Η Ειρήνη ζούσε χαρούμενη με την οικογένειά της στο γραφικό χωριό της.
Όμως η φρίκη του πολέμου κατέστρεψε τα πάντα.
Η Ειρήνη έχασε τα πάντα.
Η Ειρήνη, για να γλυτώσει, έτρεξε όσο πιο μακριά μπορούσε.
Κουρασμένη και πεινασμένη έφτασε σε ένα ειρηνικό μέρος, αλλά κανένας δε θέλησε να τη βοηθήσει.
Η Ειρήνη με όλη τη δύναμή της, έτρεξε για να τους ξεφύγει.
Έφαγε λίγα βατόμουρα για να ξεγελάσει την πείνα της και ξάπλωσε να ξεκουραστεί, μα οι θόρυβοι της νύχτας την τρόμαζαν και δεν την άφηναν να ησυχάσει.
Η άλλη μέρα τη βρήκε στη χώρα των Πετροφάγων, οι οποίοι, με μεγάλη προθυμία, της έδωσαν να φάει πέτρες.
Η Ειρήνη, όμως, παρόλο που ήταν πολύ πεινασμένη δε μπορούσε να φάει τις πέτρες.
Οι Πετροφάγοι, δεν μπορούσαν να καταλάβουν ότι το κορίτσι ήταν πολύ διαφορετικό από αυτούς και θυμωμένοι, την έδιωξαν από τη χώρα τους.
Τους ζήτησε λίγο ψωμί και μια γωνιά να γύρει και να κοιμηθεί.
Οι Μεταξωτές Ουρές, παρόλο που στην αρχή ήταν πρόθυμες να τη βοηθήσουν, μόλις διαπίστωσαν ότι το κορίτσι δεν είχε ουρά, της είπαν να φύγει.
Τότε η Eιρήνη κατάλαβε ότι όλοι τής φερόταν άσχημα γιατί ήταν ξένη και διαφορετική.
Έφυγε απογοητευμένη και περπάτησε ώρες πολλές μέχρι που έφτασε στη χώρα των Μουντζουρωμένων Κορακιών.
Της πρόσφεραν να φάει ένα ψόφιο ποντίκι και να κοιμηθεί ψηλά στα δέντρα, μέσα σε μια φωλιά.
Φυσικά η Ειρήνη δεν μπορούσε να το κάνει και για μια ακόμη φορά κατάλαβε ότι δεν μπορούσαν να τη νιώσουν και να τη βοηθήσουν.
Και παρόλο που ήταν πλούσιοι και είχαν τα πάντα, φέρθηκαν με απαίσιο τρόπο στην Ειρήνη και δεν της έδωσαν τίποτα να φάει.
Νόμιζε ότι οι φτωχοί άνθρωποι θα ένιωθαν τον πόνο και τη δυστυχία της.
Μα έκανε λάθος. Την έδιωξαν.
Η Ειρήνη δεν ήξερε πού αλλού να πάει και σαν να μην έφταναν όλα όσα περνούσε, ξέσπασε και δυνατή βροχή.
Ήταν απελπισμένη.
Απομακρύνθηκε από την πόλη και κατευθύνθηκε προς τα χωράφια.
Σε λίγο η βροχή σταμάτησε και η Ειρήνη βρέθηκε μπροστά σε ένα δεντρόσπιτο που ήταν φτιαγμένο με απλά υλικά.
Εκεί ζούσε ο κύριος Καλόκαρδος.
Την υποδέχτηκε θερμά, της έδωσε να φάει κάτι και να φορέσει στεγνά ρούχα.
Η ειρήνη κατάλαβε ότι υπάρχουν και ευγενικά πλάσματα στη γη που νοιάζονται για τους άλλους και τους βοηθούν.
Έτσι έμεινε για πάντα με τον κύριο Καλόκαρδο και την οικογένειά του.
Άκου αυτή την συγκινητική ιστορία τής Άνεγκερ Φουξσούμπερ με τίτλο Ειρήνη και θα καταλάβεις ότι όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι.
Μπορούν όμως να ζουν μαζί, να βοηθούν ο ένας τον άλλον στις δύσκολες στιγμές και να αγαπιούνται από οποιοδήποτε μέρος κι αν είναι ο καθένας.
Δες, ακόμη, την παρακάτω ταινία μικρού μήκους, με τον τίτλο Το κουτί.
Θα καταλάβεις πόσο εύκολο είναι να χάσει κάποιος τα πάντα εξαιτίας του πολέμου.
Εκατομμύρια παιδιά σε πάρα πολλά μέρη του κόσμου, στην Παλαιστίνη, στη Συρία, στην Ουκρανία, στο Σουδάν και αλλού, ζουν έναν εφιάλτη δίχως τέλος.
Και ελπίζουν κάποιος να απλώσει το χέρι του και να τους βοηθήσει.
Διάβασε περισσότερες ιστορίες: