Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Ταμάμα, η αγνοούμενη του Πόντου


Το 1992 ο Πόντιος συγγραφέας Γεώργιος Ανδρεάδης έγραψε το βιβλίο Ταμάμα, η αγνοούμενη του Πόντου.
Η ιστορία του βιβλίου στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα όπως τα έζησε, τα άκουσε από τους πραγματικούς ήρωες και τα επεξεργάστηκε ο συγγραφέας.
Πρόκειται για την ιστορία ενός κοριτσιού που χάθηκε στον διωγμό του Ποντιακού Ελληνισμού. 
Μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου αναδύεται όλο το δράμα του Ποντιακού Ελληνισμού, από την αρχή έως τις μέρες μας.


Τουρκία, Αύγουστος του 1972
Η θεία Ραϊφέ είναι μια ανύπαντρη ηλικιωμένη Τουρκάλα που ζει ήρεμα για δεκαετίες με την ξαδέρφη της την Αϊσέ και την οικογένεια του ανιψιού της Καϋχάν, στην Άγκυρα της Τουρκίας.
Κάποια μέρα αρρωσταίνει και ξαφνικά συμβαίνει κάτι εντελώς παράξενο· η θεία Ραϊφέ αρχίζει να μιλά ελληνικά.
Τότε αποκαλύπτεται το μεγάλο μυστικό· η Ραϊφέ δεν είναι Τουρκάλα, αλλά Ελληνίδα και δεν έχει καμιά συγγένεια με την οικογένεια.
Ήταν ένα χαμένο παιδί, κάποιας ελληνικής οικογένειας, που το είχε περιμαζέψει από τους δρόμους και την ορφάνια, ο πατέρας της Αϊσέ, το 1919. 
Την έλεγαν Ταμάμα και ήταν τότε μόλις 10 χρόνων.
Ποια είναι άραγε η ιστορία αυτού του κοριτσιού;

Γραφικό χωριό στα παράλια του Εύξεινου Πόντου

Πενήντα πέντε χρόνια πριν
Η Ταμάμα γεννήθηκε στην όμορφη παραλία της Μαύρης
Θάλασσας, στον Πόντο, σ' ένα γραφικό χωριό, που λεγόταν Εσπιέ. 
Στο χωριό, στη μια πλευρά ζούσαν οι χριστιανοί και στην άλλη οι μουσουλμάνοι, χωρίς όμως να έχουν και προβλήματα μεταξύ τους. 
Αγαπούσαν οι συγχωριανοί και προστάτευαν ο ένας τον άλλο και αισθάνονταν το ίδιο συμπατριώτες.

Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ζούσαν ειρηνικά στα χωριά

Εκεί ζούσε φτωχικά αλλά με αγάπη ο Παπα-Γιάννης με τη γυναίκα του την Κυριακή τις τρεις κόρες του, η μικρότερη ήταν η Ταμάμα, και τον μικρό του γιο, τον Αλέξανδρο.
Η ζωή κυλούσε όμορφα στο Εσπιέ μέχρι που άρχισαν οι διωγμοί των Ποντίων το 1916 και οι φανατισμένοι Νεότουρκοι διέπρατταν εγκλήματα σε βάρος τους.
Όλοι οι χριστιανοί κάτοικοι του χωριού στάλθηκαν στην εξορία· μαζί τους ήταν και η οικογένεια της Ταμάμα.
Τα σπίτια τους λεηλατήθηκαν και κάηκαν.

Οι χωριανοί απομακρύνθηκαν από τα σπίτια τους και στάλθηκαν στην εξορία

Οι εξόριστοι πέρασαν βουνά και λαγκάδια μέσα στην πείνα, τις αρρώστιες, τα βασανιστήρια και τον φόβο.
Πάρα πολλοί χωριανοί πέθαναν, ανάμεσά τους ο Παπα-Γιάννης, η γυναίκα του η Κυριακή και ο μικρός τους γιος.
Έμεινε η Ταμάμα και οι αδερφές της, μαζί με τη θεία τους την Ελένη.
Τα παιδιά ζητιάνευαν για ένα κομμάτι ψωμί στους δρόμους των χωριών που περνούσαν.
Για τρία χρόνια όσοι χωριανοί δεν είχαν πεθάνει, γύριζαν εξόριστοι από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη.

Οι πρόσφυγες περνούσαν από πόλεις και χωριά

Πολλοί Τούρκοι έβλεπαν τα προσφυγόπουλα, τα λυπόταν και τα τάιζαν.
Πολλές τούρκικες οικογένειες έπαιρναν τα ορφανά στα σπίτια τους.
Κάποια στιγμή η Ταμάμα με τις αδερφές της και τους άλλους χωριανούς έφτασαν στην Σεβάστεια.
Εκεί το μικρό κορίτσι, όπως ζητιάνευε, βρήκε καταφύγιο σε μια οικογένεια ενός Τούρκου αξιωματικού.

Τα προσφυγόπουλα ζητιάνευαν στους δρόμους
 
Μετά από τόσο καιρό έζησε τη ζεστασιά ενός σπιτιού και θέλησε να μείνει κοντά στον Τούρκο αξιωματικό και την κόρη του την Αϊσέ.
Δεν ήθελε με τίποτα γυρίσει πίσω στις αδελφές της, στη φτώχεια και την πείνα. 
Οι αδερφές της και η θεία Ελένη την έψαξαν αλλά δε μπόρεσαν να την βρουν.
Κάποτε η εξορία τελείωσε και οι Τούρκοι ζήτησαν από τους χωριανούς να γυρίσουν στο χωριό τους.

Τα σπίτια των Ποντίων πυρπολήθηκαν και λεηλατήθηκαν
 
Πού να γυρίσουν όμως;
Τα σπίτια τους κάηκαν.
Οι περιουσίες του λεηλατήθηκαν.
Οι αγαπημένοι τους πέθαναν.
Τα κορίτσια με τη θεία τους έφυγαν για τη Ρωσία και από εκεί για την Ελλάδα.
Η Ταμάμα όμως έμεινε για πάντα δίπλα στη φιλόξενη τουρκική οικογένεια.
Στην Ελλάδα παντρεύτηκαν, έκαναν οικογένειες, παιδιά, εγγόνια αλλά ποτέ δεν ξέχασαν τη μικρή τους αδερφή, την Ταμάμα που έμεινε στην Τουρκία, ούτε το μικρό χωριό τους. 

Οι πρόσφυγες, για να γλυτώσουν, έφευγαν με κάθε μέσο από την Τουρκία
 
Τουρκία, Σεπτέμβρης του 1972 
Μετά από τόσες δεκαετίες, η Ταμάμα, με τη βοήθεια του συγγραφέα, συναντά και πάλι τις δύο αδερφές της, πέφτει στην αγκαλιά τους και ξεσπούν σε κλάματα.
Θυμούνται τα παλιά, τις όμορφες μέρες στο Εσπιέ, τους γονείς τους και τον μικρό τους αδερφό τον Αλέξανδρο.

Ο συγγραφέας, η Ταμάμα (κέντρο), η αδερφή της η Συμέλα (αριστερά) και η Αϊσέ

Λίγο καιρό αργότερα η Ταμάμα επισκέπτεται και αυτή με τη σειρά της τις αδερφές της στην Ελλάδα.
Σιγά-σιγά, ένας-ένας οι ήρωες του βιβλίου φεύγουν από τη ζωή αλλά η ιστορία τους δεν ξεχνιέται.
Αποδεικνύεται ότι ακόμη και μέσα στους πολέμους, στη δυστυχία, οι λαοί μπορούν να μη χάνουν την ανθρωπιά τους γιατί τελικά δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν.

Ο συγγραφέας ραντίζει τον τάφο της Ταμάμα με χώμα από την Παναγία Σουμελά
 
Απόσπασμα από το βιβλίο
Οι μουσουλμάνοι της Σεβάστειας ήσαν αγαθοί και καλοπροαίρετοι άνθρωποι. Δεν τους άγγιξε τον τόπο η αντιχριστιανική και αντιρωμαίικη μανία και o φανατισμός. Έβλεπαν τη δυστυχία και δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τους κανόνες του Κορανίου. Δεν ήταν επιτρεπτό, αυτοί να τρώνε και να πίνουν, σαν να μη βλέπουν τη γύρω δυστυχία.
Πολλές οικογένειες Τούρκων, πήραν μέσα στο σπίτι τους μερικά ορφανά χριστιανών, για να περάσουν την μπόρα της δυστυχίας. 
Συγκινητική ήταν η περίπτωση του Χατζή Εμίρ. 
Φτωχός βιοπαλαιστής, διόρθωνε τα παπούτσια της γειτονιάς, ζούσε σ' ένα φτωχικό μικρό σπίτι. Είχε 8 παιδιά, όλα κορίτσια. Ζήτησε και πήρε δύο ορφανά αγόρια, για να ζήσουν μαζί τους. Και πόσο τα αγάπησε! 
Κρυφή του ελπίδα, όταν ησυχάσει ο κόσμος και γυρίσουν οι Χριστιανοί στα χωριά τους, ίσως με τη βοήθεια του Θεού, του αφήσουν τα ορφανά και έτσι ν' αποκτήσει αγόρια, που τόσο πολύ ποθούσε. 


Σιγά-σιγά, η Ταμάμα ξεθάρεψε και ήθελε να πηγαίνει μόνη της στη ζητιανιά. Αιτία ήταν, που δυο φορές κάποιοι καλοί μουσουλμάνοι, στο αντίκρυσμά της δάκρυσαν και την λυπήθηκαν, της έδωσαν ρουχαλάκια, από τα παιδιά τους, γιατί αυτά, που φορούσε η ίδια, ήσαν πια κουρέλια. 
Η Μαρικούλα και η Συμέλα, μετά, στον στρατώνα, της τα πήραν και τα φόρεσαν οι ίδιες. Από τότε η Ταμάμα δεν ήθελε να ζητιανεύει μαζί με τις αδελφές της. Αλλά και όταν τους έδιναν κάτι φαγώσιμο, έπρεπε να το μοιραστεί με τις αδελφές της, γι' αυτό προτιμούσε να βγαίνει μόνη της. Ο καθένας με την τύχη του. 
Την εποχή εκείνη ήρθε, με μετάθεση από το Ερζερούμ στην Σεβάστεια, ο ταγματάρχης Οκάυ Μουσταφά...
Εκεί τακτοποιήθηκε ο ταγματάρχης Μουσταφά Οκάυ, με την κόρη του Αϊσέ, που τον συνόδευε σε όλες τις μεταθέσεις του. 
Ο Μουσταφά Οκαϋ αγαπούσε πολύ τη μοναχοκόρη του Αϊσέ και η αγάπη αυτή έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν εδώ και δύο χρόνια, έχασε την γυναίκα του Μπακιέ, τη μητέρα της Αίσέ. 
Η Αίσέ ήταν τώρα γύρω στα 15 της χρόνια και μπορούσε άνετα να περιποιείται τον εαυτό της, το σπίτι και τον χήρο πατέρα της. Εκείνο που τη στεναχωρούσε στη Σεβάστεια, μόλις πρωτοήλθαν, ήταν η ανυπαρξία γνωστών και συγγενών...


Εκείνο το πρωινό, η Αίσέ είχε τακτοποιήσει το σπιτικό τους και ετοιμαζόταν να πάει στην κουζίνα, να ετοιμάσει το φαγητό. Νόμισε, ότι άκουσε την πόρτα να κτυπά. Ο κτύπος ήταν στην αρχή αδύναμος. Κάθε πόρτα είχε απ' έξω γαντζωμένο, ένα μεταλλικό χέρι. Σήκωνες το μεταλλικό χέρι και μ' αυτό κτυπούσες την ξύλινη πόρτα. Τώρα όμως, για δεύτερη φορά, ο κτύπος ήταν πιο έντονα δυνατός. 
Η Αίσέ πήγε ν' ανοίξει την πόρτα. Έξω από την πόρτα στέκονταν ένα φτωχοκόριτσο, ζητιανάκι. Ένα ρωμαίικο κορίτσι. Ήταν η Ταμάμα, που είχε βγει για ζητιανιά στους δρόμους της Σεβάστειας. 
Η Ταμάμα πλησίαζε τα 8 χρόνια, αλλά ήταν τόσο αδύνατη και τα ρούχα της βρώμικα και σκέτα κουρέλια. Ράγισε η ψυχή της ευαίσθητης Αϊσέ. Τράβηξε μέσα στο σπίτι την Ταμάμα, την έβαλε να κάτσει και της έφερε να φάει. Και τι δεν έβαλε μπροστά της! Τυρί, ελιές, ψωμί, φρούτα. Δεν ήξερε τί να διαλέξει, για να φάει πρώτα. 
Έφαγε η Ταμάμα, χόρτασε και μόλις τέλειωσε, κοίταγε προς την πόρτα σαν αγρίμι, που ήθελε να φύγει. Η Αίσέ τη χάιδεψε και την έφερε ένα φόρεμα δικό της, που της ήταν μικρό. Μπορεί η Ταμάμα να ήταν 8 χρονών, αλλά ήταν ψηλή, ενώ η καϋμένη η Αίσέ, ήταν κοντούλα. Το φόρεμα βόλεψε επάνω στην Ταμάμα και οπωσδήποτε ήταν καλύτερο, από τα κουρέλια, που φόραγε. Σαν αγρίμι, έφυγε η Ταμάμα με το νέο φόρεμα της, για το στρατόπεδο. Δεν είπε ούτε ευχαριστώ στην Αίσέ, που την χάιδευε, καθώς έφευγε. Αλλά τι ευχαριστώ να πει ένα παιδί, που στα άγρια αυτά χρόνια, υποχρεώθηκε να ζει μόνο, με το ένστικτο του; 
Ποιός θα της μάθαινε, τι πρέπει να πει και τι πρέπει να κάμει; 
Η θεία Ελένη χάρηκε, μόλις είδε το όμορφο φόρεμα της Ταμάμα. Έτσι έφυγε από πάνω της μια έννοια. Που θα έβρισκε χρήματα να ντύσει τον εαυτό της και τα τρία ανίψια της; Το μόνο, που την ενδιαφέρε, ήταν να εξασφαλισθεί το φαγητό, που ήταν τόσο αναγκαίο σ' όλους. Ήταν και ανακουφισμένη, που με το ζητιαναλίκι, λύθηκε το πρόβλημα της, να φροντίζει το φαγητό για τρία μικρά κορίτσια. 

 
Την άλλη μέρα, την ίδια ώρα, η πόρτα της Αίσέ ξανακτύπησε. Ήταν πάλι η Ταμάμα, που ήρθε να ζητιανέψει. Η Αίσέ χαμογέλασε και πέρασε την Ταμάμα μέσα στο σπίτι. Η Ταμάμα θαύμαζε το σπιτικό, με τα έπιπλα του, με τα χαλιά του. Δύο χρόνια, τώρα στην περιπλάνηση και στις εξορίες, το κοριτσάκι μόνο ερείπια, πείνα και δυστυχία γνώρισε. Η Αϊσέ τής μίλησε, τη χάϊδεψε και η Ταμάμα ξεθάρρεψε και τώρα της χαμογελούσε. 
Η Αίσέ, που έβλεπε τη βρωμιά της Ταμάμα, την ρώτησε, αν θέλει να λουστεί και η Ταμάμα με την κίνηση του κεφαλιού της δέχτηκε. Έτσι, μετά από δύο χρόνια, έκαμε λουτρό με ζεστό νερό και σαπούνι μπόλικο, που πολύ την ευχαρίστησε. 
Μετά το μπάνιo, η Αίσέ έστρωσε το τραπέζι, για να φάει μαζί με την Ταμάμα. 
Και τι δεν είχε πάνω το τραπέζι; Με λαίμαργο μάτι, η Ταμάμα, κοίταγε το ένα, μετά το άλλο, όλα όσα ήσαν πάνω στο τραπέζι και την ίδια στιγμή, κοίταγε δεξιά της και αριστερά της, σαν να είχε φόβο, κάποιος θα ερχόταν να της αρπάξει το φαγί. 
Μόλις έφαγαν, η Ταμάμα από κούραση, έγειρε πάνω στο ντιβάνι και βαθύς ύπνος την έπιασε. 


Ενώ ακόμη κοιμόταν, ήρθε στο σπίτι ο πατέρας της Αίσέ, ο ταγματάρχης Μουσταφά Οκάυ. 
Μόλις είδε το άγνωστο κοριτσάκι στο ντιβάνι να κοιμάται, ρώτησε την κόρη του, ποιά είναι. Τότε η Αίσέ διηγήθηκε στον πατέρα της, πώς γνώρισε την Ταμάμα και το τι συνέβηκε, τις δύο ημέρες γνωριμίας τους. 
Παρακάλεσε τον πατέρα της, να κρατήσουν την Ταμάμα, γιατί ήταν ορφανή και πρόσφυγας σε εξορία πεινασμένη και ταυτόχρονα θα είχε η ίδια κάποιον να την βοηθά στο σπίτι, αλλά το σπουδαιότερο θα είχε ένα κορίτσι, παρέα στην μοναξιά, που ένιωθε, σαν νεοφερμένη στην Σεβάστεια. 
Ο πατέρας της, πολύ την αγαπούσε την κόρη του και δύσκολα θα της χαλούσε το χατίρι. Μόνον της είπε να ρωτήσει και την Ταμάμα, εάν θέλει να μείνει και εφόσον θέλει, αυτός δεν θα είχε αντίρρηση. 
Πράγματι, σε λίγη ώρα ξύπνησε η Ταμάμα, από τον βαθύ της ύπνο. 
Ήταν χαρούμενη, σαν να είχε δει ένα σωρό ωραία όνειρα. Ξαφνικά βλέπει τον ταγματάρχη να μπαίνει στον οντά. Δεν τον γνώριζε και η όψη του κάπως την φόβισε. Έτρεξε και πιάστηκε από το φουστάνι της Αίσέ. Ο ταγματάρχης τη χάιδεψε και τότε η Ταμάμα ηρέμησε και τα νύχια της, άφησαν το φουστάνι της Αίσέ. 
Έκατσαν και με συμπόνοια, ο Μουσταφά τη ρώτησε την ιστορία της, από πού είναι και πού είναι οι γονείς της. 
Η Ταμάμα τού είπε, ότι μένει στο στρατόπεδο των προσφύγων με την θεία της Ελένη και τις δύο αδελφές της. Του είπε, ότι ήταν κόρη του Παπαγιάννη και της Κερεκής, από την Εσπιέ και ότι στον δρόμο της εξορίας, έχασε τον πατέρα της, τη μάνα της και τον μικρό της αδελφό, τον Αλέκο. 
Τα μάτια του ταγματάρχη Μουσταφά βούρκωσαν, ενώ της Αϊσέ γέμισαν δάκρυα. Ο Μουσταφά, ρώτησε την μικρή Ταμάμα, εάν θέλει να μείνει μαζί με την κόρη του, όσο καιρό κρατεί η εξορία, για να μην επιστρέψει στο στρατόπεδο, στην πείνα και τη ζητιανιά. Η Ταμάμα δέχτηκε και έτσι έμεινε στο σπίτι αυτό ενάμισι χρόνο, μακριά από τους πόνους και τις κακουχίες της εξορίας και του πόνου. 


Δεν ήταν πια ανάγκη να βγαίνει σαν βιοπαλαιστής, στους δρόμους της Σεβάστειας, για να παρακαλεί την ελεημοσύνη του κόσμου, για να χορτάσει την πείνα της. Μεγάλη ευτυχία ένιωθε κοντά στην Αίσέ, μέσα στο χαρούμενο και πλούσιο σπίτι τους. Η αγωνία της δεν την άφηνε, να βγει καθόλου στους δρόμους της Σεβάστειας, από φόβο, μήπως την δουν οι δικοί της και την πάρουν με το ζόρι, πίσω στο στρατόπεδο. 
Μια φορά, από το παράθυρο του σπιτιού, είδε τις δύο αδελφές της, τη Μαρικούλα και τη Συμέλα, να περνούν έξω από το σπίτι, ζητιανεύοντας, στη γειτονιά της. Αμέσως τράβηξε το πρόσωπο της από το παράθυρο και έκλεισε τον μπερντέ. Φοβήθηκε, μήπως την δουν οι αδελφές της. Με αγωνία περίμενε την ώρα να περάσει, φοβούμενη, μήπως οι αδελφές της κτυπήσουν την δική τους πόρτα. Θα άνοιγε η Αϊσέ και ω! θεέ μου, τι θα γινόταν, που θα την αναγνώριζαν οι αδελφές της; Η ώρα πέρασε και θεία πρόνοια τη φύλαξε από το μεγάλο αυτό κακό. 
Κανείς δεν κτύπησε την πόρτα. Οι αδελφές προσπέρασαν το σπίτι και κατηφόρισαν την Ιστικλάλ τσαντεσί, προς τα κάτω. 
Η καρδιά της Ταμάμα, γύρισε στη θέση της. 
Μετά από αυτό το συμβάν, ενάμισι χρόνο είχε να δει η Ταμάμα ξανά κάποιον δικό της. Κανέναν δεν νοστάλγησε. Τουναντίον είχε αγωνία, μήπως τη βρουν και την πάρουν από τον παράδεισό της. 
Πόσες φορές ξύπνησε με τέτοιους εφιάλτες στον ύπνο της! 
Όλο και κάποιος ερχόταν να την πάρει μακριά από την Αϊσέ. Με τον καιρό η αγωνία και οι εφιάλτες λιγόστευαν και αραίωναν. 
Με την Αϊσέ έγιναν σαν αδελφές και η Αϊσέ τής φερόταν σαν αδελφή και σαν μάνα. 
Ο ταγματάρχης αγάπησε την Ταμάμα και συγκινημένος από το δράμα της ορφάνιας, δεν τις χώριζε. Ό,τι αγόραζε της κόρης του, το ίδιο έπρεπε να φέρει και στην Ταμάμα. Αλλά και η Ταμάμα πολύ τον αγαπούσε και τον σεβόταν. 
Έτσι κύλησε ο καιρός και μπήκαμε στο 1918. Η Ταμάμα πλησίαζε τα δέκα της χρόνια και η Αίσέ συμπλήρωσε τα 16. 

 
Το βιβλίο έχει μεταφραστεί στην Ποντιακή διάλεκτο και σε άλλες 8 γλώσσες, ανάμεσα τους η Τουρκική και η Κινεζική. 
Η Τουρκική έκδοση του βιβλίου πούλησε πάνω από 250.000 αντίτυπα.
Επίσης έχει γίνει κινηματογραφική ταινία από την Τουρκάλα σκηνοθέτιδα Γιεσίμ Ουστάογλου με τον τίτλο «Περιμένοντας τα σύννεφα». 


Δες ακόμη: