Σάββατο 4 Μαΐου 2024

Πάσχα στην παλιά Ελλάδα


Το Πάσχα γιορτάζεται εδώ και εκατοντάδες χρόνια σε όλη την Ελλάδα κι όπου υπάρχουν Έλληνες.
Το λέγαν Λαμπρή, γιατί είναι η πιο λαμπρή γιορτή. 
Όλοι μαζεύονταν στο γιορτινό τραπέζι, χόρευαν, τραγουδούσαν, γελούσαν, έτρωγαν και εύχονταν «Χριστός Ανέστη».
Τα ήθη και τα έθιμα τηρούνταν κι έτσι πέρασαν από γενιά σε γενιά, μέχρι τις μέρες μας.
Άλλα από αυτά, ταιριαστά με τη σύγχρονη ζωή, άλλα, παράταιρα κι αταίριαστα, φέρνουν στο μυαλό άλλες εποχές κι άλλες συνήθειες.
Μένουν όμως οι αναμνήσεις και οι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες να μας θυμίζουν εκείνους τους παλιούς καιρούς που τα αγαθά δεν ήταν πολλά, αλλά η αγάπη και η χαρά περίσσευαν.


Χριστός Ανέστη
(Γ. Βερίτης)

Καμπάνες αναστάσιμες χτυπούν αλαργινά
και μες στο ροδοφέγγισμα της χαραυγής τ' Απρίλη,
κάποιο αχολόγημα γλυκό κι ανάλαφρο περνά.
Πηδά η ψυχή μου σαν πουλί στα τρέμοντά μου χείλη,
κι ένα ψαλμό πασχαλινό χαρούμενη αρχινά.


Ανάσταση
(Ρώμος Φιλύρας)

Κεντάει δέντρα στ' ολόκρουστο πανί, κεντά κι αηδόνια:
να κελαηδούν κάθε πρωί, να κλαίνε κάθε βράδυ.
κεντάει τα με τα κόκκινα μπουμπούκια πελαργόνια
και στα τελάρα των βραγιών κεντά ο Απρίλης ρόδα.

Κι έτσι στολίζει τ' άνθινα σπίτια του -τα περβόλια-
που ο κουρσάρος ως τα χτες εγύμνωσε ο χειμώνας .
και τώρα μες στην άνοιξη που ο Λυτρωτής υψώθη
ύμνο θα λένε του οι ανθοί, που δε θ' ακούς, Απρίλη.


Ανάσταση
(Στέλιος Σπεράντσας)
 
Και γέμισε χαρά,
λουλούδισε η ψυχή μου σαν το κρίνο.
Κι ανοίγω της λαχτάρας τα φτερά,
ψηλά μες στης αυγής τα φωτερά
γαλάζιο ένα αστροφώς κι εγώ να γίνω.
Ανάσταση. 
Τα σήμαντρα χτυπούν.
Κι όλα τα δένδρα ανθίζουν πέρα ως πέρα.
Στον κόσμο αυτό ας μάθουν ν᾿ αγαπούν
όσοι το μίσος έσπειραν κι ας πουν
"Χριστός Ανέστη ετούτη την ημέρα".


H μετάνοια
(Γεώργιος Δροσίνης)

Νύχτα του Πάσχα. Σφαλιστοί στη φυλακή,
στο ίδιο κελί κ’ οι δυο: από δίκαιη κρίση,
φονιάς ο ένας∙ τον άλλο είχεν αδικήσει
του νόμου η πλάνη, αθώο τον έριξαν εκεί!

Χριστός Ανέστη! Ακούγεται ξάφνου η ψαλτική
κι ολόχαρη η καμπάνα απ’ το ξωκλήσι.
και του φονιά το μάτι έχει δακρύσει ,
γελά του αθώου η όψη εκστατική.

Και τότε στο κελί περιχυμένο
με φως μύριων λαμπάδων είδαν το Χριστό…
«Ήρθα για σε!» είπε στο μετανοιωμένο.

Και μ’ ένα κίνημα της τρυπημένης
παλάμης, είπε στον αθώο γονατιστό:
«Αθώος εσύ, μπορείς να με προσμένεις».


Ήρθε η Πασχαλιά
(Χάρης Σακελλαρίου)

Ήρθε η πασχαλιά!
λένε τα πουλιά
πάνω στα κλαδάκια.
Ήρθε η πασχαλιά
λεν όλο χαρά
και τα λουλουδάκια.

Ήρθε η πασχαλιά!
Λέει, καθώς κυλά
και το ποταμάκι.
Ήρθε η πασχαλιά!
και τσουγκρίζει αυγά
το μικρό παιδάκι.


Η ημέρα της Λαμπρής 
(Διονύσιος Σολωμός)

Καθαρότατον ήλιο επρομηνούσε
της αυγής το δροσάτο ύστερο αστέρι,
σύγνεφο, καταχνιά, δεν απερνούσε
τ’ ουρανού σε κανένα από τα μέρη
και από κει κινημένο αργοφυσούσε
τόσο γλυκό στο πρόσωπο τ’ αέρι,
που λες και λέει μες στης καρδιάς τα φύλλα:
Γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα.

Χριστός Ανέστη! Νέοι, γέροι και κόρες,
όλοι, μικροί – μεγάλοι, ετοιμαστείτε
μέσα στες εκκλησίες τες δαφνοφόρες
με το φως της χαράς συμαζωχτήτε
ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες
μπροστά στους Αγίους και φιληθείτε!
Φιληθείτε γλυκά, χείλη με χείλη,
πέστε Χριστός Ανέστη, εχθροί και φίλοι!

Δάφνες εις κάθε πλάκα έχουν οι τάφοι,
και βρέφη ωραία στην αγκαλιά οι μανάδες
γλυκόφωνα, κοιτώντας τες ζωγραφισμένες εικόνες, 
ψάλλουνε οι ψαλτάδες
λάμπει το ασήμι, λάμπει το χρυσάφι
από το φως που χύνουνε οι λαμπάδες
κάθε πρόσωπο λάμπει απ’ τ’ αγιοκέρι,
όπου κρατούνε οι Χριστιανοί στο χέρι.


Χριστός Ανέστη
(Αριστομένης Προβελέγγιος)

Χριστός Ανέστη! Ανοίγουν
κι υμνολογούν τα χείλη.
Εχθροί και φίλοι σμίγουν
και γίνοντ' όλοι φίλοι.
Χριστός στο θρόνο ανέβη
κι αγάπη βασιλεύει.

Ο θάνατος εχάθη
ο Άδης ενικήθη.
Αφάνησε τα πάθη
κι ενδόξως ανεστήθη
ο Λυτρωτής του κόσμου,
ο Πλάστης και Θεός μου.

Ημέρα δοξασμένη,
χαρμόσυνη, μεγάλη!
Η φύσις ανθισμένη,
"Χριστός Ανέστη" ψάλλει.
Κώδων χαράς σημαίνει,
χαρείτε, λυπημένοι!

Το μέγα Πάσχα σπέρνει
παντού χαρές, κι ελπίδες,
κόκκινα αυγά μας φέρνει
κι ολόχρυσες λαμπάδες
και ύμνους και τραγούδια!


Τ' Απρίλη 
(Στέφανος Μόρφης)

Τι ήσυχη που ήταν φέτος η Λαμπρή!
Θαρρείς πια πως δεν γιόρταζαν ανθρώποι:
πεταλουδένιοι εσταίνοντο χοροί
στα πούπουλα, κι ευώδιαζαν οι τόποι.

Και πάνου στη χαρά τους, δροσερή
σαν τη δροσιά τ' ανθού που δεν εκόπη,
πετούσαν το' να τ' άλλο για να βρει
του κάμπου τα πουλάκια -οι χαροκόποι.

