Το λιμπρέτο, δηλαδή τα λόγια, έγραψαν ο Λουίτζι Ίλικα και ο Τζουζέπε Τζακόζα, που βασίστηκαν στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Βικτοριέν Σαρντού. Η πρώτη παρουσίαση από την Ελληνική Λυρική Σκηνή έγινε στο Θερινό Θέατρο της πλατείας Κλαυθμώνος, στις 27 Αυγούστου του 1942.
Οι βασικοί ρόλοι:
Φλόρια Τόσκα,
τραγουδίστρια και αγαπημένη του Μάριο (σοπράνο)
Μάριο Καβαραντόσι,
Μάριο Καβαραντόσι,
ζωγράφος, αγαπημένος της Τόσκα (τενόρος)
Σκάρπια,
Σκάρπια,
αρχηγός της αστυνομίας (βαρύτονος)
Αντζελότι,
Αντζελότι,
δραπέτης (μπάσος)
Ένας από τους φυλακισμένους, ο Αντζελότι, δραπετεύει και κρύβεται στην εκκλησία του Σαν Αντρέα ντέλε Βάλε, όπου η αδερφή του του έκρυψε ρούχα για να μεταμφιεστεί και να διαφύγει απαρατήρητος.
Σε λίγο, καταφθάνει ο καλλιτέχνης Μάριο Καβαραντόσσι, που ζωγραφίζει το πορτρέτο της Μαρίας Μαγδαληνής, εμπνευσμένος από την αγαπημένη του αλλά και από μια άγνωστη, γι' αυτόν, γυναίκα που είδε να προσεύχεται στην εκκλησία, την αδερφή του Αντζελότι.
Ο δραπέτης βγαίνει απ’ την κρυψώνα του.
Ο ζωγράφος υπόσχεται να τον βοηθήσει, μα τον κρύβει βιαστικά καθώς η τραγουδίστρια Φλόρια Τόσκα, η αγαπημένη του ζωγράφου, τον φωνάζει απ’ έξω.
Η Τόσκα μπαίνει στην εκκλησία θυμωμένη, νομίζοντας ότι ο αγαπημένος της μιλούσε με κάποια γυναίκα, βλέπει τον πίνακα ζωγραφικής και ζηλεύει γιατί πιστεύει ότι απεικονίζει μια άλλη γυναίκα και όχι τη Μαρία Μαγδαληνή.
Φυσικά αυτός τη διαβεβαιώνει ότι μόνο αυτήν αγαπά.
Όταν φεύγει η Τόσκα, ο δραπέτης βγαίνει απ’ την κρυψώνα του.
Μια κανονιά προδίδει ότι η αστυνομία ανακάλυψε την απόδραση κι έτσι ο ζωγράφος στέλνει τον δραπέτη στο δικό του σπίτι να κρυφτεί.
Ενώ η παιδική χορωδία κάνει πρόβες στην εκκλησία, φτάνει ο Σκάρπια, ο διευθυντής της μυστικής αστυνομίας, μαζί με τους βοηθούς του, και αναζητά τον δραπέτη.
Σε λίγο η Τόσκα επιστρέφει και ο Σκάρπια καταφέρνει να την πείσει ότι ο αγαπημένος της την απατά.
Η Τόσκα νιώθει προδομένη, ορκίζεται να εκδικηθεί και φεύγει από την εκκλησία.
Ο Σκάρπια στέλνει τους άντρες του να παρακολουθήσουν την Τόσκα, γιατί πιστεύει ότι ο Αντζελότι κρύβεται στο σπίτι του Καβαραντόσσι.
Δεύτερη πράξη
Το ίδιο απόγευμα, στο Παλάτσο Φαρνέζε, ο Σκάρπια περιμένει να του φέρουν τον δραπέτη.
Το ίδιο απόγευμα, στο Παλάτσο Φαρνέζε, ο Σκάρπια περιμένει να του φέρουν τον δραπέτη.
Ο πράκτορας Σπολέτα τού αναφέρει ό,τι απέτυχε να βρει τον Αντζελότι.
Αντ’ αυτού, προσάγει τον Μάριο Καβαραντόσσι.
Ο Σκάρπια ανακρίνει τον ζωγράφο, ενώ η Τόσκα τραγουδάει σε μια βασιλική γιορτή στους κήπους του παλατιού.
Ο Σκάρπια στέλνει να καλέσουν την Τόσκα και φέρνει τον Καβαραντόσι, βαριά τραυματισμένο και σχεδόν λιπόθυμο, μπροστά της.
Ο Σκάρπια διατάζει την εκτέλεσή τού ζωγράφου.
Όταν ο Σκάρπια μένει μόνος με την Τόσκα, της δηλώνει ότι θα ελευθερώσει τον Καβαραντόσσι, μονο αν εκείνη γίνει γυναίκα του.
Η Τόσκα αρνείται αλλά ο Σκάρπια γίνεται πιο επίμονος.Τέλος η Τόσκα υποκύπτει και για να σώσει τον αγαπημένο της, συμφωνεί με την πρότασή του.
Αυτός διατάζει τον βοηθό του, τον Σπολέτα να διοργανώσει μια ψεύτικη εκτέλεση του Καβαραντόσσι με άσφαιρα όπλα και να τον ελευθερώσει αμέσως μετά.
Ο Σκάρπια δίνει μια γραπτή δήλωση στην Τόσκα για όλα αυτά που της υποσχέθηκε.
Αφού την συντάσσει, πλησιάζει την Τόσκα, μα αυτή αρπάζει ένα μαχαίρι απ’ το τραπέζι και τον μαχαιρώνει.
Παίρνει τη δήλωση και εξαφανίζεται.
Πράξη Τρίτη
Το ξημέρωμα, ο Καβαραντόσσι περιμένει την εκτέλεσή του στις παρυφές του Καστέλο Σαντ Άντζελο.
Δωροδοκεί τον φύλακα να παραδώσει ένα αποχαιρετιστήριο γράμμα στην Τόσκα και απελπισμένος τραγουδά για την αγάπη του.
Η Τόσκα εμφανίζεται και εξηγεί στον αγαπημένο της την κατάσταση.
Οι δυό τους ονειρεύονται να ζήσουν μαζί, ελεύθεροι.
Όταν φθάνει το εκτελεστικό απόσπασμα, η Τόσκα ζητά από τον Καβαραντόσσι να προσποιηθεί τον πεθαμένο και αυτή παρακολουθεί από απόσταση.
Οι στρατιώτες πυροβολούν και φεύγουν.
Όταν ο Καβαραντόσσι μένει ακίνητος, η Τόσκα αντιλαμβάνεται ότι η εκτέλεση ήταν πραγματική και ότι ο Σκάρπια την είχε εξαπατήσει.
Μόλις οι στρατιώτες ανακαλύπτουν τον Σκάρπια νεκρό, τρέχουν να συλλάβουν την Τόσκα.
Αυτή, κυνηγημένη πηδάει από την κορυφή του κάστρου.
Η σπουδαία Ελληνίδα σοπράνο Μαρία Κάλλας (1923-1977) ερμήνευσε τον ομώνυμο ρόλο στην όπερα Τόσκα, πολλές φορές, με εκπληκτικό τρόπο, γοητεύοντας εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον πλανήτη.
Ας ακούσουμε στο παρακάτω βίντεο μια δαχτυλόκουκλα να διηγείται την ιστορία της Τόσκα με έναν χιουμοριστικό τρόπο και φυσικά με αίσιο και χαρούμενο τέλος.
Δες ακόμη ένα βιντεάκι κινουμένων σχεδίων, εμπνευσμένο από την Τόσκα του Πουτσίνι.
Λίγα λόγια για τον Τζάκομο Πουτσίνι
Ο Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της βόρειας Ιταλίας στις 22 Δεκεμβρίου 1858.
Είναι ένας από τους δημοφιλέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς οι περισσότερες όπερές του παίζονται συνέχεια στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου.
Μερικές από τις σημαντικότερες όπερές του είναι:
Μανόν Λεσκώ (1893)
Μποέμ (1896),
Τόσκα (1900)
Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904)
Χελιδόνι (1917)
Αδελφή Αγγελική (1918)
Τζάνι Σκίκι (1918)
Τουραντότ (1924)
Διάβασε περισσότερα για τον μαγικό κόσμο της όπερας.