Πέμπτη 7 Μαρτίου 2024

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μάϊου 1453


29 Μαΐου 1453.
Τα οθωμανικά στρατεύματα υπό τον σουλτάνο Μωάμεθ Β’ κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη μετά από πολιορκία 53 ημερών, δίνοντας τέλος στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η πολιορκία διήρκεσε από τις 6 Απριλίου έως την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453.
Με την άλωση της Πόλης, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία χάνεται και στη θέση της μια νέα αυτοκρατορία, η Οθωμανική, εξαπλώνεται.


Ιστορικά γεγονότα
Εκείνη την εποχή η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ήταν περιορισμένη, κυρίως, στην περιοχή γύρω από την Κωνσταντινούπολη και σε κάποιες σκόρπιες περιοχές, όπως το Δεσποτάτο του Μυστρά. 
Το Βυζάντιο ήταν εξασθενημένο και διαιρεμένο τους τελευταίους δύο αιώνες. 


Η Άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους και αργότερα, μετά την επανάκτησή της το 1261, οι πολιτικές και θρησκευτικές συγκρούσεις, η αδυναμία βοήθειας από την Δύση, η άσχημη οικονομική κατάσταση και η φυγή ανθρώπινου δυναμικού, οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση και συρρίκνωση του κράτους. 


Από τις αρχές του 1453 ο Μωάμεθ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. 
Με έδρα την Ανδριανούπολη συγκρότησε στρατό 150.000 ανδρών και ναυτικό 400 πλοίων. 


Το πυροβολικό του Οθωμανικού στρατού ήταν ό,τι πιο σύγχρονο για εκείνη την εποχή και ιδιαίτερα το τεράστιο πολιορκητικό κανόνι, η Μπομπάρδα, που είχε φτιάξει ο Ούγγρος μηχανικός Ουρβανός.


Στις 7 Απριλίου, ο σουλτάνος έστησε τη σκηνή του μπροστά από την Πύλη του Αγίου Ρωμανού και κήρυξε επίσημα την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης.
Ο αγώνας ήταν άνισος για τους Βυζαντινούς, που είχαν μόλις 7.000 άνδρες, οι 2.000 από τους οποίους μισθοφόροι, κυρίως Ενετοί και Γενουάτες.


Ο περισσότερος κόσμος είχε εγκαταλείψει την Πόλη.
Στην Πόλη είχαν απομείνει περίπου 50.000 κάτοικοι που είχαν χάσει το ηθικό του και πεινούσαν.
Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος έκανε πολλές προσπάθειες ζητώντας βοήθεια από τους δυτικούς.


Ο Πάπας έβαλε και πάλι ως όρο την Ένωση των Εκκλησιών, αλλά αποδέχθηκε το αίτημα του αυτοκράτορα να στείλει στην Κωνσταντινούπολη ιερείς, προκειμένου να πείσουν τον λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης.  
Οι απεσταλμένοι του Πάπα λειτούργησαν στην Αγία Σοφία προκαλώντας την αντίδραση του κόσμου, που ξεχύθηκε στους δρόμους.


Ο κόσμος ήταν γεμάτος μίσος για τους Λατίνους γιατί δεν είχε ξεχάσει τη βαρβαρότητα που επέδειξαν οι Σταυροφόροι στην πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, ενώ δεν εμπιστεύονταν τους Βενετούς και τους Γενοβέζους που εκμεταλλεύονταν και καταπίεζαν τους κατοίκους της Αυτοκρατορίας.
Αντίθετα, πολλοί πίστευαν ότι οι Οθωμανοί συμπεριφέρονταν καλύτερα προς τους χριστιανούς. 
Η Βασιλεύουσα περιβαλλόταν από ξηράς με διπλό τείχος με τάφρο και από τη θάλασσα με ψηλά τείχη. 


Το τείχος αυτό, που επί 1000 χρόνια είχε βοηθήσει την Κωνσταντινούπολη να αποκρούσει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις των εχθρών της, τώρα κυνδύνευε από το πυροβολικό του σουλτάνου, που από τις 12 Απριλίου άρχισε καθημερινούς κανονιοβολισμούς.


Οι Τούρκοι προσπάθησαν πολλές φορές να σπάσουν την αλυσίδα που έφραζε τον Κεράτιο κόλπο και προστάτευε την ανατολική πλευρά της Κωνσταντινούπολης. 
Στις 20 Απριλίου ένας μικρός στόλος με εφόδια υπό τον πλοίαρχο Φλαντανελλά κατορθώνει να διασπάσει τον τουρκικό κλοιό μετά από φοβερή ναυμαχία και να εισέλθει στον Κεράτιο, αναπτερώνοντας τις ελπίδες των πολιορκούμενων.


Ο Μωάμεθ κατάλαβε αμέσως ότι μόνο το πυροβολικό του δεν έφθανε για την εκπόρθηση της Πόλης, εφόσον παρέμεινε απρόσβλητος ο Κεράτιος. 
Με τη βοήθεια ενός ιταλού μηχανικού κατασκεύασε δίολκο και τη νύχτα της 21ης προς την 22α Απριλίου, περίπου 70 πλοία σύρθηκαν από τον Βόσπορο προς τον Κεράτιο. 


Έτσι κατάφεραν να περάσουν τα πλοία τους πάνω από την στεριά και να τα ρίξουν μέσα στον Κεράτιο κόλπο.


Η κατάσταση για τους πολιορκούμενους έγινε πλέον απελπιστική, καθώς έπρεπε να αποσπάσουν δυνάμεις από τα τείχη για να προστατεύσουν την Πόλη από την πλευρά του Κεράτιου, όπου δεν υπήρχαν τείχη.
Η τελική έφοδος των Οθωμανών έγινε το πρωί της 29ης Μαΐου 1453 από μια μικρή πύλη των τειχών, την κερκόπορτα, που βρέθηκε ανοιχτή. 


Κατά χιλιάδες οι στρατιώτες του Μωάμεθ όρμησαν στη σχεδόν ανυπεράσπιστη πόλη και την κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες.
 

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που νωρίτερα απέκρουσε με υπερηφάνεια τις προτάσεις συνθηκολόγησης του Μωάμεθ, έπεσε ηρωικά μαχόμενος. 


Αφού έσφαξαν τους υπερασπιστές της Πόλης, οι Οθωμανοί Τούρκοι προέβησαν σε εκτεταμένες λεηλασίες και καταστροφές.
Το βράδυ ο Μωάμεθ ο πορθητής, μπήκε πανηγυρικά στην Αγία Σοφία και προσευχήθηκε στον Αλλάχ.


Μετά την τριήμερη σφαγή και αιχμαλωσία χιλιάδων Ελλήνων, έπεσε ερημιά στην Πόλη. Παντού υπήρχαν Τούρκοι που κατέστρεφαν, άρπαζαν, έπιναν και πανηγύριζαν. 
Η νέα θρησκεία ήρθε να επιβάλει το πιστεύω της με τη βία.
Παρά όμως τη νίκη του, ο Σουλτάνος αμέσως μετά κατάλαβε ότι το Ορθόδοξο Έθνος έπρεπε να υπακούει σε έναν δικό του θρησκευτικό ηγέτη, εκτός της Τουρκικής διοίκησης. 
Διάλεξε τον Γεώργιο Σχολάριο ή Γεννάδιο, ο οποίος είχε πωληθεί σαν σκλάβος. Αφού τον απελευθέρωσε τον τοποθέτησε σαν Πατριάρχη, εξασφαλίζοντας ότι έτσι δε θα ξεσηκώνονταν οι Βυζαντινοί εναντίον του Σουλτάνου. 


Από τους κατοίκους της πόλης ελάχιστοι κατάφεραν να επιζήσουν, κρυμμένοι σε άθλια μέρη, επιδιώκοντας να αποφύγουν όσο περισσότερο γίνεται την επαφή με τον κατακτητή. 
Μια σειρά από ταπεινωτικά διατάγματα θα οδηγήσουν σε εξαθλίωση και μια ζωή όλο ταπεινώσεις. 
Τότε ο Ελληνισμός άρχισε να τραγουδά :
«Η Δέσποινα ταράχθηκε και δάκρυσαν οι εικόνες.
Σώπασε Κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις
Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα 'ναι».

Ας δούμε το παρακάτω βίντεο.