Και μεις, ω εμείς! Ποιος έβγαλε μιλιά;
ποιανού 'χάρη η καρδιά την ώρα εκείνη,
και ποιος μέσα του επήρε την ειρήνη,

του απόξω κόσμου; Έτσι είπε μια φορά
κ' Εκείνος όταν βγήκε από το μνήμα,
κι οι ανθρώποι δεν τον ένιωσαν. Τι κρίμα!


Πασχαλιάτικη Χαρά
Ρένα Καρθαίου

Κόκκινο μεγάλο αυγό
έπεσε απ΄ τον ουρανό
κι ως το χώμα κάτω αγγίζει
τσακ, το τσόφλι του τσακίζει
και ξεχύνονται από μέσα
σαν μπαλίτσες με φτερά
κιτρινούλικα πουλάκια
πασχαλιάτικη χαρά
και τσίου-τσίου λεπτές φωνούλες μας μηνούνε:
«Χριστιανοί αναστήθηκε ο Χριστός μας κι έχει η άνοιξη φανεί».


Λαμπριάτικα μεσάνυχτα
(Νικόλαος Πετμεζάς-Λαύρας)

Πόσο μακριά μου σας θωρώ, λαμπριάτικα μεσάνυχτα,
που σαν πρωτάναψα μικρός χρυσόπλουμη λαμπάδα,
στα παιδιακίσια μάτια μου να' ρχουνται μπρος ορθάνοιχτα
τα ουράνια με τα Χερουβείμ και Σεραφείμ σα να 'δα.

Σα να 'δα Αγγέλων τάγματα να κατεβαίνουν κ' ύστερα
μέσα στα ροδοσύννεφα, στα αιθέρια πάνου πλάτια,
να συνεπαίρνουν το Χριστό κοπάδια ασπροπερίστερα
κ' εκείνος με χαμόγελο να με κοιτάει στα μάτια.


Χριστός Ανέστη
Φάνης Παπαγεωργίου

Χριστός Ανέστη! Σήμερα, κάθε διχόνοια σβήνει.
Φούντωσε μέσα στις καρδιές ξανά η καλοσύνη
κι αδερφικά το χέρι του ο ένας στον άλλο δίνει.
Κάθ' αίσθημα ξεχάστηκε, μικρό και ταπεινό
και της αγάπης-ω χαρά! -επρόβαλε τ' αγνό
τ' αστέρι το πεντάχτινο, και πάλι φωτεινό.


Επιτάφιος
(Στέλιος Σπεράντσας)

Νύχτα μυρωμένη
μ' Απριλιού δροσούλα.
Το φτωχό εκκλησάκι
λάμπει στην κορφούλα.

Μέσα ο Επιτάφιος
Του Χριστού και πλάι
ο παππάς σκυμμένος
ψαλμωδίες σκορπάει.

Λουλουδιών ολούθε
μυρωδιά χυμένη.
Κι η μικρή καμπάνα
θλιβερά σημαίνει.

Ήσυχος ο κάμπος
κι όλη γύρω η φύση
καρτεράει το ξύδι
λες να προσκυνήσει.

Μα το θείο το ξύδι
να, προβαίνει τώρα.
Από τα κεράκια
λάμπει η κατηφόρα.

Και γλυκιές παιδούλες
ψέλνουνε τριγύρα:
«Έρραναν τον τάφο
μυροφόρες μύρα».


Χριστός Ανέστη
(Σαράντος Γ. Κωτσαρίδης)

Ήλιος βγαίνει στο βουνό
λες το φως το γιορτινό.
"Καλό Πάσχα!" λέει σ' όλους
και στη γη, σ' ουράνιους θόλους.

Και τ' αγέρι σιγανό
σε καθένα χριστιανό
"Καλό Πάσχα!" μουρμουρίζει
τις χαρές μας ανεμίζει.

Κάθε ανθρώπινη ψυχή
σ' όλους στέλνει την ευχή
κι όλοι λεν: "Χριστός Ανέστη!"
-Την ευχή, παιδάκι πέστη.


Ο χορός της Λαμπρής
(Κώστας Κρυστάλης)

Σήμερα γιορτή μεγάλη, σήμερα Λαμπρή,
σφάζουν σήμερα και ψένουν φυλαγμέν' αρνιά,
ράβουνε καινούργια ρούχα και στολίζονται,
κι όθε απαντηθούν φιλιούνται και αγκαλιάζονται.
σήμερα στα μεσοχώρια όλα αστράφτουνε
εμορφάδες και στολίδια, κι' όλ' αντιλαλούν
από τα γλυκά τραγούδια που χορεύουνε.
Ροβολούν τα παλικάρια, λεβεντόπαιδα
μ' άρματ' αργυρά στη μέση και με χαϊμαλιά,
ροβολούν κ' οι μαυρομάτες, ρούσες κ' έμορφες
λυγερές σαν κυπαρίσσια, σαν μηλιές γλυκιές,
σαν Ξωθιές και σαν Νεράιδες, που λαμποκοπάν
στο λαχούρι, στο μετάξι και στο μάλαμα.

Πιάνοντ' όλοι χέρι χέρι. Τα τραγούδια τους
και τις πέτρες ζωντανεύουν. Γύρω οι γέροντες
καθισμένοι αράδα-αράδα τους κοιτάζουνε
και γλυκά τους καμαρώνουν και κρυφά-κρυφά
ζευγαρώνουν κάθε νιο με κάθε κόρη τους,
κι ο χορός και το τραγούδι πάν'αδιάκοπα.
Λυγερές και παλικάρια σειούνται και λυγούν
και στους κύκλους οπού πλέκουν αγναντεύονται
και κρυφά γλυκοτηριούνται και γνωρίζονται,
κάθε κόρη τον καλόν της, κάθε νιος τη νια.
Όλες οι ματιές ταιριάζουν,κι όλες οι καρδιές
ώρα μ' ώρα ζευγαρώνουν και κρυφομιλούν.
Κι ο χορός και το τραγούδι πάν' στρωτά-στρωτά.


Οι πόνοι της Παναγίας
(Κωστής Βάρναλης)

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάζεις.
Ξαίρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά θε να σπαράζεις.

Συ θάχεις μάτια γαλανά, θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό,
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω, την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ,
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…

Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τα’ ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις,
θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είν’αλήθεια πιο χρυσή, σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.


Πάσχα
(Σήφης Κόλλιας)

Άστραψε και λαμποκόπησε η γη
και σφράγισε η Ανάσταση το Λόγο
φτερούγισε η ανθρώπινη ψυχή,
γοργόφτερο ταξίδεψε πουλί
στο λόγγο της ζωής όπου εδοξάστη
ευχαριστώ Σε λυτρωτή και πλάστη.

Μίση και πλάνες αν δεν έσβησαν μεμιάς
η σκέψη καταδίκασε το ψέμα
κι αναγεννήθηκεν ο κόσμος της χαράς
κι αγώνες για το λυτρωμό μες στης καρδιάς
τα βάθη, συγκλονίσανε τα στήθια,
καινούργιος ήλιος έλαμψε η αλήθεια.

Ω στην Ανάστασή σου δέξου με Χριστέ,
εμένα τον αμαρτωλό που κλαίω
τώρα στα πόδια σου σκυφτός όσο ποτέ,
κι ας ήταν ουρανόσταλτε Κλιτέ
στην Ικεσία ν'ακούσεις του αποστάτη
που'ναι Νυμφίε μου, μόνη κι Υστάτη.


Πάσχα
(Μιχάλης Χελιώτης)

Το μήνυμα το φέρανε χιλιάδες χελιδόνια,
στο φέγγος ταξιδέψανε και στη γαλάζια μέρα
προσφέροντας την άνοιξη με τ'ανθισμένα κλώνια,
και Πάσχα,Πάσχα απλώθηκε στον κόσμο πέρα ως πέρα.

Ο δρόμος σπάρθηκε με φως,το Πάσχα να περάσει
να'ρθει στον κόσμο,κ'οι καρδιές ν'ανθίσουνε σα γιούλια,
τ'αστέρια πέσανε στη γη και γίνανε γιορτάσι
και το χορό των αστεριών τον σέρνει πρώτη η πούλια!

Πάσχα,μοσχοβολήσανε,οι ρεματιές,τα δάση,
και τα καλύβια των φτωχών γινήκανε παλάτια.
Πάσχα γιορτάζουν οι βοσκοί,Πάσχα γλεντάει η πλάση
και μιας φλογέρας ο σκοπός φέρνει δροσιά στα μάτια.

Τόση χαρά πώς να την πιεις,με το χρυσό ποτήρι;
Πώς να την πιεις, να την χαρείς και δίχως να μεθύσεις;
Ακάλεστοι βρεθήκαμε στο Θείο πανηγύρι.
-Καλό ταξίδι, λογισμέ, και πίσω μη γυρίσεις.


Μαγδαληνή
(Νίκος Καζαντζάκης)

Ω! Κύριε, εγώ 'μαι που έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ' ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ 'μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ' έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ' αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
τον Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη.


Μεγάλο Σάββατο
(Γιώργος Σεφέρης)

Αύριο Λαμπρή.
Βρέχει αλλά δε θα 'χουμε γραφείο.
Τ’ αρνιά, στο φούρνο, μου θυμίζουν
ένα απέραντο βρεφοκομείο.


Λαμπρή
Γεράσιμος Μαρκοράς

Χριστὸς Ανέστη σήμερα κάνουν εχθροὶ και φίλοι.
στην αναγάλλιαση της γης,
έλα να σμίξωμε κ’ εμείς,
παρθένα ωραία, τα χείλη!

Είν’ άγιο τέτοιο φίλημα. θα το ζητάω με θάρρος,
όσες φορές, αγαπητή,
και δίχως να 'ναι η σημερνή,
ξαναπατιέται ο Χάρος.

Σα δε σε βλέπω είμ’ άψυχος, αλλά ποτέ δε βγαίνει
εις τον ορίζοντα το φως,
δίχως να σ’ έχω πάλε ομπρὸς
και ανάσταση να γένει.

Να τη γιορτάσεις θέλοντας, αγνή μου περιστέρα,
πρέπει, ως ορθόδοξη καλή,
σ' εμὲ του Πάσχα το φιλί
να δίνεις κάθε μέρα.


Η Λαμπρή
(Στέλιος Σπεράντσας)

Νάτην η λαμπρή με τα λουλούδια.
Κόψετε παιδιά την πασχαλιά
κι όλα με χαρές και με τραγούδια
τρέξετε ν᾿ αλλάξωμε φιλιά.
Σήμαντρα γλυκά βαρούν ακόμα
και μοσχοβολούν οι εκκλησιές,
μόσχος τα φιλιά στο κάθε στόμα,
τα φιλιά της άνοιξης δροσιές.
Πάμε να στρωθούμε στο χορτάρι
και τ᾿ αρνί μας ψήνεται σιγά.
Και με της Ανάστασης τη χάρη
φέρτε να τσουγκρίσουμε τ᾿ αυγά.


Πάσχα στη Ρούμελη
Αλέξανδρος Μπάρας

«Χριστός Ανέστη»! Κι άναψες τη λαμπάδα σου
κι εσκέπασε το πρόσωπό σου χρυσό μαντήλι.
Το τρυπάνε τα δυο μάτια σου
βρεγμένα, λαμπερά, γλυκύτατα.
Τα χείλη σου προσφέρουν τον Απρίλη…


Πασχαλινή εικόνα
(Νίκος Καμβύσης)

Μικρό εκκλησάκι
εν τω όρει των Αμώμων,
Να ψέλνουν ταπεινά καλογριούλες
Το «κύματι θαλάσσης»,
να ευωδιάζει γύρω το θυμάρι
και τ’ ανθισμένα σφάλαχτα
-λαμπάδες ξωτικές
κίτρινο φως περιλουσμένες.
«Χριστός ανέστη εκ νεκρών»
ν’ αντιλαλούνε οι πλαγιές τριγύρω.
Φλόγινα σήματα Σταυρών
να γράφουν στο σκοτάδι
άσπρα κεριά των Χριστιανών .
κι ουράνιο φέγγος να εισορμά
στα βλέμματα των κουρασμένων.
«Θανάτω θάνατον πατήσας».
Και ν’ αφουγκράζεται την ψαλμωδία σιωπηλός
και ολοζώντανος, θαρρείς, ανάμεσό μας
ο Όσιος Εφραίμ…
Μάρτιος. Και κτήτωρ της Μονής
Εν έτει χίλια επτακόσια τόσο…
«Δια χειρός Φωτίου Κόντογλου ιστορημένος»…


Το Τραγούδι του Σταυρού
(Κωστής Παλαμάς)

Κ’ έγυρ’ Εκείνος το άχραντο κεφάλι και ξεψύχησε
στο μαύρο το κορμί μου απάνου·
άστρα γινήκαν τα καρφιά του μαρτυρίου του, άστραψα
κι από τα χιόνια πιο λευκός τα αιώνια του Λιβάνου.

Οι καταφρονεμένοι μ’ αγκαλιάσανε
και σα βουνά και σα Θαβώρ υψώθηκαν εμπρός μου·
οι δυνατοί του κόσμου με κατάτρεξαν
γονάτισα στον ήσκιο μου τους δυνατούς του κόσμου.

Τον κόσμο αν εμαρμάρωσα, τον κόσμο τον ανάστησα,
στά πόδια μου άγγελοι οι Καιροί, γύρω μου σκλάβες οι Ώρες.
Δείχνω μια μυστική Χαναάν στα γαλανά υπερκόσμια·
μα εδώ πατρίδες πάναγνες είσαστ’ εσείς, τρεις Χώρες!

Ω πρώτη εσύ, Ιερουσαλήμ! του βασιλιά προφήτη σου
μικρή είν’ η άρπα για να ειπή τη νέα μεγαλωσύνη.
Του Σολομώντα σου ο ναός μ’ αντίκρυσε, και ράγισε·
καινούργια δόξα ντύθηκαν της Ιουδαίας οι κρίνοι.

Κ’ ύστερα υψώθηκα σ’ εσένα, ω Πόλη, εφτάλοφο όραμα,
κ’ έγινα φως των ουρανών, το θάμα του Ιορδάνη,
τους Κωνσταντίνους φώτισα και τους Ηράκλειους δόξασα,
και τρικυμίες δεν έσβησαν εμέ, μηδέ Σουλτάνοι.

Και ύστερα, ταξιδευτής, ήρθα σ’ εσένα, ασύγκριτη,
Αθήνα, των ωραίων πηγή, των εθνικών κορώνα,
τον άγνωστο έφερα Θεό, και, απόκοτος, αψήφησα
την πολεμόχαρη Παλλάδα μεσ’ τον Παρθενώνα.

Και γνώρισα τους ιλαρούς θεούς και στεφανώθηκα
την αγριλιά της Αττικής, τη δάφνη απ’ την Ελλάδα,
και ω λόγος πρωταγροίκητος! του Γολγοθά το σύγνεφο
πήρε την άσπρη ομηρική του Ολύμπου λαμπεράδα.

Τα είδωλα τ’ αφρόντιστα και τα πασίχαρα έφυγαν,
αλλ’ ούτε πια μεθάει τη γη το ασκητικό μεθύσι,
ας λάμπη η μυστική χαρά στα γαλανά υπερκόσμια·
ειν’ εδώ κάπου μια ζωή, και είν’ άξια για να ζήσει.

Με τα κλαδιά της φοινικιάς νέα ωσαννά λαχτάρισα
σ’ εσένα, ω Γη Πανάγια και ω πρώτη μου πατρίδα.
Σ’ εσέ γυρνώ, Ιερουσαλήμ, κ’ ένα τραγούδι φέρνω σου·
Είναι πλασμένο από ψυχή και από φωνή Ελληνίδα!


Εσπερινός της αγάπης
(Γιάννης Βαρβέρης)

Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει. 
Σταθμός Πελοποννήσου 
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι 
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα. 
Είμαστε γέροι πια κι οι δυο 
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα πιο γέρος. 
Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας; 
Μέσα σε μια βδομάδα δεν απόμεινε κανείς. 
Ήταν Μεγάλη βέβαια γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί; 
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα θα ’πρεπε κάπως να ’χαμε κι εμείς χωρέσει. 
Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα. 
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε σ’ ένα παγκάκι αθάνατοι καθώς νυχτώνει;


Χριστός Ανέστη
(Στέφανος Μπολέτσης)

Χριστός Ανέστη! Σήμερα,οι πασχαλιές
στολή γιορτής φορέσαν και πανηγυρίζουν
στον κήπο με τα χρώματα
γλυκολαλιές κι αρώματα
κι αχτίδες με τα πράσινα ακροκλώνια
παιχνιδίζουν.

Χριστός Ανέστη! Σήμερα,γιορτή χαράς
κάθε καρδιά καθώς ανθός ανοίγει στην αγάπη.
Κι είν'όλα φως και καλοσύνη, και χαρά,
κι είν'οι ψυχές πανάλαφρες ,με πάλλευκα φτερά.
Χριστός Ανέστη!


Άσμα μικρό 
(Νίκος Καρούζος)

Χάθηκε αυτός ο οδοιπόρος.
Είχε συνάξει λίγα φύλλα
ένα κλαδί γεμάτο φως
είχε πονέσει.
Και τώρα χάθηκε…
Αγγίζοντας αληθινά πουλιά στο έρεβος
αγγίζει νέους ουρανούς
η προσευχή του μάχη.
Έαρ μικρό έαρ βαθύ έαρ συντετριμμένο.


Κυριακή (Πάσχα), 26
(Οδυσσέας Ελύτης)

Καθαρή διάφανη μέρα. 
Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά. 
Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο. 
Σου ’ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την ψυχή σου. 
Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει.


Λαμπρή
(Γιάννης Φλιάσιος)

Λαμπρή!στα λούλουδα,στο φως,στις νύχτες τ'Απριλιού
και μες στους κήπους,στις ψυχές,στα χείλη του παιδιού.
Λαμπρή!στην πόρτα του φτωχού,στου πλούσιου την αυλή,
ο πόνος ο πικρός μακριά κι η θλίψη αλλού η θολή.

Λαμπρή!στα μάτια σιγανά που ξέρουν να μιλούν
και μες στων δέντρων τα κλαδιά π'ολάνθιστα λυγούν.
Λαμπρή! παντού,στον ουρανό και στ'αναμμένο το κερί,
Λαμπρή! στη θάλασσα-γυαλί,π'αστράφτει σαν φλουρί.

Λαμπρή! στα φύλλα της καρδιάς,π'ολόχρυσα γελούν,
και στις ψυχές που στους εχθρούς γλυκά χαμογελούν.
Λαμπρή! στα πέλαγα,στη γη,στα μύρια τα κλαδιά,
Λαμπρή! ω χαρά,που φτάνει,να,στη δόλια μου καρδιά.


(Πηγή ποιημάτων: ennepe-moussa.gr)

Διάβασε ακόμα τις παρακάτω αναρτήσεις.