Στις 17 του Νοέμβρη έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, μία μαζική και δυναμική εκδήλωση λαϊκής αντίθεσης στο καθεστώς της στρατιωτικής δικτατορίας ή αλλιώς της Χούντας των Συνταγματαρχών, που κατέλαβε με πραξικόπημα την εξουσία και κυβέρνησε την Ελλάδα από τον Απρίλιο του 1967 μέχρι τον Ιούλιο του 1974.
Ποιητές, ζωγράφοι, μουσικοί, ο καθένας με τον δικό του τρόπο εξέφρασε την αντίθεσή του στον φασισμό της δικτατορίας.
Την άλλη μέρα
Κώστας Μαλάμος
Οι κυνηγοί (Πάνος Κυπαρίσης)
Γκρεμισμένη πύλη
και οι συνδαυλιστές, στις στολές, οργιάζουν
Έρπει το αίμα αργά
ψιθυρίζει
η Μαρία.
Άδεια τα μάτια, γυαλιά
Βαθαίνει η νύχτα μέσα στη νύχτα
κλέβοντας κι άλλο σκοτάδι,
άσωστα νιάτα μ’ ένα φως στα μαλλιά
Νοσοκομεία ημίφωτα,
διάδρομοι, διαχωριστικά,
τάξη θανάτου, πένθιμοι σταθμοί
Θριαμβεύουν οι κυνηγοί
Οι πισίνες στους ορόφους ψηλά
κι αυτοί
χορηγοί τώρα πια με μαύρα γυαλιά
νωχελικοί μες στ’ ανάκλιντρα
Λάμπουν γυάλινοι πολιτισμοί
Με τόση νύχτα πώς μπορείς;
Με τόσα κόκκαλα ανθισμένα
Η παρουσία του ήρωα
Μάριος Βατζιάς
Το αγόρι και η πόρτα (Γιάννης Ρίτσος)
Εκεί που έπεσε
είναι μια κόκκινη λίμνη,
ένα κόκκινο δέντρο,
ένα κόκκινο πουλί.
Σηκώθηκε όρθια
η πεσμένη καγκελόπορτα-
χιλιάδες άλογα.
Λαός καβαλίκεψε.
Κομνηνέ! - φωνάξαμε.
Γύρισε και μας κοίταξε
δε φορούσε επίδεσμο
ούτε στεφάνι.
Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα
και μαύρα, πιο μαύρα-
καλπασμός, - η ιστορία
Να προφτάσουμε.
Δολοφονία της Ελευθερίας
Γιάννης Γαΐτης
Το φως και το αίμα (Νίκος Συμεωνίδης)
Έλα να σου δείξω
το φως.
Το φως και το αίμα των παιδιών.
Λίγα ξέρω κι εγώ.
Ήμουν μικρός τότε.
Στη γειτονιά μας, η θεία της Περσεφόνης
ήταν στο Πολυτεχνείο, λέει.
Ήταν φοιτήτρια.
Τραυματίστηκε.
Τραυματίστηκε, μα έζησε.
Κι έμεινε το φως στην ψυχή της.
Κι έμεινε το αίμα,
το αίμα των παιδιών στα μάτια της.
Και το θυμάται τώρα.
Το θυμάται και βουρκώνει.
Έλα, σου λέω,
έλα, να σου δείξω
το φως.
Το φως και το αίμα των παιδιών.
Να μάθεις και να μην ξεχάσεις,
ποτέ.
Οι φοιτητές
Κώστας Περάκης
1050 Χιλιόκυκλοι (Κωστούλα Μητροπούλου)
"Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!"
Αυτή η φωνή που τρέμει στον αέρα,
δεν σού 'στειλε ένα μήνυμα μητέρα,
αυτή η φωνή δεν ήτανε του γιου σου,
ήταν φωνές χιλιάδες του λαού σου.
"Εδώ Πολυτεχνείο ,εδώ Πολυτεχνείο!"
Μιλάει ένα κορίτσι κι ένα αγόρι,
εκπέμπουνε τραγούδι μοιρολόι,
χίλιες πενήντα αντένες η λαχτάρα,
σε στόματα μανάδων η κατάρα.
Και τα κορίτσια και τ' αγόρια που μιλούσαν,
τρεις μέρες και τρεις νύχτες δεν μετρούσαν,
δοκίμαζαν τις λέξεις με αγωνία,
κι αλλάζανε ρυθμό στην ιστορία.
"Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο!"
Γραμμένα μένουν τα ονόματα στο αρχείο,
δεν αναφέρονται οι νεκροί που είναι στο ψυγείο,
λένε πως είναι τέσσερις κι είναι εκατό οι μανάδες,
πρώτα σκοτώθηκε η φωνή και σώπασαν χιλιάδες.
Η δολοφονία της ελευθερίας
Εδώ Πολυτεχνείο
Γιώργος Βακιρτζής
Το στρατόπεδο ετέθη πάλι υπό έλεγχον (Στέλιος Γεράνης)
Άρχισαν να κλονίζονται τα θεμέλια.
Ένας βραχνός λοχίας μας γκρεμίζει στη Νύχτα
με σιδερένιους λοστούς. Ανοιξιάτικα όνειρα
τουφεκίζονται στον αυλόγυρο του Πολυτεχνείου.
Ο στρατοπεδάρχης καπνίζει νευρικά το τσιμπούκι του
καθαρίζει την υγρασία στα τζάμια
και μετράει τους σκοτωμένους απ’ το παράθυρο.
Ύστερα σηκώνεται πλένει τα χέρια του
ρίχνει μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη
λέει ένα σκληρό «αυτός είμαι»
και ξαπλώνει στο κρεβάτι να κοιμηθεί.
Μα πριν αδειάσει το γυάλινο μάτι του στο ποτήρι
σηκώνει με αργές κινήσεις το τηλέφωνο
και καλεί το Επιτελείο: «Στρατηγέ μου,
η εκστρατεία εστέφθη υπό πλήρους επιτυχίας
Το στρατόπεδο ετέθη πάλι υπό έλεγχον
Καληνύχτα σας».
The Greece originale
Αλέξης Ακριθάκης
Το χρώμα της πόρτας (Νίκος Συμεωνίδης)
Το χρώμα της πόρτας
δεν ήταν πάντα κόκκινο,
δεν ήταν μαύρο, ήταν ζωή.
Κάτι παιδιά χαρούμενα ήταν,
κάτι παιδιά που γελούσαν και τραγουδούσαν.
Κι ήρθε το τανκς,
κι ήρθε ο τάχα
"εγώ εντολές ακολουθούσα"
στρατιώτης.
Φτωχός κι αυτός,
φτωχός, μα λίγος.
Και το χρώμα της πόρτας
έγινε κόκκινο
και κόκκινο θα είναι για πάντα.
Πολυτεχνείο μετά
Γιώργος Βαρλάμος
Αχός βαρύς ακούγεται (Φώντας Λάδης)
Αχός βαρύς ακούγεται
κι ερπύστριες κυλάνε.
Πατήσια κι Αμπελόκηποι
καίγονται σα λαμπάδες.
Ξένοι δεν είναι τούτοι εδώ,
ελληνικά μιλάνε.
Όπου μωρό πυροβολούν
όπου γυναίκα ρίχνουν.
Βαρούν ντουφέκια από παντού
βαρούν τα πολυβόλα.
Σφάλουν πορτοπαράθυρα
στο δρόμο κάποιος τρέχει.
Καρδιά για πάψε να χτυπάς
καρδιά που πας να σπάσεις.
Η πόλη τούτη είναι άπαρτη
τα σπίτια είναι δικά μας
Η πτώση της Χούντας
Βασίλης Χάρος
Προς Αντιγόνην (Λεία Χατζοπούλου-Καραβία)
Φέτο δε θά ‘ρθει η άνοιξη, δε θ’ αφήσουμε
τους κούκους να τιτιβίσουν τα τραγούδια
των στασιαστών, τις μυγδαλιές να τους μυρώσουν,
όχι, τον ήλιο δε θα τον αφήσουμε
να ξεκαλοκαιριάσει, και τα τζιτζίκια
να τσιρίζουν ζει ζει ζει.
Ετούτος ο Νοέμβρης θα μείνει καρφωμένος
μέσα στο χρόνο, με τις ατέλειωτες του νύχτες,
με το βοριά στα στηλωμένα μάτια μας,
με τους τριγμούς κλαριών ή πατημάτων,
κρωγμούς ή συνθηματικές κραυγές συνωμοτών.
Δεν ξεγελιόμαστε απ’ τα τεχνάσματα σας.
Κάποιος ρίχνει κόκκινο χρώμα στα ποτάμια —
δεν έρευσε από φλέβες τόσο κόκκινο.
Κάποιος βάφει πορφυρένια τη θάλασσα
και τα σύννεφα στάζουν αίματα, αίματα,
πλημμυρίζουν οι δρόμοι.
Άτιτλο
Γιάννης Βαλαβανίδης
Φοβάμαι (Μανώλης Αναγνωστάκης)
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ‘κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Στρατιώτης
Παναγιώτης Γράβαλος
Το σώμα και το αίμα
Ακόμα μια δοκιμή για ένα ποίημα του Πολυτεχνείου (Γιάννης Ρίτσος)
Ο ένας γράφει συνθήματα στους τοίχους
ο άλλος
φωνάζει συνθήματα πάνω απ’ τους δρόμους
ο τρίτος
φοράει το παράθυρο τραγουδάει ανοιχτός Ρωμιοσύνη Ρωμιοσύνη
τους τραυματίες τους κουβάλησαν στη βιβλιοθήκη
η μια παλάμη αμπελόφυλλου στο χτυπημένο γόνατο
αγάλματα λυπημένα μες στους καπνούς -πού τον ξεχάσατε τον
έρωτα
σπουδαστές οικοδόμοι κατάρες πλακάτ ζητωκραυγές σημαίες
έρωτας είναι τ’ όνειρο έρωτας είναι ο κόσμος
χαμηλωμένο κούτελο του ταύρου έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
μικρά μεγάλα σκολιαρόπαιδα με μια φούχτα στραγάλια με τσάντες
δυο κόκκινα πουλιά σταυρωτά ζωγραφισμένα στα τετράδιά τους
οι νεόνυμφοι βγήκαν απ’ το φωτογραφείο δένουν τις άσπρες ταινίες
στο κιγκλίδωμα
τυφλοί λαχειοπώλες μια όρθια κιθάρα λαμπιόνια φαρμακείων
νυχτώνει η πολιτεία ηλεκτρικοί αριθμοί κλεισμένα θέατρα
κλεισμένα τα μικρά τεφτέρια τα υπόγεια ποιήματα τα τρύπια
λουλούδια
η μυστική γεωγραφία ανεβαίνει βουβή πάνω απ’ τη νύχτα απ’ το
απόρθητο βάθος
απόψε είναι ο καιρός για όλα λέει
απόψε είναι η συνέχεια όλων λέει
αύριο για όλο τον άνθρωπο για όλο το μέλλον
έτσι είπε πάνω στη στέγη
κράταγε ένα μεγάλο αόρατο τιμόνι κι έστριβε την πολιτεία
κάτω απ την άσφαλτο ακουγόταν ο θόρυβος του κόσμου
ένα μαύρο σκυλί ένα καλάθι ένας μικρός καθρέφτης
δυο τεράστια παπούτσια του πικρού γελωτοποιού και το
σπασμένο ποτήρι
κι η μυρωδιά απ’ τη φουφού του καστανά μεγάλη σαν καράβι
Μας ξάφνιασε η νύχτα (Σπύρος Κατσίμης)
Το πρωί διασχίζαμε τους δρόμους
με τα σχολικά μας βιβλία
Τη νύχτα συνεχίζαμε τη ζωή της ημέρας,
φυλάγοντας τον ήλιο. Οι φοιτήτριες
χόρευαν και τραγουδούσαν.
Έτσι μας χαρακτήρισαν συνωμότες.
Στο Μεγάλο Σχολείο μάς ξάφνιασε ηνύχτα
με τόσους βαριά τραυματισμένους γύρω μας,
χωρίς γάζες, οξυγόνο,
χωρίς φάρμακα, γιατρό, ασθενοφόρα.
