Η ποίηση, η λογοτεχνία, η ζωγραφική, η μουσική και γενικά η τέχνη είναι η αναπνοή, το οξυγόνο της ανθρώπινης ψυχής.
Ένα ποίημα σε λίγες γραμμές, μπορεί να εκφράσει όλα αυτά που ίσως δε χωράνε σε ένα ολόκληρο βιβλίο.
Η Χρωματιστή Τάξη διάλεξε μια σειρά ποιημάτων και έφτιαξε τη δική της Ποιητική Ανθολογία.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Σαν ηλιαχτίδα φωτεινή,
φωτίζει τα όνειρα μας.
Το Πολυτεχνείο ζει
μέσα από τις φωνές μας.
Και σαν να μην πέρασε στιγμή
φλογίζει τις ζωές μας.
Η ΣΙΔΕΡΕΝΙΑ ΠΟΡΤΑ
Η Χρωματιστή Τάξη διάλεξε μια σειρά ποιημάτων και έφτιαξε τη δική της Ποιητική Ανθολογία.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ
Ποιος λέει ευχαριστώ
(Αχιλλέας Ανακρέων)
Το ευχαριστώ,
μια λέξη
που τη λέει αυτός που δίνει,
αυτός που ανοίγει την αγκαλιά του
να χωρέσει τον πόνο του άλλου,
αυτός που ματώνει τα χέρια του
για να βγάλει από τα συντρίμμια τη ζωή που κινδυνεύει,
αυτός που μοιράζεται τη μπουκιά του
για να ταΐσει τον πεινασμένο.
Αυτός λέει ευχαριστώ.
Αυτός ξέρει να λέει ευχαριστώ,
ο γενναιόδωρος.
Ευχαριστώ
(Ελένη Αργυρή-Σταξ)
Χέρι,
άγγιγμα με ζεστασιά,
έτσι πως με κοιτάζεις,
πώς μου μιλάς χωρίς λόγια.
Λέξεις.
Δεν τις είπες.
Δεν τις έγραψες.
Μα αυτό το ποτήρι με το κρυφό νερό,
το τόσο μέσα,
το ήπια,
με έλουσε με φως,
με γέννησε ξανά, άνθρωπο.
Κι εγώ σ' ευχαριστώ.
Ευχαριστώ
(Μάξιμος Κημέρης)
Ευχαριστώ τον ουρανό, τη γη,
το φως και το φεγγάρι,
ευχαριστώ τα όνειρα
στο ξύπνιο μαξιλάρι.
Ευχαριστώ τη μέλισσα
την πέτρα, το λουλούδι,
το παραμύθι της βροχής,
της φύσης το τραγούδι.
Ευχαριστώ τα χέρια σου
που φτιάχνουν τις εικόνες,
ευχαριστώ τις χίμαιρες
που πλάθουν Παρθενώνες.
Ευχαριστώ τα μάτια μου,
το σώμα, την ψυχή μου.
Και ψιθυρίζω ταπεινά:
«Είν' όμορφη η ζωή μου».
Αχάριστος
(Φανή Ρέντη)
Ποτέ δεν είπε ευχαριστώ
γιατί έμαθε να παίρνει.
Θερίζει τον μεστό καρπό
που ο διπλανός του σπέρνει.
Αρπάζει το ζεστό ψωμί
τάχα γιατί πεινάει.
Ευχαριστώ δε θα σου πει
τάχα γιατί ξεχνάει.
Ποια μάνα και ποιος δάσκαλος
δε του 'μαθε να λέει
αυτή τη λέξη την απλή
Αλήθεια κάποιος φταίει;
ΓΙΑ ΤΗ ΦΥΣΗ
Ήμουν ένα δέντρο
(Νίκος Συμεωνίδης)
Ήμουν ένα δέντρο
στο πράσινο και στο γαλάζιο.
Έπινα τη βροχή διψασμένα
στις μέρες και τα χρόνια.
Κοίταγα τα σύννεφα
κι άπλωνα τα κλαδιά μου να τα πιάσω.
Τα μάτια σου με αγκάλιαζαν,
τα χέρια σου μ' αγαπούσαν.
Κι εγώ σ' έβλεπα να μεγαλώνεις
να αγγίζεις τη ζωή σιγά-σιγά.
Έβλεπα τα πουλιά να φεύγουν και να 'ρχονται
και πάντα τα ρωτούσα πότε θα ξανάρθεις.
Κι ήρθε η φωτιά,
άγρια, αμείλικτη, εκδικητική.
Και το χρώμα του θανάτου
έλιωσε το σώμα μου
και ξερίζωσε την ψυχή μου.
Τώρα είμαι στάχτη.
Το μαύρο είναι το χρώμα μου
και ο καπνός η ανάσα μου.
Δίπλα μου νεκρά τ' αστέρια
ξαπλωμένα στους τάφους της απληστίας.
Σε λίγο θα χαθώ για πάντα.
Μα θα χαθείς κι εσύ.
Δε θα υπάρχουμε.
Ήμουν ένα δέντρο
και τώρα είμαι ένα δάκρυ από σκόνη.
Δάκρυα για μια νεκρή φάλαινα μπελούγκα
(Νίκος Συμεωνίδης)
Δάκρυα για μια νεκρή φάλαινα μπελούγκα
στις εκβολές του Αγίου Λαυρεντίου,
στα χαλάσματα της λωρίδας της Γάζας,
κάτω από τα μαύρα πέπλα μιας μικρής Αφγανής,
στους αμέτρητους σταυρούς στα περίχωρα του Χαρτούμ.
Δάκρυα για μια νεκρή φάλαινα μπελούγκα
σε κάθε άνυδρη στεριά.
Κι ένα παιδί, με το δάκρυ στα χείλη,
χαϊδεύει το δέρμα της,
το δέρμα που δεν ανασαίνει,
μα δεν ξέρει,
δεν ξέρει πόσες φάλαινες κείτονται νεκρές
σε κάθε γωνιά της γης,
πόσες φάλαινες σπαρταράνε λίγο πριν ξεψυχήσουν
στα ματωμένα χώματα,
στα χέρια των τελευταίων ζωντανών ανθρώπων,
που ουρλιάζουν από πόνο.
Οι φάλαινες μπελούγκα είναι όμορφα πλάσματα.
Κι οι άνθρωποι είναι.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ
Ελπίζω;
(Έλσα Θάρρη)
Περιμένω.
Αργείς.
Ελπίζω.
Σκέφτομαι.
Μιλάς.
Ελπίζω.
Σε κοιτάζω.
Απομακρύνεσαι.
Ελπίζω.
Σ' αγαπώ.
Ταξιδεύεις.
Ελπίζω
Ελπίδα
(Θύμης Δημητριάδης)
Άφησα το σπίτι με τις γλάστρες απότιστες.
Δεν κλείδωσα την εξώπορτα,
δεν έκλεισα την αυλόπορτα.
Τέτοια ώρα γυρίζουν τα βόδια
απ' τα γιαζία.
Δεν είναι κανείς στο σπίτι
να πάρει τα δικά μας.
Τάισες τις κότες;
Πήγες το δρεπάνι στη Συμέλα;
- Θα γυρίσουμε, μάνα, θα γυρίσουμε.
- Ναι, θα γυρίσουμε, γιάβρουμ, θα γυρίσουμε.
Τα πυροτεχνήματα της ελπίδας
(Ρέα Άνθη)
Πάντα αναρωτιόμουν ποιος ρίχνει τα πυροτεχνήματα
στην αλλαγή του χρόνου,
γιατί κάνουν τόσο θόρυβο,
τι θέλουν να αποδείξουν,
γιατί σβήνουν τόσο γρήγορα.
Τα περιμένουμε,
τα κοιτάζουμε
κι όταν χάνονται, χανόμαστε κι εμείς
πίσω από τις κουρτίνες,
στις αχνές ζωές.
Όσοι ελπίζουν
(Βασιλικός Λήθης)
Όσοι ελπίζουν, δε χάνονται
κάτω από τα στρώματα της πάχνης,
δε σκιάζονται πίσω από το λαμπερό του φωτός,
δεν κρύβονται στις σπηλιές
μαζί με τ΄ αγρίμια της νύχτας,
χωρίς αγέλη,
δε ξεφορτώνονται την αθωότητα σαν σαβούρα
του πλοίου της αυγής.
Μένουν εκεί, στον σταθμό,
αναμένουν ουράνια τόξα,
αγνά βρέφη και άσπιλη τροφή.
Είναι μεγάλη η χαρά της προσμονής της εορτής.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Τα χρόνια είναι ουδέτερα
(Νίκος Συμεωνίδης)
Κι αυτή η νέα χρονιά δεν ήρθε.
Θυμάσαι πόσον καιρό περίμενες;
Μια φίλη γένους θηλυκού.
Κλείνεις το φως
κι όταν το ξανανοίγεις,
μόνο η μουσική αλλάζει
γιατί εσύ την αλλάζεις.
Κυρίες, κύριοι και φαντάσματα
το τραπέζι είναι έτοιμο.
Αρπάζεις τη λαβίδα
και σερβίρεις.
Γεύσεις, μυρωδιές του αέρα,
όχι του οξυγόνου.
Ανοίγεις το παράθυρο να δεις.
Βουβά και αόρατα πυροτεχνήματα.
Μόνη.
Κι αυτός ο νέος χρόνος δεν ήρθε.
Θυμάσαι πόσον καιρό περίμενες;
Έναν φίλο γένους αρσενικού.
Κι όμως ήρθαν και περάσαν τόσα χρόνια.
Στάθηκαν για λίγο στο κατώφλι,
κοντοστάθηκαν, που λες,
μετά μπήκαν στη σάλα,
μα δεν τα καλωσόρισες.
Δεν τα πήρες καν χαμπάρι.
Γιατί απλά ήταν ουδέτερα.
Δεν το ξέρεις;
Τα χρόνια είναι ουδέτερα.
Πρωτοχρονιά
(Έλσα Θάρρη)
Κι αν δεν αλλάζει κάτι,
κάτι αλλάζει.
Είναι εκείνο το δευτερόλεπτο,
είναι ο ακοίμητος δείκτης.
Πάντα δείχνει έξω από το ρολόι.
Πολύ μακριά.
Γιατί εκεί έξω αλλάζουν περισσότερα.
Αλλάζουν όλα.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ
Δάσκαλε
(Αλέξης Πολίτης)
Ήσουν μικρός, μόλις είχες διοριστεί,
μα για μένα, τόσο μεγάλος.
Μιλούσες σιγά
μα την ψυχή μου ξεσήκωνες.
Άπλωνες τα χέρια σου να να με χαϊδέψεις
κι ένιωθα στις φτερούγες σου να αποκοιμιέμαι.
Και λόγια πολλά, δάσκαλε,
λόγια σκορπισμένα στην τάξη,
λόγια που ακουμπούσαν στα βάθη μου,
λόγια που δεν ξέχασα.
Μα δεν ήταν τα λόγια,
ήσουν εσύ.
Πού γέρνεις τώρα;
Ποια αστέρια φροντίζεις;
Ποιες αίθουσες στολίζεις βραδιάτικα
για να τις βρούνε όμορφες και ξαφνικές
την άλλη μέρα τα παιδιά σου;
Όπως τότε.
Όλα τα θυμάμαι,
τώρα που δεν είμαι μικρός.
Όλα τα θυμάμαι,
δάσκαλε.
Μα εσύ, εκεί
(Νίκος Συμεωνίδης)
Τρύπιες δεκάρες θα σου δώσουν,
λειψά λόγια θα σου πουν,
το ράγισμα θα σου χρεώσουν
και τις φτερούγες δε θα δουν.
Μα εσύ, εκεί!
Θα τρέχεις μέσα σε σωλήνες,
το φως θα είσαι μόνο εσύ,
θ΄ αρπάζεις χνούδια στον αέρα,
θα 'σαι ομπρέλα στη βροχή.
Μα εσύ, εκεί!
Κι όταν τα χρόνια θα ξεφύγουν
κι όταν φανούνε οι πληγές
τα στόματα θα ρίχνουν πέτρες:
«Δάσκαλε, φταις για κάποιο χθες.»
Μα εσύ, εκεί!
Εκεί, στο πλάι του χεριού μου,
εκεί, στην άκρη της αυλής,
εκεί, στις άγραφες σελίδες
γράφεις τα χνάρια της ζωής.
Ε, ναι, εσύ, πάντα εκεί!
Του δασκάλου η φωνή
(Λέλα Σταυράκη)
Του δασκάλου η φωνή
τώρα πια δε με φοβίζει
σαν τραγούδι την ψυχή
ανασταίνει και ανθίζει.
Να τον άκουγα ξανά,
να τον έβλεπα να γράφει,
το σεντούκι του μυαλού
να το γέμιζε χρυσάφι.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ
Ξεχάσαμε κι αυτόν τον πόλεμο
(Νίκος Συμεωνίδης)
Ξεχάσαμε κι αυτόν τον πόλεμο,
Δεν είναι πόλεμος, μάλλον,
είναι η κάθε μέρα·
η κάθε μέρα,
μα κάπου αλλού·
όχι στα λουλούδια του δικού μας κήπου,
όχι στο χελιδόνι, κάτω απ' τα κεραμίδια του δικού μας σπιτιού,
όχι στο πιάτο με το δικό μας φαγητό,
όχι στο αχνό χαμόγελο του δικού μας παιδιού,
που τώρα ονειρεύεται ζαχαρωτά στο ήσυχο κρεβάτι του.
Είναι η κάθε μέρα·
κάπου αλλού.
Αυτοί εκεί
γιατί τους έτυχε
κι εμείς εδώ
γιατί έτσι πρέπει να είναι.
Αλλά μια κάποια λύπη θα τι χαλαλίσουμε
και γι' αυτούς τους δύσμοιρους·
μια λύπη για τα γκρεμισμένα σχολεία
με τα ξαπλωμένα παιδιά στο κόκκινο χρώμα,
μια λύπη για τον πατέρα που ουρλιάζει
πάνω από τα χαλάσματα ψάχνοντας την κόρη του,
μια λύπη για τις ισοπεδωμένες γειτονιές,
εκεί που κάποτε έτρεχαν γελαστά στόματα
κρατώντας ένα ζαρωμένο γλειφιτζούρι,
μια λύπη για τους πληγωμένους περιπατητές
που γυρίζουν από τόπο σε τόπο
ψάχνοντας ουρανό χωρίς φωτιά.
Τι, στο καλό...
Άνθρωποι είμαστε.
Πόσο πόλεμο αντέχεις
(Νίκος Συμεωνίδης)
Πόσο πόλεμο αντέχεις να σκέφτεσαι
στα οροπέδια του χρόνου και των άλλων γαιών;
Να μαθαίνεις από τα ισχνά βιβλία·
μάθημα, διαγώνισμα, αδιαφορία.
Πόσο πόλεμο αντέχεις να ακούς
στα ραδιόφωνα με την κεραία στραμμένη όπου βολεύει;
Να μιλάς στις παρέες των αταξινόμητων,
στα χωράφια της περιορισμένης βοσκής;
Πόσο πόλεμο αντέχεις να βλέπεις στις έγχρωμες
-όχι, στις κόκκινες- οθόνες;
Ένας δείχνει, ένας σχολιάζει, ένας πίνει καφέ,
χίλιοι σκοτώνονται και η εικόνα θολώνει, τάχα.
Κι αν δεν το έζησες ποτέ,
είναι μυθιστόρημα,
είναι ταινία,
είναι παιχνίδι στον υπολογιστή;
Άραγε ξέρεις πόσο πόλεμο θα αντέξεις να ζήσεις;
Πόσα σώματα θα σύρεις από τα χαλάσματα;
Πόσα παιδιά θα καληνυχτήσεις στα κοιμητήρια της μέρας;
Πόσα ουρλιαχτά θα πνίξεις στο στήθος σου;
Σκέφτομαι, ακούω, βλέπω.
Μα αυτό που σκοτώνει είναι το «ζω».
Τι ειρωνεία· μόνο όταν ζεις, πεθαίνεις.
Κι εσύ δε ζεις τον πόλεμο.
Εσύ δακρύζεις, μα δε ματώνεις.
Εσύ λυπάσαι, μα δε θρηνείς.
Εσύ θυμώνεις, μα δεν ξεσπάς.
Και τώρα,
πόσο πόλεμο αντέχεις;
Κι έτσι πορεύεσαι ή όχι;
Όχι.
ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΓΙΑ ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ
Σαν ήρωες
(Άγγελος Φαίδων)
Οι φοιτητές, σαν ήρωες
από παλιά ιστορία,
γενναίο αγώνα κάνουνε
για την ελευθερία.
Τον φόβο δεν τον ξέρουνε,
συνθήματα φωνάζουν.
Με τις ζωές τους, τις μικρές,
την ιστορία αλλάζουν.
ΕΛΛΑΔΑ ΠΕΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ
(Άγγελος Φαίδων)
Ελλάδα, πες ευχαριστώ
στους νέους του Νοέμβρη.
Ποτέ, ποτέ να μην ξεχνάς
αυτά που 'χουν προσφέρει.
(Άγγελος Φαίδων)
Ένα γαρίφαλο μικρό
σου έφερα και πάλι.
Στην πόρτα σού το άφησα,
στο πέτρινο κεφάλι.
Το χρώμα είναι κόκκινο
μα άσπρη, η ψυχή μου.
Θα 'θελα λίγο να το δεις,
να νιώσεις την πνοή μου.
ΨΩΜΙ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
(Άγγελος Φαίδων)
Ψωμί, παιδεία, ελευθερία.
Αγώνας ενάντια στην τυραννία.
Ζωή, ανδρεία, αυτοθυσία.
Σήμερα σβήνεται η δικτατορία.
Ζωή, ανδρεία, αυτοθυσία.
Σήμερα σβήνεται η δικτατορία.
ΤΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΖΕΙ
(Άγγελος Φαίδων)
Το Πολυτεχνείο ζει
για πάντα στην καρδιά μας.Σαν ηλιαχτίδα φωτεινή,
φωτίζει τα όνειρα μας.
Το Πολυτεχνείο ζει
μέσα από τις φωνές μας.
Και σαν να μην πέρασε στιγμή
φλογίζει τις ζωές μας.
ΣΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΑ ΜΕΡΗ
(Άγγελος Φαίδων)
Με ένα λουλούδι στο χέρι,
και μια φωνή σαν γροθιά
στου Πολυτεχνείου τα μέρη
ας πάμε παρέα, παιδιά.
Εμείς ποτέ δεν ξεχνάμε
τους ένδοξους τους φοιτητές.
Και κάθε χρονιά τιμάμε
του φασισμού τους νικητές.
ΒΗΜΑΤΑ
(Άγγελος Φαίδων)
Τα αίμα σας δεν έσβησε
και οι φωνές σας ζούνε.
Τα βήματά σας σαν το φως,
αυτά μας οδηγούνε.
Τον δρόμο ότι ανοίξατε
θα γράψει η ιστορία.
Κι ελεύθεροι θα ζήσουμε
χωρίς δικτατορία.
ΤΑ ΤΑΝΚΣ
(Άγγελος Φαίδων)
(Άγγελος Φαίδων)
Τα τανκς δε μας φοβίζουνε
Οι σφαίρες δε μας νοιάζουν.
Τώρα με τον αγώνα μας
γοργά τα πάντα αλλάζουν.
Τα όπλα σας θα λιώσουνε
οι φυλακές θα πέσουν.
Και όλα μας τα όνειρα
ξανά θα ζωντανέψουν.
Μ' ΕΝΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ
(Άγγελος Φαίδων)
Στέκομαι τώρα για λίγο
μ' ένα λουλούδι στο χέρι
και την αγκαλιά ανοίγω
σ' αυτά τα ιερά τα μέρη.
Κλείνω μέσα τη χαρά,
κλείνω και τη λύπη
και την ελπίδα γεννούν
της καρδιάς μου οι χτύποι.
(Άγγελος Φαίδων)
Μπροστά στη σιδερένια πόρτα
τα τανκς στέκονται βουβά.
Μέσα κορίτσια κι αγόρια,
αγρίμια σε μαύρα κλουβιά.
Σε λίγο όλα τελειώνουν
κι η πόρτα θα σωριαστεί.
Μα οι φωνές δυναμώνουν
ψυχή που θα δοξαστεί.
Και μέσα απ' τα γκρίζα συντρίμμια
προβάλει μια άσπρη μορφή,
θα γίνουνε σπόροι τ' αγρίμια
ν' ανθίζει η νέα ζωή.
ΓΙΑ ΤΗΝ 28η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
ΟΧΙ
(Άγγελος Φαίδων)
«Όχι» φωνάζουν τα βουνά.
«Όχι» λένε οι κάμποι.
Σαν άστρο κει στον ουρανό
το «Όχι» πάντα λάμπει.
Και στο ρυάκι το νερό
«Όχι» θα τραγουδάει.
Και το πουλάκι στο κλαδί
«Όχι» θα κελαηδάει.
Το κύμα πάνω στον αφρό
το «Όχι» σχηματίζει.
Και το μικρό-μικρό παιδί
το «Όχι» ζωγραφίζει.
ΕΝΑΣ ΦΑΝΤΑΡΟΣ
(Άγγελος Φαίδων)
Ένας φαντάρος ξεκινά
στο μέτωπο να πάει
τη μάνα και τ' αδέρφια του
τους αποχαιρετάει.
Το πρόσωπό του φωτεινό,
τα μάτια του γελάνε
και για τη νίκη του λαού
τα χείλη του μιλάνε.
Δεν ξέρει αν θα σκοτωθεί,
δεν ξέρει αν θα ζήσει.
Μόνο ένα πράγμα στο μυαλό·
τον φασισμό να σβήσει.
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ '40
(Άγγελος Φαίδων)
Γιε μου, στον πόλεμο που πας
δεν πας για να σκοτώσεις,
στα χιονισμένα τα βουνά
τα όνειρα θα σώσεις·
τη λεμονιά μας στην αυλή
το φαγητό στο πιάτο,
και τα παιχνίδια των παιδιών
με τον μικρό μας γάτο.
Αυτά είναι τα όνειρα,
αυτή είν' η ζωή σου.
Σ' αυτά τα λίγα πράματα
με την ψυχή ορκίσου.
Να μην τ' αρπάξει ο εχθρός
να μην τα αφανίσει
να γαληνέψει η καρδιά,
το γέλιο να ανθίσει.
ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΦΟΒΑΜΑΙ
(Άγγελος Φαίδων)
Δεν τους φοβάμαι τους τρανούς,
τα όπλα, τα κανόνια,
τους Ιταλούς, τους Γερμανούς
που μαύρισαν τα χρόνια.
Σκοτάδι, ήρθαν και έφεραν
σε μια μικρή Ελλάδα,
μα οι Έλληνες την άναψαν
της λευτεριάς τη δάδα.
Και σκόρπισαν παντού το φως
με αίμα και αγώνες
κι όλη η Ευρώπη γεύτηκε
της λευτεριάς σταγόνες.
ΕΙΜΑΙ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
(Άγγελος Φαίδων)
Είμαι παιδί της κατοχής,
της φτώχειας και της πείνας
και στα σοκάκια τριγυρνώ
της έρημης Αθήνας.
Ψάχνω ένα ξεροκόματο,
κει, μέσα στα σκουπίδια
και οι εχθροί με κυνηγούν
σαν μανιασμένα φίδια.
Κι αν πεινασμένο είμαι εγώ,
ξυπόλυτο παιδάκι,
σαν γίγαντας θ' αγωνιστώ
να φύγουνε οι δράκοι,
να έρθουνε οι όμορφες
της λευτεριάς οι μέρες,
να γίνουν ξέφρενα πουλιά
των Γερμανών οι σφαίρες.
Ο ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΣ
(Άγγελος Φαίδων)
Στην τσέπη έχω τα καρφιά
στις ρόδες θα τα ρίξω,
βρε, άμυαλε, Γερμαναρά,
καμιόνια θα ανοίξω.
Θα πάρω τη βενζίνη σου,
θ' αρπάξω τις σαμπρέλες
και θα βουτήξω τα φαγιά,
καρβέλια και κονσέρβες.
Και θα τα δώσω στα παιδιά
την πείνα να ξεχάσουν
να δυναμώσουν, να χαρούν,
τα χείλη να γελάσουν.
ΑΕΡΑ
(Άγγελος Φαίδων)
Στης Πίνδου τα ψηλά βουνά,
στο κρύο και στα χιόνια
πρώτη φορά κελάηδησαν
της νίκης τα αηδόνια.
Και το τραγούδι ακούγονταν
μακριά, νύχτα και μέρα
κι οι στρατιώτες φώναζαν
το τρομερό «ΑΕΡΑ».
«ΑΕΡΑ» για τη λευτεριά,
«ΑΕΡΑ» στην ειρήνη,
«ΑΕΡΑ» για το δίκιο,
για την αδελφοσύνη.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΑΝΤΑΡΤΗΣ
(Άγγελος Φαίδων)
Ένα παιδάκι το 'σκασε
απ' του σχολειού την πόρτα
τράβηξε, πήγε στο βουνό
και σύρθηκε στα χόρτα.
Το μίσος δεν το γνώριζε,
τον πόλεμο δε ξέρει.
Του Γερμανού ο φασισμός
του όπλισε το χέρι.
Αντάρτης πήγε κι έγινε
για τη γλυκιά πατρίδα,
να λάμψει ακόμα μια φορά
της λευτεριάς η αχτίδα.
Η ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ
(Άγγελος Φαίδων)
Μόλις περνούν οι Γερμανοί
την πόρτα της Αθήνας
τα δάκρυα κυλούν αργά
στα μάτια της Μαρίνας.
Το ήξερε πως ξεκινούν
οι δύσκολες ημέρες
και θα μαυρίσουνε ζωές
των Γερμανών οι σφαίρες.
Μα κάτω δεν το έβαλε
και μ' όλη την παρέα
στο υπόγειο μαζεύονταν
του φίλου τους Αντρέα.
Τις προκηρύξεις τύπωναν
μαζί με τη Μαρία.
Στα σκοτεινά συζήταγαν
για την ελευθερία.
Και τα βραδάκια στα στενά,
αυτή κι η Δωροθέα
στους τοίχους έγραφαν κρυφά
συνθήματα γενναία.
Κι ο Αποστόλης κι ο Μηνάς,
κι ο Άρης και η Ρένα
αγώνα κάναν δίκαιο,
χωρίς φόβο κανένα.
Τα χρόνια πέρασαν σκληρά
και ήρθε η ελευθερία,
μα, πια, τα γελαστά παιδιά
ζούνε σε μέρη κρύα.
ΜΑΖΙ
(Άγγελος Φαίδων)
Κι οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί
κι οι Έλληνες κι οι ξένοι
από το χώμα αυτής της γης
αχ, είναι γεννημένοι.
Μαζί θα ανασαίνουνε,
μαζί και θα πονάνε
και προς το φως όλοι μαζί
παρέα θα προχωράνε.
Όμως το χθες δε χάνεται
και ούτε και ξεχνιέται.
Μα με το χθες σαν όπλο μας
ο φασισμός νικιέται.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
(Άγγελος Φαίδων)
Με του '40 την πνοή,
το φως του '21,
μέσα στα χρόνια διάβαινα
για να γνωρίσω εσένα.
Ψηλή, αχνή, αγέρωχη
στον χρόνο δοξασμένη
και με το χρώμα της πληγής
πάντα είσαι βαμμένη.
Ελευθερία, σ΄ έψαχνα
από τη χαραμάδα
του σήμερα, του αύριο
ως στην αρχαία Ελλάδα.
ΕΛΠΙΔΑ
(Άγγελος Φαίδων)
Ο πόλεμος είναι φωτιά
που καίει τους ανθρώπους
και στάχτη αφήνει μοναχά
στους όμορφους τους τόπους.
Μα από τη στάχτη ξεπηδά
μία μικρή ελπίδα.
Την άρπαξα, τη φύλαξα
αμέσως σαν την είδα.
Στη χούφτα μου την κράτησα
σφιχτά να μη μου φύγει
για να τη δώσω στους λαούς
κι ας είναι τόση λίγη.
Κι απ' την ελπίδα τράφηκε
ολόκληρος ο κόσμος
κι έτσι άνοιξε ξανά
της λευτεριάς ο δρόμος.