Τι είναι η αγάπη; Πώς είναι η αγάπη; Με τι μοιάζει η αγάπη;
Ο Γεώργιος Δροσίνης έγραψε το ποίημα Το αλφάβητο της αγάπης και σε κάθε γράμμα της αλφαβήτας αφιέρωσε μια στροφή.
Διάβασε το ποίημα, θαύμασε τους μοναδικούς πίνακες του Γιώργου Σταθόπουλου και ίσως γευτείς μερικές σταγόνες από τον απέραντο ωκεανό της αγάπης.
Α
Άρχισε, γλώσσα, να λαλείς
και το τραγούδι ας τρέχει,
γιατ’ η αγάπη έχει αρχή
και τελειωμό δεν έχει.
Β
Βότανο είν΄ η αγάπη μου,
μαγιάτικο τριφύλλι,
ριζώνει μέσα στην καρδιά
κι ανθεί στα δυο μου χείλη.
Γ
Γλυκοξημέρωσε η αυγή
και νύχτα ειν’ ακόμα,
την νύχτα έχεις στα μάτια σου
και την αυγή στο στόμα.
Δ
Δεμένο αν μ΄ έχουν στην σκλαβιά,
τα σίδερα μου ανοίγω,
δεμένο μ΄ έχουν δυο ματιές
και δεν μπορώ να φύγω.
Ε
Εγώ είμαι ένα μικρό δεντρί,
και συ πουλάκι αν είσαι,
πέταξε και έλα στο δεντρί
και τη φωλιά σου χτίσε.
Ζ
Ζωή κι αγάπη, οι δυο μαζί
τι ταιριαστό ζευγάρι:
είν΄ η αγάπη λούλουδο
κ΄ είν΄ η ζωή κλωνάρι.
Η
Ήθελα να ‘χα δυο καρδιές,
δυο γνώμες στο κεφάλι,
σαν θα πονούσ’ η μια καρδιά,
να χαίρονταν η άλλη.
Θ
Θέλεις να ιδείς αν σ΄ αγαπώ;
Για κοίταξε με πρώτα,
τα δυο μου χείλη μη ρωτάς,
τα δυο μου μάτια ρώτα.
Ι
Ιτιά, που πίνεις τα νερά,
κακότυχη, στοχάσου:
μην πιεις αγάπης δάκρυα
και κάψεις τα κλαριά σου.
Κ
Και μ΄ αγαπάς και σ΄ αγαπώ,
κρυφό καθένας το ΄χει:
εγώ δεν είπα ακόμα ναι
και συ δεν είπες όχι.
Λ
Λαλούν τα αηδόνια άμα σε ιδούν,
ροδακινιά ανθισμένη,
μον΄ η καρδιά μου, κι αν λαλεί,
άμα σε ιδεί σωπαίνει.
Μ
Μέτρησε, νύχτα, τα’ άστρα σου,
κι αν λείπει ένα ζευγάρι,
ρώτησε εμένα να σου πω
ποιος κλέφτης τα ‘χει πάρει.
Ν
Νικά η μέρα την αυγή,
κι ο ήλιος το φεγγάρι,
νικά η δική σου ομορφιά
καθ΄ ομορφιά και χάρη.
Ξ
Ξάστερα μάτια, φωτερά,
με τα ουράνια μοιάζουν
και ψιχαλίζουν κάποτε
χωρίς να συννεφιάζουν.
Ο
Ο βράχος, ο ξερόβραχος
λίγο νερό σταλάζει,
Αχ! η δική σου η απονιά
μηδέ τον βράχο μοιάζει.
Π
Ποιος λέει: αγάπη αληθινή
με τον καιρό στερεύει;
Σκορπάει ο μόσχος μυρωδιά
χωρίς να λιγοστεύει.
Ρ
Ριζών΄ η αγάπη σα μηλιά
σ΄ ενός γκρεμού τη μέση,
κι όποιος τα μήλα της ζητά,
μες στον γκρεμό θα πέσει.
Σ
Στη γη που θα με θάψουνε
το χώμα θα πυρώσει
κι απ’ τη φωτιά δε θα μπορεί
χορτάρι να φυτρώσει.
T
Την ώρα που γεννήθηκες
σε μύρωναν οι Μοίρες,
και πήρες χάρες κι ομορφιές,
μόνο καρδιά δεν πήρες.
Υ
Υπομονή, τι γιατρικό!
θαρρείς πως σε γιατρεύει,
κι ενώ τον πόνο σου περνά,
κρυφά σε φαρμακεύει.
Φ
Φτωχή καρδιά, ραγίστηκες
σαν να ‘σουνα κρυστάλι ,
το χέρι που σε ράγισεν
ας μη ραγίσει κι άλλη.
Χ
Χαρά σ΄ εκείνη την ψυχή
τη σιδεροπλασμένη,
που απ΄ την αγάπη τρέφεται
κι απ΄ τον καημό ομορφαίνει.
Ψ
Ψαράς θα γίνω στη στεριά
μ’ αγκίστρια δολωμένα,
για να ψαρέψω μια καρδιά,
που δεν πονεί για μένα .
Ω
Ωιμέ! πικρός ο χωρισμός,
καημό και πόνο φέρνει,
γίνεται Χάρος ζωντανός
κι ότι αγαπάς στο παίρνει.