Αφήνεις την αισιοδοξία και την ελπίδα να σκεπάζουν τη σκοτεινιά και τον πόνο.
Την ίδια στιγμή, όμως, κάπου κοντά, κάπου μακριά, όλα αυτά υπάρχουν και δεν σκεπάζονται, δεν ξεχνιούνται, ούτε και για λίγο.
Ο πόλεμος σβήνει τα χαμόγελα των ανθρώπων και παίρνει τις ζωές τους.
Και σκεφτόμαστε πως εμείς είμαστε τυχεροί που βρισκόμαστε εδώ κι όχι εκεί.
Ο πόλεμος όμως δεν υπογράφει συμβόλαια για το πού θα βρίσκεται.
ΠΟΣΟ ΠΟΛΕΜΟ ΑΝΤΕΧΕΙΣ
Πόσο πόλεμο αντέχεις να σκέφτεσαι
στα οροπέδια του χρόνου και των άλλων γαιών;
Να μαθαίνεις από τα ισχνά βιβλία·
Πόσο πόλεμο αντέχεις να ακούς
στα ραδιόφωνα με την κεραία στραμμένη όπου βολεύει;
Να μιλάς στις παρέες των αταξινόμητων,
στα χωράφια της περιορισμένης βοσκής;
Πόσο πόλεμο αντέχεις να βλέπεις στις έγχρωμες
-όχι, στις κόκκινες- οθόνες;
Ένας δείχνει, ένας σχολιάζει, ένας πίνει καφέ,
χίλιοι σκοτώνονται και η εικόνα θολώνει, τάχα.
Κι αν δεν το έζησες ποτέ,
είναι μυθιστόρημα,
είναι ταινία,
είναι παιχνίδι στον υπολογιστή;
Άραγε ξέρεις πόσο πόλεμο θα αντέξεις να ζήσεις;
Πόσα σώματα θα σύρεις από τα χαλάσματα;
Πόσα παιδιά θα καληνυχτήσεις στα κοιμητήρια της μέρας;
Πόσα ουρλιαχτά θα πνίξεις στο στήθος σου;
Σκέφτομαι, ακούω, βλέπω.
Μα αυτό που σκοτώνει είναι το «ζω».
Τι ειρωνεία· μόνο όταν ζεις, πεθαίνεις.
Κι εσύ δε ζεις τον πόλεμο.
Εσύ δακρύζεις, μα δε ματώνεις.
Εσύ λυπάσαι, μα δε θρηνείς.
Εσύ θυμώνεις, μα δεν ξεσπάς.
Και τώρα,
πόσο πόλεμο αντέχεις;
Κι έτσι πορεύεσαι ή όχι;
Όχι.
(Νίκος Συμεωνίδης)