και μπήκε σε ένα καφενείο για να κρυφτεί. 
Ο ιδιοκτήτης, όμως, αρνήθηκε να τη βοηθήσει και την έδιωξε γιατί φοβήθηκε ότι οι αστυνομικοί θα του κατέστρεφαν το μαγαζί.
Η Ειρήνη έμεινε μόνη και φοβισμένη, μέσα στο πλήθος.
Έβλεπε τους αστυνομικούς να χτυπούν και να κυνηγούν τον κόσμο. 


Σαστισμένη δεν ήξερε τι να κάνει, πού να πάει.
Αλαφιασμένη έφτασε στην πλατεία Βικτωρίας για να πάρει το τρένο να γυρίσει στο σπίτι της.
Δεν ήξερε ότι τα δρομολόγια είχαν σταματήσει.
Κ
ατέβηκε τις σκάλες του σταθμού, αλλά μες στον πανικό της, αντί να πάει στην πλατφόρμα προς την Κηφισιά, βρέθηκε στην πλατφόρμα προς Πειραιά.
Εκεί έφτασε σε λίγο μια ομάδα ατόμων, που ήταν κυνηγημένα. Φοβήθηκε ότι θα εγκλωβιστεί και ότι θα δείρουν κι εκείνη και προσπάθησε να βγει.
Κόσμος έτρεχε να σωθεί από τις σφαίρες και τα χτυπήματα της αστυνομίας.


Άκουγε τις σφαίρες να σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι της και σκέφτηκε ότι έπρεπε να ειδοποιήσει τους γονείς της.
Κατάφερε να ξεφύγει και να βρει έναν τηλεφωνικό θάλαμο στην πλατεία Βικτωρίας.
Πήρε τηλέφωνο τους γονείς της.
Ο πατέρας της της είπε να μείνει εκεί που ήταν.
Θα ερχόταν ο ίδιος να την πάρει.
Με το που βγήκε από τον τηλεφωνικό θάλαμο, ένιωσε κάτι ζεστό στο μάγουλό της κι έναν βόμβο να ταράζει το στόμα και τα αυτιά της.
Δεν κατάλαβε τι έγινε, μα μόλις είδε το αίμα να πετάγεται από το στόμα της, συνειδητοποίησε ότι είχε χτυπηθεί.
Ένας ελεύθερος σκοπευτής με στρατιωτικό όπλο, πάνω από την ταράτσα του ΟΤΕ, την είχε πυροβολήσει.


Η Ειρήνη λιποθύμησε.
Όταν άνοιξε τα μάτια της βρισκόταν στο κρεβάτι του νοσοκομείου.
Δίπλα της, αιμόφυρτοι φοιτητές και πολίτες κάθονταν στα σκαλιά, άλλο
ι ήταν ξαπλωμένοι κι άλλοι κοιτούσαν τις πληγές τους.
Ένας αστυνομικός με καπαρντίνα και περίστροφο στο χέρι δε δίστασε, εισέβαλε στο δωμάτιο τού νοσοκομείου για να την ελέγξει και να την συλλάβει. 
«Ποια να συλλάβεις; Δε βλέπεις πώς είναι;» του είπαν οι γιατροί.
Το πρόσωπό της ήταν μια άμορφη μάζα. Ήταν σχεδόν ετοιμοθάνατη.
Η σφαίρα είχε τρυπήσει το μάγουλό της, έκοψε τη γλώσσα της και καρφώθηκε στο σαγόνι της.
Αν είχε βγει από τον λαιμό, θα είχε πεθάνει.
Τρελαμένοι οι γονείς της ήρθαν από την Κηφισιά με τα πόδια.
Η μητέρα της μόλις την είδε, λιποθύμησε.
Όταν αργότερα ρώτησαν πώς κατάφερε το παιδί τους να πάει στο νοσοκομείο, τους πληροφόρησαν ότι κάποιοι από το πλήθος, με κίνδυνο της ζωής τους, μετέφεραν εκεί τους τραυματισμένους.


Οι γιατροί έκαναν τα πάντα για να την σώσουν.
Η πιθανότητα να σωθεί ήταν μία στο εκατομμύριο, όπως της είπαν αργότερα.
Η Ειρήνη χειρουργήθηκε και τα κατάφερε
Όσο καιρό ανάρρωνε στο νοσοκομείο, δεχόταν επισκέψεις από αστυνομικούς με πολιτικά, και μέχρι το τέλος της δικτατορίας, εκείνη και η οικογένειά παρακολουθούνταν από την αστυνομία και δέχονταν πολύ συχνά απειλές.
Μετά από αρκετό καιρό η Ειρήνη Μουστάκα έγινε εντελώς καλά.
Πήγε στη δίκη κατά της Χούντας και κατέθεσε.


Έδειξε τη σφαίρα στους δικαστές.
Ναι, την είχε κρατήσει, τη σφαίρα που παραλίγο να της πάρει τη ζωή.
Ήταν μια αληθινή σφαίρα, όπως και οι άλλες που αφαίρεσαν ανθρώπινες ζωές.
Κι όλα αυτά ήταν αληθινά γεγονότα που συνέβησαν και χάραξαν την ελληνική ιστορία.
Γεγονότα που δεν πρέπει να ξεχνάμε και να υποβαθμίζουμε.