Τετάρτη 5 Νοεμβρίου 2025

Ποιητική Ανθολογία


Η ποίηση, η λογοτεχνία, η ζωγραφική, η μουσική και γενικά η τέχνη είναι η αναπνοή, το οξυγόνο της ανθρώπινης ψυχής.
Ένα ποίημα σε λίγες γραμμές, μπορεί να εκφράσει όλα αυτά που ίσως δε χωράνε σε ένα ολόκληρο βιβλίο.
Η Χρωματιστή Τάξη διάλεξε μια σειρά ποιημάτων και έφτιαξε τη δική της Ποιητική Ανθολογία.


ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ

Ποιος λέει ευχαριστώ
(Αχιλλέας Ανακρέων)

Το ευχαριστώ, 
μια λέξη
που τη λέει αυτός που δίνει,
αυτός που ανοίγει την αγκαλιά του 
να χωρέσει τον πόνο του άλλου,
αυτός που ματώνει τα χέρια του
για να βγάλει από τα συντρίμμια τη ζωή που κινδυνεύει,
αυτός που μοιράζεται τη μπουκιά του 
για να ταΐσει τον πεινασμένο.

Αυτός λέει ευχαριστώ.
Αυτός ξέρει να λέει ευχαριστώ,
ο γενναιόδωρος.


Ευχαριστώ
(Ελένη Αργυρή-Σταξ)

Χέρι,
άγγιγμα με ζεστασιά,
έτσι πως με κοιτάζεις,
πώς μου μιλάς χωρίς λόγια.

Λέξεις.
Δεν τις είπες.
Δεν τις έγραψες.

Μα αυτό το ποτήρι με το κρυφό νερό, 
το τόσο μέσα,
το ήπια,
με έλουσε με φως,
με γέννησε ξανά, άνθρωπο.

Κι εγώ σ' ευχαριστώ.


Ευχαριστώ
(Μάξιμος Κημέρης)

Ευχαριστώ τον ουρανό, τη γη, 
το φως και το φεγγάρι,
ευχαριστώ τα όνειρα 
στο ξύπνιο μαξιλάρι.

Ευχαριστώ τη μέλισσα
την πέτρα, το λουλούδι,
το παραμύθι της βροχής,
της φύσης το τραγούδι.

Ευχαριστώ τα χέρια σου
που φτιάχνουν τις εικόνες,
ευχαριστώ τις χίμαιρες
που πλάθουν Παρθενώνες.

Ευχαριστώ τα μάτια μου,
το σώμα, την ψυχή μου.
Και ψιθυρίζω ταπεινά:
«Είν' όμορφη η ζωή μου».


Αχάριστος
(Φανή Ρέντη)

Ποτέ δεν είπε ευχαριστώ
γιατί έμαθε να παίρνει.
Θερίζει τον μεστό καρπό
που ο διπλανός του σπέρνει.

Αρπάζει το ζεστό ψωμί
τάχα γιατί πεινάει.
Ευχαριστώ δε θα σου πει
τάχα γιατί ξεχνάει.

Ποια μάνα και ποιος δάσκαλος
δε του 'μαθε να λέει
αυτή τη λέξη την απλή
Αλήθεια κάποιος φταίει;


ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΗ

Ήμουν ένα δέντρο
(Νίκος Συμεωνίδης)

Ήμουν ένα δέντρο
στο πράσινο και στο γαλάζιο.
Έπινα τη βροχή διψασμένα 
στις μέρες και τα χρόνια.
Κοίταγα τα σύννεφα
κι άπλωνα τα κλαδιά μου να τα πιάσω.

Τα μάτια σου με αγκάλιαζαν,
τα χέρια σου μ' αγαπούσαν.
Κι εγώ σ' έβλεπα να μεγαλώνεις
να αγγίζεις τη ζωή σιγά-σιγά.
Έβλεπα τα πουλιά να φεύγουν και να 'ρχονται
και πάντα τα ρωτούσα πότε θα ξανάρθεις.

Κι ήρθε η φωτιά,
άγρια, αμείλικτη, εκδικητική.
Και το χρώμα του θανάτου
έλιωσε το σώμα μου 
και ξερίζωσε την ψυχή μου.

Τώρα είμαι στάχτη.
Το μαύρο είναι το χρώμα μου
και ο καπνός η ανάσα μου.
Δίπλα μου νεκρά τ' αστέρια
ξαπλωμένα στους τάφους της απληστίας.
Σε λίγο θα χαθώ για πάντα.
Μα θα χαθείς κι εσύ.
Δε θα υπάρχουμε.

Ήμουν ένα δέντρο
και τώρα είμαι ένα δάκρυ από σκόνη.


Δάκρυα για μια νεκρή φάλαινα μπελούγκα
(Νίκος Συμεωνίδης)

Δάκρυα για μια νεκρή φάλαινα μπελούγκα 
στις εκβολές του Αγίου Λαυρεντίου,
στα χαλάσματα της λωρίδας της Γάζας,
κάτω από τα μαύρα πέπλα μιας μικρής Αφγανής,
στους αμέτρητους σταυρούς στα περίχωρα του Χαρτούμ. 
Δάκρυα για μια νεκρή φάλαινα μπελούγκα
σε κάθε άνυδρη στεριά.

Κι ένα παιδί, με το δάκρυ στα χείλη,
χαϊδεύει το δέρμα της, 
το δέρμα που δεν ανασαίνει,
μα δεν ξέρει,
δεν ξέρει πόσες φάλαινες κείτονται νεκρές
σε κάθε γωνιά της γης,
πόσες φάλαινες σπαρταράνε λίγο πριν ξεψυχήσουν
στα ματωμένα χώματα,
στα χέρια των τελευταίων ζωντανών ανθρώπων,
που ουρλιάζουν από πόνο.

Οι φάλαινες μπελούγκα είναι όμορφα πλάσματα.
Κι οι άνθρωποι είναι.


ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ

Ελπίζω;
(Έλσα Θάρρη)

Περιμένω.
Αργείς.
Ελπίζω.

Σκέφτομαι.
Μιλάς.
Ελπίζω.

Σε κοιτάζω.
Απομακρύνεσαι.
Ελπίζω.

Σ' αγαπώ.
Ταξιδεύεις.
Ελπίζω


Ελπίδα
(Θύμης Δημητριάδης)

Άφησα το σπίτι με τις γλάστρες απότιστες.
Δεν κλείδωσα την εξώπορτα,
δεν έκλεισα την αυλόπορτα.
Τέτοια ώρα γυρίζουν τα βόδια 
απ' τα γιαζία.
Δεν είναι κανείς στο σπίτι
να πάρει τα δικά μας.
Τάισες τις κότες;
Πήγες το δρεπάνι στη Συμέλα;
- Θα γυρίσουμε, μάνα, θα γυρίσουμε.
- Ναι, θα γυρίσουμε, γιάβρουμ, θα γυρίσουμε.


Τα πυροτεχνήματα της ελπίδας
(Ρέα Άνθη)

Πάντα αναρωτιόμουν ποιος ρίχνει τα πυροτεχνήματα
στην αλλαγή του χρόνου,
γιατί κάνουν τόσο θόρυβο,
τι θέλουν να αποδείξουν,
γιατί σβήνουν τόσο γρήγορα.
Τα περιμένουμε,
τα κοιτάζουμε
κι όταν χάνονται, χανόμαστε κι εμείς
πίσω από τις κουρτίνες,
στις αχνές ζωές.


Όσοι ελπίζουν
(Βασιλικός Λήθης)

Όσοι ελπίζουν, δε χάνονται
κάτω από τα στρώματα της πάχνης,
δε σκιάζονται πίσω από το λαμπερό του φωτός,
δεν κρύβονται στις σπηλιές 
μαζί με τ΄ αγρίμια της νύχτας,
 χωρίς αγέλη,
δε ξεφορτώνονται την αθωότητα σαν σαβούρα
του πλοίου της αυγής.
Μένουν εκεί, στον σταθμό,
αναμένουν ουράνια τόξα,
αγνά βρέφη και άσπιλη τροφή.
Είναι μεγάλη η χαρά της προσμονής της εορτής.


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ

Τα χρόνια είναι ουδέτερα
(Νίκος Συμεωνίδης)

Κι αυτή η νέα χρονιά δεν ήρθε.
Θυμάσαι πόσον καιρό περίμενες;
Μια φίλη γένους θηλυκού.

Κλείνεις το φως
κι όταν το ξανανοίγεις,
μόνο η μουσική αλλάζει
γιατί εσύ την αλλάζεις.
Κυρίες, κύριοι και φαντάσματα
το τραπέζι είναι έτοιμο.
Αρπάζεις τη λαβίδα
και σερβίρεις.
Γεύσεις, μυρωδιές του αέρα,
όχι του οξυγόνου.
Ανοίγεις το παράθυρο να δεις.
Βουβά και αόρατα πυροτεχνήματα.
Μόνη.

Κι αυτός ο νέος χρόνος δεν ήρθε.
Θυμάσαι πόσον καιρό περίμενες;
Έναν φίλο γένους αρσενικού.

Κι όμως ήρθαν και περάσαν τόσα χρόνια.
Στάθηκαν για λίγο στο κατώφλι,
κοντοστάθηκαν, που λες,
μετά μπήκαν στη σάλα,
μα δεν τα καλωσόρισες.
Δεν τα πήρες καν χαμπάρι.
Γιατί απλά ήταν ουδέτερα.
Δεν το ξέρεις;
Τα χρόνια είναι ουδέτερα.


Πρωτοχρονιά
(Έλσα Θάρρη)

Κι αν δεν αλλάζει κάτι,
κάτι αλλάζει.
Είναι εκείνο το δευτερόλεπτο,
είναι ο ακοίμητος δείκτης.
Πάντα δείχνει έξω από το ρολόι.
Πολύ μακριά.
Γιατί εκεί έξω αλλάζουν περισσότερα.
Αλλάζουν όλα.


ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ

Δάσκαλε
(Αλέξης Πολίτης)

Ήσουν μικρός, μόλις είχες διοριστεί,
μα για μένα, τόσο μεγάλος.
Μιλούσες σιγά 
μα την ψυχή μου ξεσήκωνες.
Άπλωνες τα χέρια σου να να με χαϊδέψεις
κι ένιωθα στις φτερούγες σου να αποκοιμιέμαι.
Και λόγια πολλά, δάσκαλε,
λόγια σκορπισμένα στην τάξη,
λόγια που ακουμπούσαν στα βάθη μου,
λόγια που δεν ξέχασα.
Μα δεν ήταν τα λόγια,
ήσουν εσύ.

Πού γέρνεις τώρα;
Ποια αστέρια φροντίζεις;
Ποιες αίθουσες στολίζεις βραδιάτικα
για να τις βρούνε όμορφες και ξαφνικές
την άλλη μέρα τα παιδιά σου;
Όπως τότε.
Όλα τα θυμάμαι,
τώρα που δεν είμαι μικρός.
Όλα τα θυμάμαι,
δάσκαλε.


Μα εσύ, εκεί
(Νίκος Συμεωνίδης)

Τρύπιες δεκάρες θα σου δώσουν,
λειψά λόγια θα σου πουν,
το ράγισμα θα σου χρεώσουν
και τις φτερούγες δε θα δουν.
Μα εσύ, εκεί!

Θα τρέχεις μέσα σε σωλήνες,
το φως θα είσαι μόνο εσύ,
θ΄ αρπάζεις χνούδια στον αέρα,
θα 'σαι ομπρέλα στη βροχή.
Μα εσύ, εκεί!

Κι όταν τα χρόνια θα ξεφύγουν
κι όταν φανούνε οι πληγές
τα στόματα θα ρίχνουν πέτρες:
«Δάσκαλε, φταις για κάποιο χθες.»
Μα εσύ, εκεί!

Εκεί, στο πλάι του χεριού μου,
εκεί, στην άκρη της αυλής,
εκεί, στις άγραφες σελίδες
γράφεις τα χνάρια της ζωής.
Ε, ναι, εσύ, πάντα εκεί!


Του δασκάλου η φωνή
(Λέλα Σταυράκη)

Του δασκάλου η φωνή
τώρα πια δε με φοβίζει
σαν τραγούδι την ψυχή
ανασταίνει και ανθίζει.

Να τον άκουγα ξανά,
να τον έβλεπα να γράφει,
το σεντούκι του μυαλού
να το γέμιζε χρυσάφι.


ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ

Ξεχάσαμε κι αυτόν τον πόλεμο
(Νίκος Συμεωνίδης)

Ξεχάσαμε κι αυτόν τον πόλεμο,
Δεν είναι πόλεμος, μάλλον, 
είναι η κάθε μέρα·
η κάθε μέρα,
μα κάπου αλλού·
όχι στα λουλούδια του δικού μας κήπου,
όχι στο χελιδόνι, κάτω απ' τα κεραμίδια του δικού μας σπιτιού,
όχι στο πιάτο με το δικό μας φαγητό,
όχι στο αχνό χαμόγελο του δικού μας παιδιού,
που τώρα ονειρεύεται ζαχαρωτά στο ήσυχο κρεβάτι του.
Είναι η κάθε μέρα· 
κάπου αλλού.
Αυτοί εκεί 
γιατί τους έτυχε
κι εμείς εδώ 
γιατί έτσι πρέπει να είναι.

Αλλά μια κάποια λύπη θα τι χαλαλίσουμε
και γι' αυτούς τους δύσμοιρους·
μια λύπη για τα γκρεμισμένα σχολεία
με τα ξαπλωμένα παιδιά στο κόκκινο χρώμα,
μια λύπη για τον πατέρα που ουρλιάζει 
πάνω από τα χαλάσματα ψάχνοντας την κόρη του,
μια λύπη για τις ισοπεδωμένες γειτονιές,
εκεί που κάποτε έτρεχαν γελαστά στόματα
κρατώντας ένα ζαρωμένο γλειφιτζούρι,
μια λύπη για τους πληγωμένους περιπατητές
που γυρίζουν από τόπο σε τόπο
ψάχνοντας ουρανό χωρίς φωτιά. 

Τι, στο καλό...
Άνθρωποι είμαστε.


Πόσο πόλεμο αντέχεις
(Νίκος Συμεωνίδης)

Πόσο πόλεμο αντέχεις να σκέφτεσαι 
στα οροπέδια του χρόνου και των άλλων γαιών;
Να μαθαίνεις από τα ισχνά βιβλία· 
μάθημα, διαγώνισμα, αδιαφορία.

Πόσο πόλεμο αντέχεις να ακούς 
στα ραδιόφωνα με την κεραία στραμμένη όπου βολεύει;
Να μιλάς στις παρέες των αταξινόμητων,
στα χωράφια της περιορισμένης βοσκής;

Πόσο πόλεμο αντέχεις να βλέπεις στις έγχρωμες
-όχι, στις κόκκινες- οθόνες;
Ένας δείχνει, ένας σχολιάζει, ένας πίνει καφέ,
χίλιοι σκοτώνονται και η εικόνα θολώνει, τάχα.

Κι αν δεν το έζησες ποτέ,
είναι μυθιστόρημα,
είναι ταινία,
είναι παιχνίδι στον υπολογιστή;

Άραγε ξέρεις πόσο πόλεμο θα αντέξεις να ζήσεις;
Πόσα σώματα θα σύρεις από τα χαλάσματα;
Πόσα παιδιά θα καληνυχτήσεις στα κοιμητήρια της μέρας;
Πόσα ουρλιαχτά θα πνίξεις στο στήθος σου;

Σκέφτομαι, ακούω, βλέπω.
Μα αυτό που σκοτώνει είναι το «ζω».
Τι ειρωνεία· μόνο όταν ζεις, πεθαίνεις.

Κι εσύ δε ζεις τον πόλεμο.
Εσύ δακρύζεις, μα δε ματώνεις.
Εσύ λυπάσαι, μα δε θρηνείς.
Εσύ θυμώνεις, μα δεν ξεσπάς.

Και τώρα,
πόσο πόλεμο αντέχεις;
Κι έτσι πορεύεσαι ή όχι;
Όχι.


Κι αυτούς τους νεκρούς ποιος θα τους αναστήσει
(Νίκος Συμεωνίδης)

Ίσως το σπίτι μου το χτίσω και πάλι,
πιο σκοτεινό, όμως, 
πιο φοβισμένο,
με μαύρους τοίχους που θυμούνται,
με βρύσες που θα τρέχουν δάκρυα.
Οι κουρτίνες, πλυμένες,
μα οι λεκέδες απ' το αίμα, ανεξίτηλοι.
Στην εξώπορτα, ένα καινούριο χαλάκι,
να σκουπίσεις τα πόδια σου,
μα οι κόκκινες λάσπες δε θα φεύγουν ποτέ.

Και στην αυλή μου, 
ίσως φυτέψω νέα λουλούδια,
χρωματιστά και λαμπερά,
μα θα μυρίζουν πάντα καμένη σάρκα 
και ιοβόλο καπνό.
Και κάθε μέλισσα που θα πετά,
θα μου ψιθυρίζει 
το τραγούδι της απώλειας.

Ίσως ξανακάνω έναν περίπατο 
στο πάρκο της γειτονιάς,
μα θα 'ναι ανάμεσα σε μνήματα και μνήμες. 
Από τα δέντρα θα κρέμονται κραυγές 
και το ρυάκι, σπασμένη φλέβα.
Κι ο γείτονας που θα συναντήσω,
θα είναι σκιά, θα είναι σκοτάδι.

Ίσως...

Μα το παιδί μου...
Δε θα το ξαναγκιαλάσω, 
Δε θα του βάλω να φάει,
δε θα το δω να πιάνει το μολύβι του,
να χαϊδεύει την κούκλα του,
δε θα το σκεπάσω το βράδυ στο κρεβάτι του 
να γλυκοκοιμηθεί,

Αυτό το άδικο 
ποιος θα το σβήσει;
Αυτούς τους δήμιους 
ποιος θα τους δικάσει;
Αυτόν τον πόλεμο 
ποια ιστορία και πού θα τον καταχωρήσει;

Κι αυτούς τους νεκρούς 
ποιος θα τους αναστήσει;


ΓΙΑ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Δεν έχω οξυγόνο
(Ρένη Πάλλη)

Δεν έχω οξυγόνο
γιατί τα λεφτά τους 
πνίγουν τη ζωή μου.

Δεν έχω οξυγόνο
γιατί μου κρύβουν χωρίς ντροπή 
την αλήθεια.

Δεν έχω οξυγόνο
γιατί συνήθισα να ζω 
πάντα στο σκοτάδι που έφτιαξαν.

Δεν έχω οξυγόνο
γιατί μου έμαθαν να φοβάμαι 
και να μη ρωτάω.

Μα τώρα θα σκίσω τα σύννεφα
με τα νύχια μου 
και δε θα τρέξουν δάκρυα,
μα θα αναβλύσει όλο το οξυγόνο 
που μου στέρησαν.



Αν δε βγεις στον δρόμο
Ορέστης Μυρανός

Αν δε βγεις στον δρόμο,
δε θα βρεις πέτρες να χτίσεις το σπίτι σου.
Αν δεν βγεις στον δρόμο,
δε θα σε συναντήσει ο ήλιος για να σε γιατρέψει.
Αν δε βγεις στον δρόμο,
δε θα σε πιάσει το χέρι του γείτονα για να σου δώσει θάρρος.
Αν δεν βγεις στον δρόμο, να φωνάξεις,
δε θα φύγουν ποτέ τα σκυλιά που κλείνουν την αυλόπορτά σου.
Αν δε βγεις στον δρόμο,
δε θα βρεις ποτέ το δίκιο σου.



Υποψήφιοι επιβάτες τρένου
Δανάη Μαδρύνη

Θα είμαστε οι επόμενοι.
Θα ψάχνουμε στα συντρίμμια του τρένου 
τα δικά μας άυλα παιδιά,
θα ζητάμε από τους δικαστάδες δικαιοσύνη
κι αυτοί θα διορίζονται στο παλάτι,
θα τρέχουμε στους δρόμους ρακένδυτοι
κι αυτοί θα μας βρίζουν και θα μας περιγελούνε.

Θα είμαστε οι επόμενοι, σου λέω!
Τι περιμένεις;
Σώσε τώρα τους άλλους,
για να σωθούμε αύριο κι εμείς.


ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ

Η αγάπη είναι θεραπευτική
(Κάρολος Αρχοντάκης)

Άνοιξα την αγκαλιά μου
και μεγάλη ειν' η χαρά μου
που σε έχω εδώ κοντά μου.

Με 'βαλες στην αγκαλιά σου
μου 'δωσες τη ζεστασιά σου,
την αγάπη, τη γλυκιά σου.

Είναι όμορφη πολύ,
τόσο θεραπευτική,
η αγκαλιά σου η μικρή. 


ΓΙΑ ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ

Το παιδί με τις ριγέ πιτζάμες
(Ιωάννης Ρόδιος)

Όταν ήμουν μικρό παιδί
μού φόραγαν κάτι ριγέ πιτζάμες,
νύχτα - μέρα, λερωμένες
και κρυβόμουν σε μια μεγάλη αυλή.

Όταν ήμουν μικρό παιδί
κρύωνα πολύ όταν κοιμόμουν,
ο καπνός με έπνιγε
και φοβόμουν τη βροχή.

Όταν ήμουν μικρό παιδί
η μαμά, μου είπαν, έφυγε μια μέρα,
και δεν την ξαναείδα
κι ύστερα έφυγαν και οι άλλοι.

Τώρα που μεγάλωσα
έχω έναν αριθμό στο χέρι
που δε φεύγει -δε θέλω να φύγει-
είναι η μαμά, είναι ο καπνός, είναι η βροχή,
είναι κι εκείνες οι λερωμένες οι πιτζάμες.


ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Μετά το τέλος
(Νίκος Συμεωνίδης)

Μετά το τέλος της επανάστασης,
όλοι ήρωες,
όλοι του αγώνα δυναμικά μετέχοντες
-και ίσως έτσι είναι-
εικόνες διαχρονικές,
στον ήλιο του σήμερα
ανεξίτηλες.

Μα μέχρι το τέλος της επανάστασης,
άνθρωποι,
και κολίγοι και τσιφλικάδες,
και αγωνιστές και Γούσηδες,
και γενναίοι και δειλοί,
και στο φως και στο σκοτάδι,
και στην αλήθεια και στο ψέμα,
και στο δίκαιο και στο άδικο.

Και κάπου εκεί η ελπίδα και τα λάθη.
Η θυσία, η αγνωμοσύνη, 
η μιζέρια κι ο φαγωμός.
Πολύ αίμα, πολύς θάνατος.
Επανάσταση για ελευθερία,
ελευθερία για τον λαό.
Μα πάντα βασιλιάδες, 
αφέντες και δικτάτορες,
 στην πόρτα σου, Ελλάδα.
Σταματελόπουλε, τι άξιζε;

Πάντα σωτήρες πολιτικοί, 
δημοσιογράφοι-αγιογράφοι,
τραπεζίτες και λομπίστες,
ρήτορες και δικαστάδες.
Το νέο κράτος και οι μεγάλες ιδέες
γεννούν γοητευτικούς πρόσφυγες.
Χταπόδια γραπώνουν πτώματα
στο λιμάνι της Σμύρνης.

Προβεβλημένα εισαγωγικά, 
κρυφές παρενθέσεις,
μα κυρίως αποσιωπητικά.
Χρήμα στα λιμάνια των πλουσίων,
χρυσάφι στους δρόμους τους εμπορικούς,
πιστωτικές στο Μολ,
δάνεια, επιδόματα και δόσεις για τον ζητιάνο.
Εικονικοί ποδηλατόδρομοι δημάρχων
και μποτιλιάρισμα επιταγών.
Πόζες για αγορές φρεγατών.
Φρεγάτες αντί πυροσβεστικών.
Ραφάλ αντί εκχιονιστικών.
Χρήμα και αίμα
στις τοξικές ράγες του τρένου των 57.
Παράνομη και καταχρηστική απεργία,
η φωνή του αυτονόητου.
Καμάρι για λαιμητόμους
από κορδωμένους παρουσιαστές ειδήσεων.
Αμερική, Γαλλία, Γερμανία, συμμαχία,
των όπλων αυτοκρατορία.

Καημένε Τούρκε,
δύστυχε Έλληνα,
αρωγέ των βιομηχανιών.
Το χρήμα ζητά όπλα,
τα όπλα θέλουν θερμά επεισόδια,
θέλουν φόβο και μίσος.
Και με το μίσος οδηγό,
στέριωσες σαθρά την καλύβα σου,
χωρίς φως, νερό, φαΐ,
αλλά με χρυσή κλειδαριά, τάχα.
Φτωχέ Έλληνα,
των επιδομάτων επαίτη,
του φόβου λατρευτή.
Κι αν δεν υπέγραψες τότε,
δηλώσεις μετανοίας,
κι αν δεν παρέδωσες τα όπλα,
κι αν στα ξερονήσια 
γνώρισες το θέατρο και την ποίηση,
τώρα ήρθε η ώρα να πληρώσεις,
τραπάροντας με τα δισέγγονα σου
που απολαμβάνουν τη δωρεάν παιδεία
στη φάμπρικα των μεταπτυχιακών.
Πάντα ένα χαρτί θα είναι το ζητούμενο.
Ένα ακριβό χαρτί με υπογραφή,
για ευδαιμονία.

Κι ήρθαν κι οι έρποντες πατριδοκάπηλοι,
ρουφώντας εγκεφαλικά κύτταρα
και σε σμίλεψαν κούφιο και αηδιαστικό
και σε έπεισαν, 
γιατί ήσουν απελπισμένος,
μα όχι δικαιολογημένος.
Κι άρχισες να χτίζεις μια Ελλάδα
ακόμη πιο άσχημη και κακομοίρα.

Και τώρα τι;
Τι γιορτάζεις;
Στη σκηνή ένα παιδί ψελλίζει το ποίημα, 
μπροστά στους επισήμους,
μπροστά στο κενό που χτίζεις,
χρόνια.
Και ένας δασκαλάκος αφελής
αναριγεί,
συμπληρώνοντας ηλεκτρονικές αιτήσεις 
για τη μη παραγραφή δεδουλευμένων.

Πώς γίνονται οι επαναστάσεις;
Θυμάσαι;
Εγώ δεν ξέρω, 
στο σχολείο έμαθα μόνο να γιορτάζω.
Έμαθα το ποίημα μικρός
και μεγάλος, 
φοβάμαι,
φοβάμαι για τη δουλειά μου,
φοβάμαι για το σπίτι μου,
φοβάμαι για τη ζωή μου,
φοβάμαι,
με μεγάλη επιτυχία.

Κι έτσι ως μέρμηγκας,
 με μυαλό τζιτζικιού,
 των απογόνων του Έλγιν ικέτης,
συνεχίζω το χτίσιμο
της έπαυλης των Ελλήνων Βαυαρών
των βαρβάρων Ελλήνων.

Όμως νύχτωσε,
τώρα.
Θα κοιμηθώ στην παράγκα του Καραγκιόζη,
ανάλαφρος, 
ευγνώμων 
για τη γενναία αύξηση του κατώτατου μισθού
και ανεύθυνος
-έτσι με συμφέρει-.
Καληνύχτα.
Καληνύχτα, Ελλάδα.


ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ

Το φως και το αίμα
  (Νίκος Συμεωνίδης)

Έλα να σου δείξω
το φως.
Το φως και το αίμα των παιδιών.

Λίγα ξέρω κι εγώ.
Ήμουν μικρός τότε.
Στη γειτονιά μας, η θεία της Περσεφόνης
ήταν στο Πολυτεχνείο, λέει.
Ήταν φοιτήτρια.
Τραυματίστηκε.
Τραυματίστηκε, μα έζησε.
Κι έμεινε το φως στην ψυχή της.
Κι έμεινε το αίμα, 
το αίμα των παιδιών στα μάτια της.
Και το θυμάται τώρα.
Το θυμάται και βουρκώνει.

Έλα, σου λέω,
έλα, να σου δείξω
το φως.
Το φως και το αίμα των παιδιών.
Να μάθεις και να μην ξεχάσεις,
ποτέ.


Το χρώμα της πόρτας 
(Νίκος Συμεωνίδης)

Το χρώμα της πόρτας 
δεν ήταν πάντα κόκκινο,
δεν ήταν μαύρο, ήταν ζωή.
Κάτι παιδιά χαρούμενα ήταν,
κάτι παιδιά που γελούσαν και τραγουδούσαν.

Κι ήρθε το τανκς,
κι ήρθε ο τάχα 
"εγώ εντολές ακολουθούσα" 
στρατιώτης.
Φτωχός κι αυτός,
φτωχός, μα λίγος.

Και το χρώμα της πόρτας
έγινε κόκκινο
και κόκκινο θα είναι για πάντα.


 Άλλη οικογένεια δέντρων 
(Νίκος Συμεωνίδης)

Εγώ δεν ήξερα,
εγώ δεν είδα τίποτα.
Εκείνη την εποχή κοίταγα τη δουλειά μου μόνο
κι άκουγα ροκ μουσική.
Δεν ήθελα μπλεξίματα με τη Χούντα.
Κι αυτοί δε με πείραξαν.
Αυτά λες κι εγώ φοβάμαι,
φοβάμαι που είμαι ο σπόρος σου.
Τι δέντρο άραγε είμαι;
Τι δέντρο ήσουν;
Ποιο είναι το δικό μας δάσος, πατέρα;


  Το τέρας του φασισμού 
(Νίκος Συμεωνίδης)

Ξαναβγήκε το τέρας του φασισμού,
το είδα στην Ομόνοια 
να κλωτσάει τον πάγκο ενός Πακιστανού μικροπωλητή,
το είδα να βρίζει έναν Αλβανό εργάτη, 
στη διπλανή οικοδομή,
το είδα να κρατά το βρώμικο μαχαίρι του, 
κάθετα στο στήθος τού τραγουδιστή, 
στο Κερατσίνι.
Ναι, 
το είδα να με κοιτάει απαξιωτικά γιατί, 
κάπως ήμουν, λέει, 
κάπως του φάνηκα μ΄ αυτά τα ρούχα,
διαφορετικός, 
και δε με αντέχει, λέει.

Ξαναβγήκε το τέρας του φασισμού
αλλά εγώ δε φοβάμαι,
δε φοβάμαι, όσο εσύ δεν το ταΐζεις.
Δε φοβάμαι,
 γιατί αυτά τα τέρατα, αν δεν τρώνε μυαλά,
δεν τρώνε τίποτα
και ψοφάνε σε μια στιγμή.

 
52 χρόνια μετά
(Νίκος Συμεωνίδης)

52 χρόνια μετά
κι εκεί που νόμιζες ότι
βρήκες μια στεριά κι έναν ήλιο να στεγνώσεις,
νάσου και πάλι οι βδέλλες
τρυπάνε τα αυτιά σου,
παίρνουν τη θέση του μυαλού σου.
Φασισμό τις λένε.
Έχουν κι άλλα ονόματα,
λαμπερά απ΄ έξω.
Από τον Νοέμβρη του ΄73
στον Νοέμβρη του ΄25.

52 χρόνια μετά
κι εκεί που νόμιζες ότι
τα παιδιά θα μάθουν να λένε τραγούδια της λευτεριάς,
απλά και όμορφα 
και με αγάπη στην καρδιά,
αυτά κρατάνε σημαίες με χρυσά γράμματα
και ακαταλαβίστικα σύμβολα 
του ευτελισμού και της υποταγής.

Κι εσύ, κοιτάζεις απ' το χθες 
και λες:
Άξιζε;

Άξιζε, Νεκρέ.
Γιατί τίποτα δεν τελείωσε ακόμη.
Μισός αιώνας είναι λίγος καιρός.
Και δε φτάνει.
Δε φτάνει να γιατρευτεί η πληγή,
να ξεδιψάσει η ψυχή,
να ψηλώσει το δέντρο,
να γίνει το άνθος, καρπός,
να δουν τα μάτια το φως
και την αλήθεια.

Μισός αιώνας είναι λίγος καιρός.
Μη χάνεις την ελπίδα,
μην αφήνεις το παιδί δίχως γαρίφαλο. 
Από τον Νοέμβρη του ΄73
στον Νοέμβρη του ΄25.