Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Η δασκάλα και ο δάσκαλος στην ποίηση

Η δασκάλα και ο δάσκαλος είναι μορφές συνυφασμένες με τις ζωές μας. 
Τα παιδικά μας χρόνια είναι γεμάτα από την εικόνα τους και τη φωνή τους, από τη γλύκα τους αλλά και την αυστηρότητά τους.
Έτσι δε θα μπορούσαν να λείπουν κι από τις σελίδες της λογοτεχνίας μας. Οι ποιητές προσεγγίζουν τον αιώνιο λειτουργό άλλοτε με συγκίνηση και νοσταλγία, άλλοτε με ευγνωμοσύνη και άλλοτε με σκεπτικισμό και χιούμορ.


Στον Δάσκαλο
Κωστής Παλαμάς
Σµίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές!
Κι ότι σ' απόµεινε ακόµη στη ζωή σου,
Μην τ' αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου!
Χτίσ' το παλάτι, δάσκαλε σοφέ!

Κι αν λίγη δύναµη µεσ' το κορµί σου µένει,
Μην κουρασθείς. Είν' η ψυχή σου ατσαλωµένη.
Θέµελα βάλε τώρα πιο βαθειά,
Ο πόλεµος να µη µπορεί να τα γκρεµίσει.

Σκάψε βαθειά. Τι κι' αν πολλοί σ’ έχουνε λησµονήσει;
Θα θυµηθούνε κάποτε κι αυτοί
Τα βάρη που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη,
Υποµονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι ...


Η δασκάλα
Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη
Πόσες φορές αποτραβιέται
μοναχή, πέρα απ’ τα παιδιά
και πικραμένη συλλογιέται
όσα της σφίγγουν την καρδιά.
Ω τα χρυσά που έφυγαν νιάτα
μ’ όνειρα πόσα ήταν γεμάτα !

Προβιβασμός, υποτροφία,
κάποια της τύχης αλλαγή,
δύο τρία χρόνια υπηρεσία
κι’ ένας λεβέντης μιαν αυγή,
που θα την κλειούσε αρχόντισά του
Στο σπίτι του και στην καρδιά του.

Μάταν φτωχό το σπιτικό της
και καρτερούσαν να θραφούν
γονιοί κι’ αδέλφια απ’ το μιστό της
και χρέη παλιά να πλερωθούν.
Κι’ αυτός, μικρός, δεν εξαρκούσε
κι’ όλο πιο μπρος τον εξοφλούσε.

Έχει σβυστεί στο πρόσωπό της
κάθε της νιότης ομορφιά.
Κι’ όσα διδάσκει στο σκολειό της
δεν τα πιστεύει εκείνη πια.
Κι’ όλο και γίνεται η δασκάλα
πιο νευρική και πιο ασπρομάλλα.

Άλλες μαθήτριες παντρευτήκαν
άλλες, παιδάκια, εγίναν νιές
από τη μνήμη της σβηστήκαν
πόσες εδίδαξε γενιές.
Στη νιότη τους, π’ ανθεί και δένει,
μετράει τα χρόνια της θλιμμένη.

Κι’ όμως, στην έδρα της εκείνη,
για λευτεριά, για δικαιοσύνη,
διδάσκει πάντα και κηρύττει,
με ραγισμένη τη φωνή,
π’ όλο και βγαίνει πιο βραχνή
από το χρόνιο φαρυγγίτη.


Στον δάσκαλό μου
Φιλίτσα Λέρτα-Αθανασέλλου
Σαν ποταμός εκύλησαν τα παιδικά μου χρόνια,
μα γω σου το ορκίζομαι θα σε θυμάμαι αιώνια.
Ήσουν για μένα ο πρώτος – πρώτος δάσκαλός μου,
ήσουν για μένα ο δεύτερος πνευματικός Θεός μου,

Η διδαχή σου πάντοτε, ατέλειωτη αρμονία
εφάνταζε στο είναι μου, ουράνια αρμονία.
Μιας θαλπωρής ανασασμό ένιωθα κοντά σου,
όλους μας επροστάτευες, σαν να μαστε παιδιά σου.

Στου αφρού το κύμα τα’ όνομά σου έχω γράψει
και στην ψυχή αθέλητα μια θλίψη έχει στάξει,
γιατί ποτέ μου δεν είχα μια δική σου ζωγραφιά
να μου θυμίζει τη γλυκιά σου, μοναδική θωριά.

Για μένα θα ‘σαι σύμβολο μιας θείας εργασίας,
μιας στοργικής και πατρικής ωραίας παρουσίας,
που στα παιδιά εχάραζε το δρόμο πάντα ίσο,
να ήξερα που βρίσκεσαι, αν ‘ρθω να προσκυνήσω.


Στη δασκάλα (Η ευχή των παιδιών) 
Αντώνης Μοραΐτης
Τόσα χρόνια σαν μητέρα
στα παιδιά σκορπάς τη γνώση
μια τους γράφεις, μια τους λες.
Κι έχουν όλα μεγαλώσει
με δικές σου συμβουλές.

Συ τους έδειξες το δρόμο
τον μεγάλο, τον πλατύ
με τα φώτα που σκορπούσες
κι απ’ το χέρι τα κρατούσες
ως να βρουν την αρετή.

Τόσα χρόνια σαν μητέρα
δεν κουράστηκες κι ακόμα
στρατιά σε τριγυρνά.
Σε κοιτάζουνε στο στόμα
τα παιδιά τα τωρινά.

Σου ζητούν τις συμβουλές σου
και τα φώτα σου μαζί
κι όλα λένε νύχτα-μέρα:
τέτοια μάλαμα-μητέρα
πάντα για καλό να ζει.


Δάσκαλε
Γιάννης Π. Τζήκας
Δάσκαλε, την πόρτα της τάξης σαν διαβείς
ψηλά το κεφάλι, χαμογέλα
ζεστή την καθημερνή σου καλημέρα να την πεις.

Κι όταν το μάθημα αρχίσεις
Λόγια πολλά μη λες
Οι κινήσεις σου απλές, λιτές
Μα τεντωμένες οι αισθήσεις.

Δώσε το λόγο στα παιδιά
Δεν έχεις τίποτα να πάθεις
Κοίτα τα μάτια τους τα λαμπερά
Πολλά απ’ αυτά έχεις να μάθεις.

Μη στέκεσαι στις στείρες γνώσεις
Συνεργασία, αγάπη, ανθρωπιά
Αυτά πρέπει να δώσεις

Το κριτικό το πνεύμα ν’ ανυψώσεις.

Δάσκαλε άκου…
Απ’ τη μεριά της Ζάκυθος
Σου κρένει ο ποιητής:
“Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα
τα μάτια της ψυχής”


Δάσκαλε
Αλέξης Πολίτης
Ήσουν μικρός, μόλις είχες διοριστεί,
μα για μένα, τόσο μεγάλος.
Μιλούσες σιγά 
μα την ψυχή μου ξεσήκωνες.
Άπλωνες τα χέρια σου να να με χαϊδέψεις
κι ένιωθα στις φτερούγες σου να αποκοιμιέμαι.
Και λόγια πολλά, δάσκαλε,
λόγια σκορπισμένα στην τάξη,
λόγια που ακουμπούσαν στα βάθη μου,
λόγια που δεν ξέχασα.
Μα δεν ήταν τα λόγια,
ήσουν εσύ.

Πού γέρνεις τώρα;
Ποια αστέρια φροντίζεις;
Ποιες αίθουσες στολίζεις βραδιάτικα
για να τις βρούνε όμορφες και ξαφνικές
την άλλη μέρα τα παιδιά σου;
Όπως τότε.
Όλα τα θυμάμαι,
τώρα που δεν είμαι μικρός.
Όλα τα θυμάμαι,
δάσκαλε.


Ο γερο-δάσκαλος
Δώρα Μοάτσου-Βάρναλη
Ο δάσκαλος που γέρασε στην τάξη,
είν’ όλο νεύρα κι όλο φασαρία.
Όλα του φταίν: Το τζάμι το σπασμένο
κι εκείνη η αμελέτητη η Μαρία.

Φτερνίζεται και βήχει τον χειμώνα,
το καλοκαίρι πάλι όλο καψώνει.
Σαν έρθει στολισμένη στο σχολείο
αρπάζει απ’ τα μαλλιά την Αντιγόνη.

Σκύβει, τα ματογυάλια του γλιστράνε,
σιγά σιγά του πέφτουν απ’ τη μύτη.
τότες ακόμα πιο πολύ νευριάζει,
τα βάζει με την άταχτη Αφροδίτη.

Το βράδυ μες στην άθλια κάμαρά του
μαζεύεται νωρίς νωρίς κι αρχίζει
εξήντα δυο τετράδια να διορθώνει.
Το κάθε λάθος πόσο τον φουρκίζει!

Δουλεύει στο τραπέζι του σκυμμένος
αργά τη νύχτα, κάποτε ως τη μία.
Χαρά μέσα στην άχαρη ζωή του
ως τώρα δεν εγνώρισε καμία.

Στον ύπνο του κι εκεί δεν ησυχάζει.
Έρχονται και τον ζωνουν σαν δαιμόνοι
και χαχανίζουν γύρω στο κρεβάτι
Μαρία και Αφροδίτη και Αντιγόνη.


Δάσκαλε
Αργύρης Μαρνέρος
Ρίξε λίγο παραπάνω
Κανέλα στο μάθημα
Δάσκαλε
Έτσι κι αλλιώς
Περιεχόμενο
Δεν υπάρχει


Ο δάσκαλος
Αργύρης Μαρνέρος
Σας ζηλεύω παιδιά είπε ο δάσκαλος
Την ώρα που έδινε τα απολυτήρια
Συνεχίστε να είστε μαθητές και στη ζωή σας
Εγώ ούτως ή άλλως έμεινα και πάλι στάσιμος
Στην ίδια τάξη θα βρίσκομαι και του χρόνου
Όμως αυτός ο Παράδεισος που λέγεται προαύλιο
Τελείωσε πέρα από αυτή την πόρτα αλλάζει
Ο ουρανός και τα στοιχειά της φύσης αγριεύουν
Γι’ αυτό μην πάψετε ποτέ να ρωτάτε αφουγκραστείτε
Ακόμα και τους τρελούς γιατί αυτοί συνήθως ανοίγουν
Τους καινούριους δρόμους ποτέ όμως μη χάσετε απ’
Τα χέρια σας της λογικής το φανάρι μη φοβηθείτε τις
Ατέλειωτες διαδρομές όταν στον δρόμο για παρέα θα έχετε
Τις πέντε τις αισθήσεις τα σταυροδρόμια να προσέχετε
Γιατί αυτά είναι που σφραγίζουν τη ζωή μας
Συνεχίστε να είστε μαθητές και στη ζωή σας
Σας ευχαριστώ γι’ αυτά που μου διδάξατε
Όλα αυτά τα χρόνια σάς εύχομαι καλή
Διαδρομή και προπαντός προσοχή στα σταυροδρόμια
Γιατί εκεί έφαγα το ξύλο της ζωή μου
Όταν μου είπε ο πατέρας μου θέλω να γίνεις
Δάσκαλος παιδί μου και εγώ του είπα όχι.


Δάσκαλος
Κώστας Καρυωτάκης
Ήλθον ενταύθα ο δύστηνος
αφήσας εσπευσμένως
τη σύζυγον μου οίκαδε
μονάχην, ο καημένος.

Ου μην αλλά και την τερπνήν
διέκοψα μελέτην,
μόλις προφθάσας πρόχειρον
να δέσω λαιμοδέτην.

Και κήρυξ ήλθον αρετής
εις τόπον απωλείας,
ένθα οι νέοι οδηγούν
διπυριτοκλεπτρίας


Ιδιαίτερο μάθημα
Σοφία Μααυροειδή-Παπαδάκη
Με το μάθημα τούτο τη φτωχή μου τη ζήση
-δραχμές χίλιες μου δίναν-είχα πια ξασφαλίσει.
Στο φαΐ μου οχτακόσιες-μια ζωή μετρημένη-
για το νοίκι διακόσιες-καμαρούλα μια πήχη-
και για τ' άλλα, σκεφτόμουν, κάτι πάλι θα τύχει.

Ήταν κάποια κυρία κοσμική, καλεσμένη
στα μεγάλα σαλόνια κι είχε ανάγκη να ξέρει
για τον Όμηρο κάτι, για της Λέσβου τη λύρα,
στην κουβέντα της στίχους που και που ν' αναφέρει,
ν' απαγγέλλει Μαβίλη, Καβάφη, Πορφύρα.

Ένα μάθημα ακόμα κι η ζωή θάν' ωραία,
συλλογιόμουν. Στο τέλος, θα της μάθω κι αρχαία!
Όταν ξάφνου μου λέει: "Θα σας πάψω ένα μήνα.
Που καιρός για μελέτη, το Τριώδι έχει ανοίξει!
Ξενυχτώ κάθε βράδυ στους χορούς κολομπίνα,
και, θαρρώ, δεν σας έχω το κοστούμι μου δείξει.

Τι σουξέ πούχω κάνει!... Το πιο φίνο λαμέ!
Δεκαπέντε χιλιάδες μου κοστίζει-μοντέλο
το Γκραν Σικ απ' ευθείας τόχει φέρει για με!
Κι ασορτί πως μου πάει μυτερό το καπέλο!..."
Θάπε κι άλλα, δεν ξέρω. Το μυαλό μου σα σφήνα
μια κουβέντα τρυπούσε: "Θα σας πάψω ένα μήνα".


Δουλίτσα
Σοφία Μααυροειδή-Παπαδάκη
Ένα αδύναμο κορμάκι,
με στεφάνι τις πλεξούδες
στο μικρό της κεφαλάκι,
πως θυμούμαι τη Λενιώ !
Σ’ ένα σπίτι ήταν δουλίτσα,
που δασκάλα ήμουν εγώ.

Και στην ίδιαν ηλικία,
καπριτσιόζα, χαϊδεμένη,
μια μικρή κυρά από τότες,
η μαθήτρια μου η Λουκία,
εβασάνιζε κι εμένα
και τη δόλια την Ελένη.

Πως θυμούμαι τη λαχτάρα
στα δύο μάτια τα μεγάλα
- ένα ρώτημα καθένα -
της μικρής δουλίτσας, όταν
με το δίσκο της ερχόταν,
να τρατάρει τη δασκάλα !

Έκανε πως συγυρνούσε,
μέσ’ στην κάμαρα κι αυτή,
κι όλο εκοίταε το βιβλίο,
πάντα δίπλα στο γραφείο,
κι όλο ετέντωνε τ’ αυτί.

Και, για χάρη της, μιλούσα
όλο πάθος και φωτιά.
Κι άρχιζα κι ανιστορούσα
για Νεράϊδες, για Στοιχειά,
για κρυστάλλινα παλάτια
κι η μικρούλα, μαγεμένη,
με ρουφούσε με τα μάτια.

Ώσπου μια φωνή απ’ τα πλάγια,
λες από το παραμύθι
μια Γοργόνα θυμωμένη,
μας αντίσκοβε τα μάγια ...
Κι η δουλίτσα στην κουζίνα
ξαναπήγαινε, θλιμμένη.

Με τα μάτια τα μεγάλα
- ένα ρώτημα καθένα -
τι να γίνεται η Λενιώ ;
Τι να γίνεται η φτωχούλα !
Σ’ άλλο σπίτι θάναι δούλα,
όπως μια φτωχή δασκάλα,
σ’ άλλο σπίτι είμαι κι εγώ.


Ήρθε μια νέα δασκάλα
Παύλος Κριναίος
Ήρθε μια νέα δασκάλα στο χωριό
νεράιδα, λυγερή, γαλανομάτα .
κλωνάρι ιτιάς που σειέται στο νερό,
δροσούλα κι ευωδιά σε ολόανθα νειάτα.

Χαμογελούσε, σκίρταε η λαγγαδιά.
Γιόμιζε η χούνη πασκαλιές και ρόδα .
Χτένιζε τα μελίχρυσα μαλλιά,
μελισσοκέρι ο άνεμος ευώδα.

Πήγαινε στο σκολειό πολύ πρωί,
καθότανε κοντά στο παραθύρι,
κι έσκυβε το σπουργίτι να την δει
κι ήταν να τήνε πιεις σ'ένα ποτήρι.

Στο μάθημα η φωνή της μελωδία
κι όταν μιλούσε γι' άνοιξη και φως
κατέβαινε στην τάξη ο ουρανός
και κάθονταν οι αγγέλοι στα θρανία.

Κι όταν για την Παντάνασσα μιλούσε,
γινόταν το σκολειό μας σαν ναός!
Εικόνα ο μαυροπίνακας! Κι ορθός
στον νάρθηκα ο Χριστός μας ευλογούσε...


Δασκάλα μου 
Μαρία Σκαμπαρδώνη
Δασκάλα μου τη γνώση σου εμπιστεύομαι,
αφήνομαι να με διδάξεις.
Και τον κόσμο της ψυχής μου
με τη γνώση σου να αλλάξεις.

Δασκάλα μου τα μάτια σου κοιτάζω
και γαληνεύω εντός μου.
Κάθε μου φόβος φεύγει
γιατί είσαι ένας άνθρωπος δικός μου.

Δασκάλα μου πολλές φορές
με αγαπάς πιο πολύ από παιδί σου.
Πολλές φορές θέλω μαμά να σε φωνάξω,
όταν αντικρίζω το μεγαλείο της ψυχής σου.

Δασκάλα μου πολλές φορές
την αγάπη σου περιμένω.
Πόσο δακρύζεις για εμένα!
για καθετί που πετυχαίνω.

Τα μάτια σου δασκάλα μου
ήλιος είναι και ουρανός.
Όπου όταν τα κοιτάζω
μέσα μου γεμίζω από φως.

Δασκάλα μου μαζί σου
τα πρώτα μου βήματα έκανα στη γνώση.
Σε ευχαριστώ για όλα,
από πόσους φόβους την ψυχή μου έχεις λυτρώσει!

Η μορφή σου αγγελική
και τα μάτια σου γαλάζια.
Όσες φορές στην αγκαλιά σου έχω κλάψει,
κάθε μου πόνος φεύγει μακριά.


Φωτισμένε δάσκαλε, δασκάλα
Ιωάννα Βιτσικουνάκη
Μια ζωή δοσμένη στο παιδί
Μια ζωή δοσμένη στη ελπίδα
Η Κλωθώ η μοίρα σου η καλή
να σου δίνει ένα στεφάνι είδα.

Έσπειρες της γνώσης τον καρπό
φωτισμένε δάσκαλε – δασκάλα,
κι ανέβηκες μαζί με τα παιδιά
της αγάπης του Θεού τη σκάλα.

Γεύτηκες και πίκρες και χαρές,
έδωσες το νου και την ψυχή σου
και σ’ αυτή τη στράτα της ζωής
άκουσα να λες την προσευχή σου.

Ποια ‘ναι η δική σου απαντοχή,
πόσα σκούπισες ματάκια δακρυσμένα,
π’ αμίλητα ρωτούσανε:
Γιατί των αγγέλων τα φτερά είναι κομμένα!


Μα εσύ, εκεί!
Νίκος Συμεωνίδης
Τρύπιες δεκάρες θα σου δώσουν,
λειψά λόγια θα σου πουν,
το ράγισμα θα σου χρεώσουν
και τις φτερούγες δε θα δουν.
Μα εσύ, εκεί!

Θα τρέχεις μέσα σε σωλήνες,
το φως θα είσαι μόνο εσύ,
θ΄ αρπάζεις χνούδια στον αέρα,
θα 'σαι ομπρέλα στη βροχή.
Μα εσύ, εκεί!

Κι όταν τα χρόνια θα ξεφύγουν
κι όταν φανούνε οι πληγές
τα στόματα θα ρίχνουν πέτρες:
«Δάσκαλε, φταις για κάποιο χθες.»
Μα εσύ, εκεί!

Εκεί, στο πλάι του χεριού μου,
εκεί, στην άκρη της αυλής,
εκεί, στις άγραφες σελίδες
γράφεις τα χνάρια της ζωής.
Ε, ναι, εσύ, πάντα εκεί!


Ο πίνακας
Τεύκρος Ανθίας
Ο δάσκαλος στον πίνακα «τα ρήματα
εις –μι» και τα «υγρόληκτα» αραδιάζει.
Οι μαθητές, σα γηρασμένοι, γράφουνε,
και κάθε τόσο : «Προσοχή!» τους κράζει.

Τελειώνει. Τα «φυτά της Ινδοκίνας»
και τ’ άνθη των θερμών χωρών» διδάσκει.
Κάθε παιδί περίφοβο ακροάζεται
και νυσταγμένο, αφηρημένο, χάσκει.

Αρχίζει να διδάσκει περί «Πρόγονοι!»,
περί «Θεός!», και «τάφοι των αγίων!».
Κ΄ οι ψύλλοι, τα κουνούπια, οι σκυλόμυγες,
οι ψείρες πλημμυρίζουν το σχολείον.

Ο πίνακας τα βλέπει σα φιλόσοφος,
τρομάζει και, μορφάζοντας, φωνάζει :
«Τον κακομοίρη! τον εφάγαν τα ζωΰφια
κι ακόμη τα υγρόληχτα αραδιάζει;»


Εθνική Παιδεία
Κώστας Βάρναλης
Γανιάσατε, δασκάλοι, να ξεμάθω
να `μαι εγώ, να στοχάζομαι, να θέλω —
ψέματα όλο ν’ ακούω, να λέω, να πράττω,
για ψέματα να ζω και να πεθαίνω.

Δεν μπόρεσε η σπουδή να με χαλάσει.
Αντέξανε σαρκίο, ψυχή και γνώση
μα κάθε τόσο θάνατος να ξέρεις
ότ’ είσαι πάντα πουλημένο κρέας.


Ευδόκιμος υπηρεσία
Τασούλα Καραγεωργίου
Γηράσκομεν διδάσκοντες αεί
μέσα σε κρύες αίθουσες
-μ’ αυθάδικην ηχώ
-τυμπάνου αλαλάζοντος
Εμείς γηράσκομεν αεί
διδάσκοντες αυτούς
που είναι πάντα νέοι
-ένα ποτάμι που διαρκώς
-αλλάζει τα νερά του-
Κι από τ’ αυτιά μας
-όλο ξεμακραίνει η βουή
καθώς εμείς διδάσκοντες
-γηράσκομεν αεί
καρτερικά προσμένοντας
-να μας σαρώσει
-η τριακονταπενταετής
-ευδόκιμος υπηρεσία


Στον δάσκαλο
Ελένη Απ. Μανιωράκη
Δάσκαλε εμπρός μη σταματάς,
μη σε πτοούν οι συμπληγάδες κι οι χειμώνες
δεν είναι ότι κι ότι αυτό που ποίησες
χρόνια και χρόνια τώρα ψυχές φωταγωγούσες.

Τάισες τις ψυχές ψωμί απ’ αγάπη,
πότισες τις καρδιές παιδιών μ’ αξίες,
φύτεψες στο μυαλό ιδανικά αιώνια,
γέμισες φως τα μάτια τους,
τον κόσμο ν’ αντικρίζουν φωτεινό.

Στράγγισες απ΄ τις καρδιές τους τις κακίες,
τους δίδαξες τα μίση να μισήσουν,
να υψώνουν λάβαρό τους την αγάπη.
Χρώμα τους χάρισες να ζωγραφίσουν
αληθινά τα όνειρα της κάθε ουτοπίας.

Τους έμαθες να υψώνουν Παρθενώνες,
το ηθικό κι ωραίο να γνωρίζουν
κι ότι «απάντων τιμιότερον
και αγιότερον εστί η πατρίς».
Για να μπορέσουν κάποτε ν’ αναφωνήσουν
στο δάσκαλό μου οφείλω το «ευ ζην»


Δάσκαλος σε απορία
Μάνος Στεφανάκης
Διαβάζει στα μάτια τους το αλφαβητάρι της πλήξης
Συλλαβίζει στα χείλη τους το αναγνωστικό της οργής
Μελετά στα πρόσωπά τους το λήμμα «γιατί»
Σπουδάζει στην πράξη την άλυτη εξίσωση

Τώρα μαθητεύει κι αυτός στα θρανία της ενοχής
ελπίζοντας σε μια τιμωρία λυτρωτική,
όπως ο κατά συρροή δολοφόνος μεθοδεύει τη σύλληψή του
ή όπως το παιδί που πάτησε το λόγο του εκλιπαρεί την επίπληξη του πατέρα.
Τώρα συναλλάσσεται καθημερινά κι αυτός σε τράπεζα θεμάτων
Κατάθεση κι ανάληψη ψυχής
Μόνιμο χρεωστικό υπόλοιπο συνείδησης
στους τραπεζικούς λογαριασμούς του.

Στα αμφιθέατρα της νιότης έγραφε στους τοίχους το ωραίο σύνθημα
«Η φαντασία στην εξουσία»
Στις τάξεις της ενηλικίωσης έγινε πληρωμένος δολοφόνος της
Στους δρόμους της οργής έστηνε οδοφράγματα στη σοβαροφάνεια
" Ένα γέλιο θα σας θάψει"
Και τώρα αναζητά το δικό του νεκροθάφτη
στα τελευταία θρανία της τάξης
Μάταια.

Θυμάται που ήθελε την τάξη του καράβι
τη φαντασία πυξίδα στο σεργιάνι του κόσμου
το Σπαθί του Ωρίωνα ή το Σταυρό του Νότου πλοηγό
για να μη χάσει ούτε στιγμή τη ρότα
για τη γη της επαγγελίας.
Την είχε υποσχεθεί στους μαθητές
κι ας μην το ήξεραν.

Και κάπως έτσι, να, κατέληξε κομπάρσος -πρωταγωνιστής
σε ανόητη παράσταση για έναν ρόλο
Με θεατές αδιάφορους
Με χορηγούς επικίνδυνους
Με μέντορες υστερόβουλους

Στο τέλος της ώρας το κουδούνι ηχεί αναστάσιμα.
Πετά το προσωπείο της υποκρισίας
και χύνεται στους δρόμους
ουρλιάζοντας
Τον βρίσκει η νύχτα!


Νέο Ξεκίνημα
Νίκος Μαραγκουδάκης
Καινούρια σχολική χρονιά προβάλλει
κι οι δάσκαλοι καινούρια ανοίγουν πύλη
στ’ ανάκτορο της μάθησης και πάλι
κι είν’ έτοιμα τα’ ακούραστα τους χείλη.

Νιώθουν την ύπαρξή τους σαν λαμπάδα
που καίει και λιώνει σε ιερό βωμό
χαρίζοντας στα πνεύματα λαμπράδα
κι ελπίδα για ένα μέλλον φωτεινό.

Είναι στ’ αλήθεια οι πλαστουργοί γεμάτοι φως
π’ ανθρώπινο στον κόσμο δίνουν σχήμα
και χτίζουν ένα μώλο συνεχώς
κόντρα στης βαρβαρότητας το κύμα.


Καθαριότητα
Αργύρης Μαρνέρος
... αφιερώνεται στους κατά καιρούς
υπουργούς παιδείας

Η δασκάλα έλεγε
Πάντα
Πως η καθαριότητα
Είναι
Μισή αρχοντιά
Η μαμά σας
Θα κόβει τα νύχια
Ο κουρέας τα μαλλιά
Όσο για το μυαλό σας
Μου δώσαν ειδικό ψαλίδι
Να σας το παίρνω
Πάντα σύρριζα.


Του δασκάλου η φωνή
Λέλα Σταυράκη
Του δασκάλου η φωνή
τώρα πια δε με φοβίζει
σαν τραγούδι την ψυχή
ανασταίνει και ανθίζει.

Να τον άκουγα ξανά,
να τον έβλεπα να γράφει,
το σεντούκι του μυαλού
να το γέμιζε χρυσάφι.