Μια ριπή πολυβόλου τραυματίζει το φως.
Στα υπνοδωμάτια των παιδικών μας χρόνων
με το εικόνισμα της Παναγιάς ποιός ονειρεύεται
ειρηνικές παρελάσεις;
Μας κυνηγούσαν στα ερημικά πάρκα και τις παρόδους,
γιατί -λέει- θα καίγαμε την πόλη
με τον ήλιο που κρύβαμε.
Ξέσπασμα
Θανάσης Μήνης
Στους σκοτωμένους σπουδαστές του Νοεμβρίου (Λένα Παππά)
Μάτια κλειδωμένα, χέρια παγωμένα
κείτεται
-δεκοχτώ χρονώ ήτανε δεν ήτανε-
για να έχω εγώ πουλιά-φτερά στα χέρια μου,
και συ στο σπιτάκι σου,
μια γλάστρα με βασιλικό στο πεζουλάκι
και τα παιδιά μας ξένοιαστα να χτίζουνε το μέλλον.
Η μάνα του τον περιμένει και δεν έρχεται,
η άνοιξή του παίζει καi δεν την εξέρει πια.
Στις φλέβες του αίμα σταματημένο και πικρό,
γυαλί σπασμένο ο κόσμος, σωριασμένο πάνω του.
Για να έχω εγώ τον άσπρο μου ύπνο
Και συ γαρίφαλο χαμόγελο στο στόμα σου,
για να ‘χουν τα παιδιά μας το δικό τους ήλιο…
Η πρώτη επέτειος
Κώστας Μαλάμος
Εδώ Πολυτεχνείο (Βασίλης Ρώτας)
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
Πολυτεχνείο! Εδώ καλώ
βοήθεια, πρόφτασε, λαέ,
βοήθεια, πρόφτασε, λαέ,
σκοτώνουν τα παιδιά σου, οϊμέ!
Τα νιάτα που έστησαν εδώ
του Αγώνα τραγικόν χορό
και τραγουδούν τη Λευτεριά,
σου τα σκοτώνουν τα παιδιά.
Της βίας ο δούλος ο μωρός
δουλέμπορος, φονιάς μιαρός,
σκοτώνει, λαέ, τα τέκνα σου,
τ’ αγόρια, τα κορίτσια σου.
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
τα νιάτα σέρνουνε χορό.
Της Επιστήμης τα παιδιά
και τραγουδάν τη Λευτεριά.
Εδώ της νιότης ο άξιος νους,
που χτίζει θέατρα, ναούς,
σκεδιάζει ιδέες και μηχανές
και δένει το αύριο με το χτες,
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
μέσα στης τέχνης το ιερό
σκοτώνει η βία τα παιδιά
που τραγουδούν τη Λευτεριά.
Εδώ Πολυτεχνείο! Εδώ
γίνεται ανήκουστο κακό!
Της βίας ο δούλος ο μωρός
του Χάρου μαύρος έμπορος,
σφάζει τα τέκνα του λαού.
τη νιότη, την ελπίδα του,
το άνθος του αύριο, τον καρπό
της τέχνης και της γνώσης, ω!
Εδώ Πολυτεχνείου κραυγή
καλούν το Χρέος κι η Τιμή
Λαέ μας, βοήθα τα παιδιά.
Ο αγώνας για τη Λευτεριά.
Ναι
Κυριάκος Ρολός
Εδώ Πολυτεχνείο (Φώτος Γιοφύλης)
Στον άγιο ήχο της φωνής: «Εδώ Πολυτεχνείο!…»
στο κάλεσμα της νιότης μας, που φέρνει προς το φως
άστραψε σ’ όλες τις ψυχές τ’ άφταστο μεγαλείο
της Λευτεριάς και ξέσπασε κάθε καημός κρυφός!
Τ’ ατράνταχτα τα στήθια σας, παιδιά, γινήκαν κάστρα,
και πάλεψαν σκληρά κι ορθά με τανκς και με πιστόλια
σαν η ψυχή σας έφερνε στον ουρανό και στ’ άστρα
το θρίαμβο της Λευτεριάς, μες σε βροχή από βόλια.
Στα παλληκάρια που’ πεσαν στην άνιση την πάλη
δόξα τούς πρέπει και τιμή μες σε χιλιάδες χρόνια!
Μα και σε σας που ζήσατε, για να χαρείτε πάλι
ολάκαιρη την Λευτεριά, την πάμφωτη κι αιώνια!
Ο κύριος Π.
Κυριάκος Κατζουράκης
Εδώ Πολυτεχνείο (Γιώργος Σαράντης)
Τρεις νύχτες καίγανε οι φωτιές
την τελευταία ακούστηκαν καμπάνες
Κάπου αλλού θα παίζεται η ζωή μας σκέφτηκα
και τότε τον είδα
λαμπαδιασμένο απ' τις ζητωκρυαγές
να τρέχει προς το θάνατο
Αλέξανδρε του φώναξα
Αλέξανδρε
κι ύστερα πιο σπαραχτικά Αλέξανδρεεε,
πάλι και πάλι
Καθώς έσκυψα να τον σηκώσω από την άσφαλτο
δε βρήκα παρά στάχτη
Σ' όλους τους δρόμους
οι στρατιώτες πυροβολούσαν το φόβο τους.
Χωρίς τίτλο
Γιάννης Ρίτσος
Αντί στεφάνου (Κοραλία Θεοτοκά)
Ποια απάντηση, ποιος χτύπος στο κοιμισμένο στήθος σου αγόρι
γαζωμένο από τις σύγχρονες μηχανές σε σχήμα χελιδονιού
άγγελε με χλωρή γενειάδα κάτω από τις ερπύστριες
συνείδηση βαμμένη στον τοίχο και στις πέτρες
σώπασες τ’ όνομά σου μες στη βοή της λάσπης
περιστέρι μπροστά στα ηλεκτροφόρα σύρματα
με το σύνθημα της δικαιοσύνης στο χώμα.
Με το τραγούδι χαιρετίζω όσους μοχθούν
για τη ζωή, όχι στο χαμό της
για την τροφή, όχι τη στέρηση της
για τη γνώση, με τη γνώση
ενάντια στις αριθμομηχανές των κρεάτων
ενάντια στον οργασμό της κατανάλωσης
ενάντια στις τρομερές λυχνίες της δισχιλιετηρίδας.
Θα ‘ρθει ένας κόσμος χλόης αγόρι
και θα δουλεύουμε στη μοιρασιά των λουλουδιών.
Ο Παρθενώνας-φυλακή
Γιώργος Αργυράκης
Πολυτεχνείο (Γιώργης Κρόκος)
Πολυτεχνείο, υψώθηκες της
Ρωμιοσύνης κάστρο
στην ποτισμένη δάκρυα,
ματοβαμμένη γη.
Σ’ είδε η Ελλάδα η ξάγρυπνη στον
ουρανό της άστρο
κι άνοιξες θύρα, για να μπει της
λευτεριάς η αυγή.
SOS Άνθρωπος
Ισμήνη Βογιατζόγλου-Σκληρού
Ο εκφωνητής (Λουκάς Θεοδωρακοπούλος)
Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τη φωνή σου
γενναίο παιδί:
Εδώ Πολυτεχνείο!
Εδώ Πολυτεχνείο!
Σας μιλάει ο σταθμός
των ελεύθερων αγωνιζόμενων φοιτητών
των ελεύθερων αγωνιζόμενων Ελλήνων!
Είχες βραχνιάσει να μιλάς με τις ώρες
μα πιο πολύ ήταν το πάθος που ράγιζε
το πυρωμένο μέταλλο της φωνής σου
γεμίζοντας τους αιθέρες μ’ ανατριχίλες και δάκρυα.
Κι ο πλανταγμένος λαός συσπειρωμένος
μισός στους δρόμους και μισός στα σπίτια
ρουφούσε λαίμαργα το τραύλισμα της λευτεριάς
που σπαρταρούσε μέσα στο στήθος σου
κι αγωνιούσε και παθαίνονταν κι έκανε
προσευχές, Χριστέ μου, να μη σωπάσεις.
Γιατί χρόνια και χρόνια σ’ αυτό τον τόπο
είναι στη μοίρα του ν’ ακούει αυτό το τραύλισμα
που δεν προφταίνει να γίνει φωνή
που δεν προφταίνει να γίνει φθόγγος
και μουσική αναστάσιμη.
Γιατί χρόνια και χρόνια
στην κρίσιμη στιγμή
τα δολερά χέρια των τυράννων
υπογράφουν το διάταγμα της σιγής σου.
Μοιρολόι
Θεμιστοκλής Ακριτίδης
Μικρός τύμβος (Νικηφόρος Βρεττάκος)
Δίχως τουφέκι και σπαθί, με το ήλιο στο μέτωπο,
υπήρξατε ήρωες και ποιητές μαζί. Είστε το Ποίημα.
Απλώνοντας το χέρι μου δεν φτάνει ως εκεί
που ωραία λουλούδια τις μορφές σας
Λιτανεύει ο αέρας της αρετής. Ω παιδιά μου,
Μπροστά σ’ αυτό το ποίημα μετράει μόνο η σιωπή.
17 Νοέμβρη 1973Τάσσος
Άλλη οικογένεια δέντρων (Νίκος Συμεωνίδης)Εγώ δεν ήξερα,εγώ δεν είδα τίποτα.Εκείνη την εποχή κοίταγα τη δουλειά μου μόνοκι άκουγα ροκ μουσική.Δεν ήθελα μπλεξίματα με τη Χούντα.Κι αυτοί δε με πείραξαν.Αυτά λες κι εγώ φοβάμαι,φοβάμαι που είμαι ο σπόρος σου.Τι δέντρο άραγε είμαι;Τι δέντρο ήσουν;Ποιο είναι το δικό μας δάσος, πατέρα;
Μνήμη ΙΙ – Κατάθεση ΣτεφάνουΒάσω Κατράκη
Άλλη οικογένεια δέντρων (Νίκος Συμεωνίδης)
Η λευτεριά (Μαίρη Τρανάκα)
Η λευτεριά είναι ζωή.
Και είναι η ψυχή του λεύτερου αδέσμευτη
και είναι το πνεύμα του καθάριο και λυτό.
Και είναι σε θέση να
συγκρατεί τον εαυτό του
και όχι να σκύβει δουλικά
στους μισητούς δεσπότες το κεφάλι.
Τη λευτεριά ο άνθρωπος
τη φέρνει μέσα του .
Δε μπαίνει το πνεύμα στη φυλακή.
Δε σαπίζουν οι ιδέες στα σίδερα.
Δεν πιάνεται ο αετός στην αιχμαλωσία,
είναι πάντα λεύτερος,
έτσι γεννιέται κι έτσι πεθαίνει.
Ο Διομήδης Κομνηνός στην άσφαλτο
Τάσσος
Στον Διομήδη Κομνηνό (Δημήτρης Ραβάνης-Ρέντης)
Βεβαίως,
είχε βεβαρυμένο παρελθόν ο Διομήδης.
Πέντε χρονών, στους ώμους του πατέρα του
φώναζε για λευτεριά στην Κύπρο,
δέκα χρονών, ξυπόλυτος,
με μια φέτα ψώμι στην τσέπη,
βάδιζε στην πορεία της ειρήνης,
στα δώδεκα ζητούσε δημοκρατία.
Στα δεκαεπτά
μ’ ένα πλακάτ στο χέρι:
ψωμί – παιδεία – ελευθερία.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ’ τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ‘ ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα ‘ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς.
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ’ τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!
Πολυτεχνείο
Νίκη Καραγάτση
Πολυτεχνείο (Γιώργης Κρόκος)
Πολυτεχνείο, υψώθηκες της
Ρωμιοσύνης κάστρο
στην ποτισμένη δάκρυα,
ματοβαμμένη γη.
Σ’ είδε η Ελλάδα η ξάγρυπνη στον
ουρανό της άστρο
κι άνοιξες θύρα, για να μπει της
λευτεριάς η αυγή.
Στη μνήμη των θυμάτων του Πολυτεχνείου
Μέμος Μακρής
Αντί στεφάνου (Κοραλία Θεοτοκά)
Ποια απάντηση, ποιος χτύπος στο κοιμισμένο στήθος σου αγόρι
γαζωμένο από τις σύγχρονες μηχανές σε σχήμα χελιδονιού
άγγελε με χλωρή γενειάδα κάτω από τις ερπύστριες
συνείδηση βαμμένη στον τοίχο και στις πέτρες
σώπασες τ’ όνομά σου μες στη βοή της λάσπης
περιστέρι μπροστά στα ηλεκτροφόρα σύρματα
με το σύνθημα της δικαιοσύνης στο χώμα.
Με το τραγούδι χαιρετίζω όσους μοχθούν
για τη ζωή, όχι στο χαμό της
για την τροφή, όχι τη στέρηση της
για τη γνώση, με τη γνώση
ενάντια στις αριθμομηχανές των κρεάτων
ενάντια στον οργασμό της κατανάλωσης
ενάντια στις τρομερές λυχνίες της δισχιλιετηρίδας.
Θα ‘ρθει ένας κόσμος χλόης αγόρι
και θα δουλεύουμε στη μοιρασιά των λουλουδιών.
Φοιτήτρια του '73
Νίκος Αίμα
Το τέρας του φασισμού (Νίκος Συμεωνίδης)
Ξαναβγήκε το τέρας του φασισμού,
το είδα στην Ομόνοια
να κλωτσάει τον πάγκο ενός Πακιστανού μικροπωλητή,
το είδα να βρίζει έναν Αλβανό εργάτη,
στη διπλανή οικοδομή,
το είδα να κρατά το βρώμικο μαχαίρι του,
κάθετα στο στήθος τού τραγουδιστή,
στο Κερατσίνι.
Ναι,
το είδα να με κοιτάει απαξιωτικά γιατί,
κάπως ήμουν, λέει,
κάπως του φάνηκα μ΄ αυτά τα ρούχα,
διαφορετικός,
και δε με αντέχει, λέει.
Ξαναβγήκε το τέρας του φασισμού
αλλά εγώ δε φοβάμαι,
δε φοβάμαι, όσο εσύ δεν το ταΐζεις.
Δε φοβάμαι,
γιατί αυτά τα τέρατα, αν δεν τρώνε μυαλά,
δεν τρώνε τίποτα
και ψοφάνε σε μια στιγμή.
Κάτω ο φασισμός
Γιάννης Τσαγκάρης
Ένα παιδί αφηγείται (Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής)
Ναι, έρχομαι από ΕΚΕΙ.
Τι μέρα είναι σήμερα;
Απ' την Τετάρτη μπήκα μέσα.
Τι να σας πω;
Κόσμος πολύς στα κάγκελα, στον δρόμο, στην αυλή,
στα κάγκελα δεμένα χέρια,
χέρια, πλακάτ, κεφάλια, όπλα,
τι να σας πω;
Και βέβαια είχε αίμα...
Μα, ναι... Ήμουνα ΕΚΕΙ.
Τι να σας πω;
Δυο χιλιάδες; Τρεις χιλιάδες;
κι άσε τους έξω...
Όχι, το αίμα δεν είναι δικό μου.
Βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ
απ' την Τετάρτη... ή την Τρίτη;
Στα κάγκελα δεμένα χέρια, πρόσωπα, πλακάτ,
με το φορείο φέραν μια κοπέλα.
Όχι, δεν ξέρω πόσων χρονών.
Όχι, δε φαινότανε το πρόσωπό της.
Όχι, σας λέω, το αίμα δεν είναι δικό μου...
Τι σας έλεγα; Για την κοπέλα.
Όχι, δεν ξέρω πώς τη λένε.
Ναι, ήμουνα ΕΚΕΙ.
Κανείς δεν ήθελε να φύγει.
Τα τανκς στεκόντουσαν στην πόρτα,
έξω απ' τα κάγκελα,
όχι, μέσα απ' τα κάγκελα,
όχι... έξω...
Μα, βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ.
Τι να σας πω;
Όχι, δεν θέλω επίδεσμο, το αίμα δεν είναι από μένα..,
Δύο φαντάροι μ' έκρυψαν σ' ένα σκουπιδοτενεκέ
Χέρια δεμένα στις ερπύστριες,
μάτια, μαλλιά,
τα μάτια στα κάγκελα,
ανάμεσα στα κάγκελα...
Μόνο να ξημερώσει, λέγαμε...
Και βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ.
Πώς να τα πω με τη σειρά;
Πέρασαν κι άλλοι από δω;
Κάτι κορίτσια, κάτι αγόρια...
Και βέβαια είχαμε νεκρούς.
Τι θα πει «πόσους;»
Όχι, το αίμα δεν είναι δικό μου,
δε θέλω επίδεσμο...
Με συγχωρείτε, πρέπει να πηγαίνω,
η μάνα μου θ' ανησυχεί.
Τι να σας πω;
Δεν ξέρω...
Μα ναι...
ήμουνα ΕΚΕΙ...
Τρίτο στεφάνι
Αλέξης Ακριθάκης
51 χρόνια μετά (Νίκος Συμεωνίδης)
51 χρόνια μετά
κι εκεί που νόμιζες ότι
βρήκες μια στεριά κι έναν ήλιο να στεγνώσεις,
νάσου και πάλι οι βδέλλες
τρυπάνε τα αυτιά σου,
παίρνουν τη θέση του μυαλού σου.
Φασισμό τις λένε.
Έχουν κι άλλα ονόματα,
λαμπερά απ΄ έξω.
Από τον Νοέμβρη του ΄73
στον Νοέμβρη του ΄24.
51 χρόνια μετά
κι εκεί που νόμιζες ότι
τα παιδιά θα μάθουν να λένε τραγούδια της λευτεριάς,
απλά και όμορφα και με αγάπη στην καρδιά,
αυτά κρατάνε σημαίες με χρυσά γράμματα
και ακαταλαβίστικα σύμβολα της ψευτιάς και της υποταγής.
Κι εσύ κοιτάζεις απ' το χθες και λες:
Άξιζε;
Άξιζε, Νεκρέ.
Γιατί τίποτα δεν τελείωσε ακόμη.
Μισός αιώνας είναι λίγος καιρός.
Και δε φτάνει.
Δε φτάνει να ξεδιψάσει η ψυχή,
να ψηλώσει το δέντρο,
να γίνει το άνθος καρπός.
Από τον Νοέμβρη του ΄73
στον Νοέμβρη του ΄24.
17 Νοέμβρη
Πάρις Πρέκας
16 και 17 Νοέμβρη 1973 (Γιάννης Ρίτσος)
Αθήνα 16 Νοεμβρίου 1973
Ωραία παιδιά, με τα μεγάλα μάτια σαν εκκλησίες χωρίς στασίδια.
Ωραία παιδιά, δικά μας, με τη μεγάλη θλίψη των αντρείων,
Αψήφιστοι, όρθιοι στα προπύλαια, στον πέτρινο αέρα,
Έτοιμο χέρι, έτοιμο μάτι, - πως μεγαλώνει
το μπόι, το βήμα και η παλάμη του ανθρώπου;
17 Νοεμβρίου
Βαριά σιωπή, διάτρητη απ’ τους πυροβολισμούς,
πικρή πολιτεία,
αίμα, φωτιά, η πεσμένη πόρτα, ο καπνός, το ξύδι-
ποιος θα πει : περιμένω απ’ το μέσα μαύρο;
Μικροί σκοινοβάτες με τα μεγάλα παπούτσια
μ΄ έναν επίδεσμο φωτιά στο κούτελο
κόκκινο σύρμα, κόκκινο πουλί,
και το μοναχικό σκυλί στ’ αποκλεισμένα προάστια
ενώ χαράζει η χλωμότερη μέρα πίσω
απ’ τα καπνισμένα αγάλματα
κι ακούγεται ακόμη η τελευταία κραυγή διαλυμένη
στις λεωφόρους.
Πάνω απ’ τα τανκς, μέσα στους σκόρπιους πυροβολισμούς
πώς μπορείτε λοιπόν να κοιμάστε;
Δες κι αυτό: