Οι Έλληνες όμως είπαν ένα τεράστιο ΟΧΙ και έτσι ξεκίνησε ένας μεγάλος αγώνας για την ελευθερία και την ειρήνη.
Τελικά το δίκιο νίκησε χάρις στους αγώνες και τις θυσίες των απλών ανθρώπων, που έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδας.
Η Χρωματιστή Τάξη σού ετοίμασε όμορφα ποιηματάκια για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου και για τα δύσκολα χρόνια της κατοχής.
Ας τα απαγγείλουμε με δύναμη και ελπίδα, έχοντας πάντα στο μυαλό μας ότι τα μεγαλύτερα δώρα είναι η ειρήνη και η φιλία ανάμεσα στους λαούς.
ΟΧΙ
«Όχι» φωνάζουν τα βουνά.
«Όχι» λένε οι κάμποι.
Σαν άστρο κει στον ουρανό
το «Όχι» πάντα λάμπει.
Και στο ρυάκι το νερό
«Όχι» θα τραγουδάει.
Και το πουλάκι στο κλαδί
«Όχι» θα κελαηδάει.
Το κύμα πάνω στον αφρό
το «Όχι» σχηματίζει.
Και το μικρό-μικρό παιδί
το «Όχι» ζωγραφίζει.
ΕΝΑΣ ΦΑΝΤΑΡΟΣ
Ένας φαντάρος ξεκινά
στο μέτωπο να πάει
τη μάνα και τ' αδέρφια του
τους αποχαιρετάει.
Το πρόσωπό του φωτεινό,
τα μάτια του γελάνε
και για τη νίκη του λαού
τα χείλη του μιλάνε.
Δεν ξέρει αν θα σκοτωθεί,
δεν ξέρει αν θα ζήσει.
Μόνο ένα πράγμα στο μυαλό·
τον φασισμό να σβήσει.
ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ '40
Γιε μου, στον πόλεμο που πας
δεν πας για να σκοτώσεις,
στα χιονισμένα τα βουνά
τα όνειρα θα σώσεις·
τη λεμονιά μας στην αυλή
το φαγητό στο πιάτο,
και τα παιχνίδια των παιδιών
με τον μικρό μας γάτο.
Αυτά είναι τα όνειρα,
αυτή είν' η ζωή σου.
Σ' αυτά τα λίγα πράματα
με την ψυχή ορκίσου.
Να μην τ' αρπάξει ο εχθρός
να μην τα αφανίσει
να γαληνέψει η καρδιά,
το γέλιο να ανθίσει.
ΑΕΡΑ
Στης Πίνδου τα ψηλά βουνά,
στο κρύο και στα χιόνια
πρώτη φορά κελάηδησαν
της νίκης τα αηδόνια.
Και το τραγούδι ακούγονταν
μακριά, νύχτα και μέρα
κι οι στρατιώτες φώναζαν
το τρομερό «ΑΕΡΑ».
«ΑΕΡΑ» για τη λευτεριά,
«ΑΕΡΑ» στην ειρήνη,
«ΑΕΡΑ» για το δίκιο,
για την αδελφοσύνη.
ΤΟ ΧΙΟΝΙ
Το χιόνι έγινε βουνό,
άφαντο το χορτάρι,
μια παπαρούνα κόκκινη
το αίμα στο λιθάρι.
Το σώμα μου δεν το κρατώ,
μα η ψυχή λιοντάρι.
Όταν «αέρα» τραγουδώ,
δεν παίρνω εγώ χαμπάρι.
Και πεινασμένος, άρρωστος
και με μισό ποδάρι,
τον τόπο μου, τον ιερό
κανείς δεν θα τον πάρει.
ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΦΟΒΑΜΑΙ
Δεν τους φοβάμαι τους τρανούς,
τα όπλα, τα κανόνια,
τους Ιταλούς, τους Γερμανούς
που μαύρισαν τα χρόνια.
Σκοτάδι, ήρθαν και έφεραν
σε μια μικρή Ελλάδα,
μα οι Έλληνες την άναψαν
της λευτεριάς τη δάδα.
Και σκόρπισαν παντού το φως
με αίμα και αγώνες
κι όλη η Ευρώπη γεύτηκε
της λευτεριάς σταγόνες.
ΕΙΜΑΙ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Είμαι παιδί της κατοχής,
της φτώχειας και της πείνας
και στα σοκάκια τριγυρνώ
της έρημης Αθήνας.
Ψάχνω ένα ξεροκόματο,
κει, μέσα στα σκουπίδια
και οι εχθροί με κυνηγούν
σαν μανιασμένα φίδια.
Κι αν πεινασμένο είμαι εγώ,
ξυπόλυτο παιδάκι,
σαν γίγαντας θ' αγωνιστώ
να φύγουνε οι δράκοι,
να έρθουνε οι όμορφες
της λευτεριάς οι μέρες,
να γίνουν ξέφρενα πουλιά
των Γερμανών οι σφαίρες.
Ο ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΣ
Στην τσέπη έχω τα καρφιά
στις ρόδες θα τα ρίξω,
βρε, άμυαλε, Γερμαναρά,
καμιόνια θα ανοίξω.
Θα πάρω τη βενζίνη σου,
θ' αρπάξω τις σαμπρέλες
και θα βουτήξω τα φαγιά,
καρβέλια και κονσέρβες.
Και θα τα δώσω στα παιδιά
την πείνα να ξεχάσουν
να δυναμώσουν, να χαρούν,
τα χείλη να γελάσουν.
Ο ΜΙΚΡΟΣ ΑΝΤΑΡΤΗΣ
Ένα παιδάκι το 'σκασε
απ' του σχολειού την πόρτα
τράβηξε, πήγε στο βουνό
και σύρθηκε στα χόρτα.
Το μίσος δεν το γνώριζε,
τον πόλεμο δε ξέρει.
Του Γερμανού ο φασισμός
τού όπλισε το χέρι.
Αντάρτης πήγε κι έγινε
για τη γλυκιά πατρίδα,
να λάμψει ακόμα μια φορά
της λευτεριάς η αχτίδα.
Η ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ
Μόλις περνούν οι Γερμανοί
την πόρτα της Αθήνας
τα δάκρυα κυλούν αργά
στα μάτια της Μαρίνας.
Το ήξερε πως ξεκινούν
οι δύσκολες ημέρες
και θα μαυρίσουνε ζωές
των Γερμανών οι σφαίρες.
Μα κάτω δεν το έβαλε
και μ' όλη την παρέα
στο υπόγειο μαζεύονταν
του φίλου τους Αντρέα.
Τις προκηρύξεις τύπωναν
μαζί με τη Μαρία.
Στα σκοτεινά συζήταγαν
για την ελευθερία.
Και τα βραδάκια στα στενά,
αυτή κι η Δωροθέα
στους τοίχους έγραφαν κρυφά
συνθήματα γενναία.
Κι ο Αποστόλης κι ο Μηνάς,
κι ο Άρης και η Ρένα
αγώνα κάναν δίκαιο,
χωρίς φόβο κανένα.
Τα χρόνια πέρασαν σκληρά
κι ήρθε η ελευθερία,
μα, πια, τα γελαστά παιδιά
ζούνε σε μέρη κρύα.
ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΑΝ
Ήταν φωνές, ήταν καρδιές
ήταν χιλιάδες νέοι.
Μια μάνα τους αναζητά,
μια μάνα τώρα κλαίει.
Μα οι νεκροί δεν πέθαναν
και ούτε και σωπαίνουν.
Από το χώμα ξεπηδούν
παίρνουν ζωή, ανασαίνουν.
Στους δρόμους χύνονται γοργά
σημαίες ανεμίζουν,
τα χέρια απλώνουν στα παιδιά
και φως λαμπρό σκορπίζουν.
Όλοι μαζί ένας χορός.
Ποτέ του δεν τελειώνει.
Και ένα αύριο λευκό
πάντα θα ξημερώνει.
ΜΑΖΙ
Κι οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί
κι οι Έλληνες κι οι ξένοι
από το χώμα αυτής της γης
αχ, είναι γεννημένοι.
Μαζί θα ανασαίνουνε,
μαζί και θα πονάνε
και προς το φως όλοι μαζί
παρέα θα προχωράνε.
Όμως το χθες δε χάνεται
και ούτε και ξεχνιέται.
Μα με το χθες σαν όπλο μας
ο φασισμός νικιέται.
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Με του '40 την πνοή,
το φως του '21,
μέσα στα χρόνια διάβαινα
για να γνωρίσω εσένα.
Ψηλή, αχνή, αγέρωχη
στον χρόνο δοξασμένη
και με το χρώμα της πληγής
πάντα είσαι βαμμένη.
Ελευθερία, σ΄ έψαχνα
από τη χαραμάδα
του σήμερα, του αύριο
ως στην αρχαία Ελλάδα.
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΛΕΥΤΕΡΙΑΣ
Σ' ένα χωράφι μια σταλιά
που λέγεται Ελλάδα
φύτεψα δέντρο-λευτεριά
το πότισα με δάκρυα.
Κι ήρθε και έγινε θεός,
με τον Θεό μιλάει
κι όσο κι αν θέλει ο εχθρός
το δέντρο δε λυγάει.
Και κάθε μέρα ξεπετά
νέους καρπούς και φύλλα.
Το βλέπω και αισθάνομαι
τρανή ανατριχίλα.
ΕΛΠΙΔΑ
Ο πόλεμος είναι φωτιά
που καίει τους ανθρώπους
και στάχτη αφήνει μοναχά
στους όμορφους τους τόπους.
Μα από τη στάχτη ξεπηδά
μία μικρή ελπίδα.
Την άρπαξα, τη φύλαξα
αμέσως σαν την είδα.
Στη χούφτα μου την κράτησα
σφιχτά να μη μου φύγει
για να τη δώσω στους λαούς
κι ας είναι τόση λίγη.
Κι απ' την ελπίδα τράφηκε
ολόκληρος ο κόσμος
και έτσι άνοιξε ξανά
της λευτεριάς ο δρόμος.
Όταν ήμουν παιδί
μού φόραγαν κάτι ριγέ πιτζάμες,
νύχτα-μέρα, λερωμένες
και κρυβόμουν σε μια μεγάλη αυλή.
Όταν ήμουν παιδί
κρύωνα πολύ όταν κοιμόμουν,
ο καπνός με έπνιγε
και φοβόμουν τη βροχή.
Όταν ήμουν παιδί
η μαμά, μου είπαν, έφυγε μια μέρα
και δεν την ξαναείδα
κι ύστερα έφυγαν και οι άλλοι.
Τώρα που μεγάλωσα,
έχω έναν αριθμό στο χέρι,
που δε φεύγει, δε θέλω να φύγει·
είναι η μαμά,
είναι ο καπνός,
είναι η βροχή,
είναι κι εκείνες οι λερωμένες πιτζάμες.
Διάβασε επίσης στη Χρωματιστή Τάξη:





