Κυριακή 6 Οκτωβρίου 2024

28η Οκτωβρίου 1940 (ποιήματα για μικρά παιδιά)

Πριν πάρα πολλά χρόνια, οι Γερμανοί φασίστες, με τους συνεργάτες τους, θέλησαν να κατακτήσουν όλον τον κόσμο και σκόρπισαν στους λαούς πόνο, φτώχεια, αδικία και θάνατο.
Οι Ιταλοί σύμμαχοί τους ζήτησαν από τον ελληνικό λαό να τους παραδώσει την πατρίδα του.
Οι Έλληνες όμως είπαν ένα τεράστιο ΟΧΙ και έτσι ξεκίνησε ένας μεγάλος αγώνας για την ελευθερία και την ειρήνη.
Τελικά το δίκιο νίκησε χάρις στους αγώνες και τις θυσίες των απλών ανθρώπων, που έδωσαν ακόμη και τη ζωή τους για την ελευθερία της Ελλάδας.


Ο Πέτρος Δημητριάδης έγραψε 
όμορφα ποιηματάκια για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου και για τα δύσκολα χρόνια της κατοχής. 
Ας τα απαγγείλουμε με δύναμη και ελπίδα, έχοντας πάντα στο μυαλό μας ότι τα μεγαλύτερα δώρα είναι η ειρήνη και η φιλία ανάμεσα στους λαούς. 


ΟΧΙ
«Όχι» φωνάζουν τα βουνά.
«Όχι» λένε οι κάμποι.
Σαν άστρο κει στον ουρανό
το «Όχι» πάντα λάμπει.

Και στο ρυάκι το νερό
«Όχι» θα τραγουδάει.
Και το πουλάκι στο κλαδί
«Όχι» θα κελαηδάει.

Το κύμα πάνω στον αφρό
το «Όχι» σχηματίζει.
Και το μικρό-μικρό παιδί
το «Όχι» ζωγραφίζει.


ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΦΟΒΑΜΑΙ
  Δεν τους φοβάμαι τους τρανούς,
τα όπλα, τα κανόνια,
τους Ιταλούς, τους Γερμανούς
που μαύρισαν τα χρόνια.

Σκοτάδι, ήρθαν και έφεραν
σε μια μικρή Ελλάδα,
μα οι Έλληνες την άναψαν
της λευτεριάς τη δάδα.

Και σκόρπισαν παντού το φως
με αίμα και αγώνες
κι όλη η Ευρώπη γεύτηκε
της λευτεριάς σταγόνες.


ΕΙΜΑΙ ΠΑΙΔΙ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ
Είμαι παιδί της κατοχής,
της φτώχειας και της πείνας
και στα σοκάκια τριγυρνώ
της έρημης Αθήνας.

Ψάχνω ένα ξεροκόματο,
κει, μέσα στα σκουπίδια
και οι εχθροί με κυνηγούν
σαν μανιασμένα φίδια.

Κι αν πεινασμένο είμαι εγώ,
ξυπόλυτο παιδάκι,
σαν γίγαντας θ' αγωνιστώ
να φύγουνε οι δράκοι,

να έρθουνε οι όμορφες
της λευτεριάς οι μέρες,
να γίνουν ξέφρενα πουλιά
των Γερμανών οι σφαίρες.
 

Ο ΣΑΛΤΑΔΟΡΟΣ
  Στην τσέπη έχω τα καρφιά
στις ρόδες θα τα ρίξω,
βρε, άμυαλε, Γερμαναρά,
καμιόνια θα ανοίξω.

Θα πάρω τη βενζίνη σου,
θ' αρπάξω τις σαμπρέλες
και θα βουτήξω τα φαγιά,
καρβέλια και κονσέρβες.

Και θα τα δώσω στα παιδιά
την πείνα να ξεχάσουν
να δυναμώσουν, να χαρούν,
τα χείλη να γελάσουν.


ΑΕΡΑ
  Στης Πίνδου τα ψηλά βουνά,
στο κρύο και στα χιόνια
 πρώτη φορά κελάηδησαν
της νίκης τα αηδόνια.

Και το τραγούδι ακούγονταν
μακριά, νύχτα και μέρα
κι οι στρατιώτες φώναζαν
το τρομερό «ΑΕΡΑ».

«ΑΕΡΑ» για τη λευτεριά,
«ΑΕΡΑ» στην ειρήνη,
«ΑΕΡΑ» για το δίκιο,
για την αδελφοσύνη.


Ο ΜΙΚΡΟΣ ΑΝΤΑΡΤΗΣ
Ένα παιδάκι το 'σκασε
απ' του σχολειού την πόρτα
τράβηξε, πήγε στο βουνό
και σύρθηκε στα χόρτα.

Το μίσος δεν το γνώριζε,
τον πόλεμο δε ξέρει.
Του Γερμανού ο φασισμός
του όπλισε το χέρι.

Αντάρτης πήγε κι έγινε
για τη γλυκιά πατρίδα,
να λάμψει ακόμα μια φορά
της λευτεριάς η αχτίδα.


Η ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΙ ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΗΣ
Μόλις περάσαν οι Γερμανοί
την πόρτα της Αθήνας
τα δάκρυα κύλησαν αργά
στα μάτια της Μαρίνας.

Το ήξερε πως ξεκινούν
οι δύσκολες οι ημέρες
και θα μαυρίσουνε ζωές
των Γερμανών οι σφαίρες.

Μα κάτω δεν το έβαλε
και μ' όλη την παρέα
στο υπόγειο μαζεύονταν
του φίλου τους Αντρέα.

Τις προκηρύξεις τύπωναν
μαζί με τη Μαρία. 
Στα σκοτεινά συζήταγαν
για την ελευθερία.

Και τα βραδάκια στα στενά,
αυτή κι η Δωροθέα
στους τοίχους έγραφαν κρυφά
συνθήματα γενναία.

Κι ο Αποστόλης κι ο Μηνάς,
κι ο Άρης και η Ρένα
αγώνα κάναν δίκαιο,
χωρίς φόβο κανένα.

Τα χρόνια πέρασαν σκληρά
και ήρθε η ελευθερία,
μα, πια, τα γελαστά παιδιά 
ζούνε σε μέρη κρύα.


ΜΑΖΙ
Κι οι Γερμανοί κι οι Ιταλοί
κι οι Έλληνες κι οι ξένοι
από το χώμα αυτής της γης
αχ, είναι γεννημένοι.

Μαζί θα ανασαίνουνε,
μαζί και θα πονάνε
και προς το φως όλοι μαζί
παρέα θα προχωράνε.

Όμως το χθες δε χάνεται
και ούτε και ξεχνιέται.
Μα με το χθες σαν όπλο μας
ο φασισμός νικιέται.


ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Με του '40 την πνοή,
το φως του '21,
μέσα στα χρόνια διάβαινα
για να γνωρίσω εσένα.

Ψηλή, αχνή, αγέρωχη
στον χρόνο δοξασμένη
και με το χρώμα της πληγής
πάντα είσαι βαμμένη.

Ελευθερία, σ΄ έψαχνα
από τη χαραμάδα
του σήμερα, του αύριο
ως στην αρχαία Ελλάδα.


ΕΛΠΙΔΑ
  Ο πόλεμος είναι φωτιά
που καίει τους ανθρώπους
και στάχτη αφήνει μοναχά
στους όμορφους τους τόπους.

Μα από τη στάχτη ξεπηδά
μία μικρή ελπίδα.
Την άρπαξα, τη φύλαξα
αμέσως σαν την είδα.

Στη χούφτα μου την κράτησα
σφιχτά να μη μου φύγει
για να τη δώσω στους λαούς
κι ας είναι τόση λίγη.

Κι απ' την ελπίδα τράφηκε
ολόκληρος ο κόσμος
κι έτσι άνοιξε ξανά
της λευτεριάς ο δρόμος.