Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023

Άλκη Ζέη, Το καπλάνι της βιτρίνας


Το καπλάνι της βιτρίνας είναι ένα αυτοβιογραφικό, παιδικό μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη.
Γράφτηκε το 1963, όταν η συγγραφέας βρισκόταν εξόριστη, ως πολιτικός πρόσφυγας, στη Μόσχα.
Το 1968 κυκλοφόρησε στα αγγλικά.
Το βιβλίο εξακολουθεί να γοητεύει χιλιάδες παιδιά και μεγάλους, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, καθώς έχει μεταφραστεί σε 23 ξένες γλώσσες, σε 37 διαφορετικές εκδόσεις.


Είναι το πρώτο δημοσιευμένο μυθιστόρημα της συγγραφέως που την έκανε γνωστή και αγαπητή στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχει βραβευτεί.
Είναι ένα έργο-σταθμός στην ελληνική λογοτεχνία.
Έχει γίνει θεατρική παράσταση και το 1990 έγινε τηλεοπτική σειρά.
Δες στα παρακάτω βίντεο όλη την τηλεοπτική σειρά.


Κεντρικές ηρωίδες στο μυθιστόρημα, είναι δύο μικρά κορίτσια η Μυρτώ και η Μέλια που μεγαλώνουν στη Σάμο, το 1936. 
Ο παππούς των κοριτσιών μεγαλώνει τις δύο αδερφές με ιστορίες της ελληνικής μυθολογίας και τις αξίες των αρχαίων Ελλήνων.
Το καπλάνι, μια βαλσαμωμένη τίγρη, που βρίσκεται μέσα στη βιτρίνα του σαλονιού του σπιτιού τους, είναι το αντικείμενο των μαγικών ιστοριών που τους διηγείται ο ξάδερφός τους, ο Νίκος, φοιτητής στην Αθήνα.
Η δικτατορία του Μεταξά όμως θα φέρει τέλος στην παιδική αθωότητα και τα δύο κορίτσια θα ζήσουν καταστάσεις, με τις οποίες θα ωριμάσουν.


Άκου τώρα την ηθοποιό Όλια Λαζαρίδου να διαβάζει όλο το βιβλίο.
Είναι Ιανουάριος του 1936. 
Η Μέλια και η Μυρτώ, δύο αδερφές εφτά και εννιά χρονών, ζουν με τους γονείς, τη θεία και τον παππού τους σε ένα μικρό νησί του Αιγαίου. 
Ένα βαλσαμωμένο αγρίμι, το περίφημο καπλάνι, στολίζει τη βιτρίνα της μεγάλης σάλας του σπιτιού και εξάπτει τη φαντασία τους, αλλά μονάχα ο Νίκος, ο αγαπημένος τους ξάδερφος, μπορεί να πλάθει ιστορίες για αυτό, τα καλοκαίρια που περνάει μαζί τους στην εξοχή.
Κατά τα άλλα, τα κορίτσια τον χειμώνα περνούν το χρόνο τους διαβάζοντας, ονειροπολώντας και ακούγοντας αρχαίους μύθους που διηγείται ο παππούς και κατ’ οίκον δάσκαλός τους, που στο νησί θεωρείται σοφός. 
Κάθε Πέμπτη η σάλα, κλειδωμένη ανοίγει για να δεξιωθεί η θεία τον δεσπότη, τον νομάρχη, τον Ολλανδό πρόξενο με το περίεργο όνομα και άλλους εκλεκτούς καλεσμένους. 
Ο παππούς αποσύρεται στο γραφείο του, οι καλεσμένοι κουβεντιάζουν για την πολιτική, τα κορίτσια περιεργάζονται από κοντά το μυθικό καπλάνι της βιτρίνας που το ένα του μάτι είναι γαλάζιο και το άλλο μαύρο και καταλήγουν στο τέλος της βραδιάς να διαφωνούν στο υπνοδωμάτιό τους λίγο πριν κοιμηθούν.


Πλησιάζει το καλοκαίρι και τα κορίτσια μαθαίνουν ότι του χρόνου δεν θα διδάσκονται πια από τον παππού κατ’ οίκον, αλλά θα γραφτούν σε σχολείο. 
Ο διευθυντής της τράπεζας που δουλεύει ο μπαμπάς τούς εξασφάλισε έκπτωση στο ιδιωτικό σχολείο του νησιού. 
Πρώτα όμως θα περάσουν το καλοκαίρι στην εξοχή με τον παππού και τη θεία Δέσποινα, στο πανέμορφο Λαμαγάρι όπου τους περιμένει η καλοκαιρινή τους παρέα. 
Οι γονείς θα μείνουν στη χώρα και θα τους επισκέπτονται τα Σαββατοκύριακα. 
Όσο τα κορίτσια τριγυρνούν ξυπόλητα, μαυρίζουν στον ήλιο και γίνονται ένα με τα παιδιά του χωριού, οι μεγάλοι είναι ανήσυχοι και βλέπουν τα πράγματα να γίνονται όλο και πιο «σκούρα».


Σαββατοκύριακο στο Λαμαγάρι μαζί με το μπαμπά και τη μαμά -τον μπαμπά με τους κανόνες του, τη μαμά που ξεχνιέται με τα κορίτσια κι αρχίζει να τους λέει ιστορίες: για τη Σμύρνη, για το πώς κατάφερε η Σταματίνα, η υπηρέτρια του σπιτιού, να φτάσει από τη Σμύρνη στο νησί τους έχοντας χάσει στη διαδρομή τις δυο της κόρες. 
Περιμένοντας τον Νίκο, τον μεγάλο τους ξάδερφο, να φτάσει με τη βάρκα από στιγμή σε στιγμή, η Μέλια φαντάζεται ότι είναι συγγραφέας και γράφει για κάθε ένα από τα παιδιά της παρέας τους τη «λυπητερή», μα αληθινή του ιστορία. Επιτέλους, ο Νίκος φτάνει, αλλά είναι συννεφιασμένος, είναι «σκούρα τα πράγματα», λέει κι αυτός όπως όλοι οι μεγάλοι.


Ο Νίκος παίζει με τα παιδιά, τους λέει ιστορίες και τους μαθαίνει ένα σωρό πράγματα, μα απουσιάζει και πολύ στη χώρα. 
«Στην αρραβωνιαστικιά του πάει», τους λένε οι μεγάλοι, και μετά γελάνε: «Τη λένε Δημοκρατία». 
Ένα απόγευμα τραγουδάει έναν ισπανικό σκοπό και τους λέει για το πόλεμο που γίνεται στην Ισπανία ανάμεσα στα παιδιά απ’ όλον τον κόσμο που τραγουδάνε και στους κατσούφηδες με τα μαύρα πουκάμισα. 
Τα ορκίζει να το κρατήσουν μυστικό. 
Μα σε λίγες μέρες έρχονται με την ατμάκατο από τη χώρα ο νομάρχης και άλλοι επίσημοι και πάνε κατευθείαν στη θεία Δέσποινα. 
Θα πάρουν, λέει, μέτρα για αυτά που μαθαίνει ο Νίκος στα παιδιά. 
Λίγα μπορούν τα παιδιά να καταλάβουν, ωστόσο ξέρουν πως υπάρχει ένας προδότης μεταξύ τους. 
Ο Νίκος πρέπει να φύγει από το νησί γιατί κινδυνεύει.


Ο Νίκος κανονίζει να πάει τα παιδιά μια τελευταία εκδρομή πριν φύγει από το Λαμαγάρι, μα η μέρα είναι η 4η Αυγούστου του 1936 και τα νέα φτάνουν γρήγορα στο νησί: έγινε δικτατορία. 
Πρέπει να φύγει αμέσως. 
Οι μεγάλοι είναι αναστατωμένοι κι έτσι η Μέλια κι η Μυρτώ μπορούν πια να κάνουν ό,τι θέλουν, ακόμα κι όταν είναι ο μπαμπάς εκεί, αρκεί να μη μιλάνε για τη Δημοκρατία. 
Αλλιώς κινδυνεύει ο μπαμπάς να χάσει τη δουλειά του στην τράπεζα. 
Ο Νίκος φεύγει τα ξημερώματα χωρίς να χαιρετήσει κανέναν, όμως η Σταματίνα βρίσκει στην κατσαρόλα της ένα μήνυμα από το καπλάνι. 
Τα παιδιά ακολουθώντας τις οδηγίες του καπλανιού φτάνουν με ένα καλάθι φαγητά σε έναν εγκαταλελειμμένο μύλο όπου τους περιμένει μια έκπληξη: Χαμογελαστός, στέκει μπροστά τους ο Νίκος!


Η χωροφυλακή συνεχίζει να αναζητά τον Νίκο και οι μεγάλοι ανησυχούν. 
Τα παιδιά κρατούν καλά το μυστικό του, έστω κι αν χρειάζεται να λένε ψέματα για να τον προστατέψουν. 
Ακόμα κι όταν η Μέλια χτυπάει άσχημα το πόδι της στο δρόμο για την κρυψώνα του Νίκου, ακόμα κι όταν ψήνεται στον πυρετό, δεν της φεύγει κουβέντα ούτε στην αδελφή της. 
Η Σταματίνα μαθαίνει ότι η χωροφυλακή θα αρχίσει να παρακολουθεί ακόμα και τα παιδιά, κι έτσι βάζουν μπρος ένα σχέδιο να φυγαδεύσουν τον Νίκο. 
Εκείνη την ημέρα περνούν την τελευταία και πιο ωραία περιπέτεια του καλοκαιριού. 
Σε λίγο όμως πρέπει όλοι να επιστρέψουν στη χώρα για να ξεκινήσουν το σχολείο.


Στο σπίτι απαγορεύεται πια κάθε κουβέντα για το Νίκο και για το καπλάνι. 
Η Μυρτώ εντυπωσιάζει τον διευθυντή του καινούριου σχολείου με τις γνώσεις της «για τους βασιλιάδες». 
Ενθουσιάζεται στην ιδέα να γίνει αρχηγός της νεολαίας που ίδρυσε «ο κυβερνήτης» και την οποία οργανώνει ο διευθυντής στο σχολείο. 
Η Μέλια αποκτά έναν καινούριο φίλο, τον Αλέξη, και τον βοηθάει να τα βγάλει πέρα σε δύσκολες καταστάσεις. 
Ο παππούς επιμένει ότι η Μυρτώ δεν πρέπει να έχει καμιά συμμετοχή στην φάλαγγα της «Νεολαίας» αν δεν την αναγκάσουν, και ο μπαμπάς πείθεται παρόλο που διακινδυνεύει τη θέση του στην τράπεζα.


Τα κορίτσια δεν επιτρέπεται πια να κατεβαίνουν τις Πέμπτες που έχει επισκέψεις η θεία Δέσποινα στη μεγάλη σάλα, κι ούτε μπορούν να κοιτάζουν το καπλάνι στη βιτρίνα. 
Όμως το καπλάνι φέρνει πάλι ένα μήνυμα, και η Σταματίνα βοηθάει τη Μέλια να το βρει. 
Αυτή τη φορά, πρέπει να πάει μόνη της στο ψιλικατζίδικο της κυρα-Αγγελικής, όπου την περιμένει η ίδια έκπληξη: ο Νίκος κρύβεται σε ένα μικρό καμαράκι στο ψιλικατζίδικο και η Μέλια αναλαμβάνει να τον βοηθάει να ανταλλάσσει μηνύματα με τους συντρόφους του. 
Η Μυρτώ, από την άλλη, έχει μαγευτεί στην ιδέα της «Νεολαίας» του σχολείου, της φάλαγγας και της καινούργιας της παρέας.


Αντί για μάθημα, τα παιδιά πηγαίνουν με το σχολείο στην πλατεία της χώρας να δουν τη μεγάλη φωτιά. 
Ανάμεσα στα «βλαβερά βιβλία» που καίγονται, η Μέλια διακρίνει έναν «αρχαίο» από το γραφείο του παππού της. 
Ο παππούς γνωρίζεται με τον πατέρα του Αλέξη που είναι συγγραφέας -από το δικό του σπίτι εκτός από βιβλία πήραν και χειρόγραφα. 
Εν τω μεταξύ, η Μυρτώ κάνει πρόβες για μια επετειακή γιορτή που διοργανώνεται. 
Οι δύο αδερφές βιώνουν τόσο διαφορετικά τη δύσκολη κατάσταση που επικρατεί στο σχολείο, που φτάνουν να πιαστούν στα χέρια.


Οι αρχές ακόμα αναζητούν τον Νίκο και ο διευθυντής του σχολείου εκμαιεύει πληροφορίες από τη Μυρτώ. 
Η χωροφυλακή φτάνει στο σπίτι και ψάχνει έως και στην κοιλιά του καπλανιού. 
Δε βρίσκουν τίποτα και συνεχίζουν τις έρευνες σε όλο το νησί.
Πιάνουν τον πατέρα του Αλέξη. 
Ο Αλέξης αποβάλλεται από το σχολείο. 
Οι καινούργιοι «φίλοι» της Μυρτώς αποκαλύπτουν το πραγματικό τους πρόσωπο. 
Ένα δραματικό περιστατικό γίνεται αφορμή να έρθουν ξανά κοντά όλα τα μέλη της οικογένειας. 
Ο Νίκος φεύγει να πολεμήσει στην Ισπανία και η Μέλια ονειρεύεται τη μέρα που θα βρεθούν ξανά όλοι μαζί στο Λαμαγάρι. 
Αν είχε γεννηθεί συγγραφέας, θα έγραφε μια πολύ χαρούμενη ιστορία…


Διάβασε, αν θες, και τις παρακάτω αναρτήσεις.