Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Νικηταράς, από ήρωας, τυφλός ζητιάνος


Η Επανάσταση του 1821 είναι γεμάτη από ηρωικές πράξεις, σπουδαίους αγώνες αλλά και εικόνες που προκαλούν θλίψη και απογοήτευση.
Ήρωες που πρόσφεραν πολλά στον αγώνα, αντιμετωπίστηκαν, αργότερα, ως προδότες κι εχθροί του έθνους ή απλά απαξιώθηκαν.
Η ιστορία του Κολοκοτρώνη, του Νικηταρά, της Μαντώς Μαυρογένους κι άλλων σημαντικότατων αγωνιστών του 1821, αποδεικνύει ότι μέσα σ΄αυτό το μοναδικό επίτευγμα του ελληνικού λαού, είναι κρυμμένες και σελίδες σκοτεινές που θέλουμε να μη θυμόμαστε, αλλά πρέπει να γνωρίζουμε.


Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ήταν Έλληνας οπλαρχηγός και μεγάλη μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.
Έμεινε στην ιστορία ως Νικηταράς ο Τουρκοφάγος
Γεννήθηκε κοντά στη Μεσσηνία, το 1781. 
Η μητέρα του, Σοφία, ήταν αδερφή της γυναίκας του Κολοκοτρώνη. 
Ήταν ψηλός, ρωμαλέος και πολύ ικανός στο τρέξιμο. 
Από μικρό παιδάκι, πολεμούσε δίπλα στον πατέρα του, Σταματέλο.
Αργότερα πολέμησε στην Ιταλία και στα Επτάνησα.
Το 1818 έγινε μέλος της Φιλικής Εταιρείας.


Με το ξεκίνημα της επανάστασης, μαζί με τον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη κι άλλους οπλαρχηγούς μπήκε στην Καλαμάτα, στις 23 του Μάρτη του 1821.
Στις 24 Απριλίου της ίδιας χρονιάς πήρε μέρος στην πρώτη μάχη που δόθηκε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας.
Στις 18 Μαΐου του 1821, με μόλις 200 άντρες, αντιμετώπισε στα Δολιανά ισχυρή Τουρκική δύναμη 6.000 ανδρών.
Κατάφερε να τους προξενήσει τεράστια καταστροφή και σχεδόν να τους διαλύσει. Τρομαγμένοι οι Τούρκοι σκορπίστηκαν στα γύρω μέρη για να γλυτώσουν, εγκαταλείποντας τα ζώα και τα όπλα τους στα χέρια των Ελλήνων.


Συμμετείχε στην αντιμετώπιση του Δράμαλη στην Πελοπόννησο.
Όταν οι Έλληνες διέλυσαν τη στρατιά του Δράμαλη στα Δερβενάκια, ο Νικηταράς μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον Παπαφλέσσα προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στον εχθρό. 
Λένε ότι κατά τη διάρκεια της μάχης, έσπασε τρία σπαθιά, και όταν έσπασε και το τελευταίο, το χέρι του έπαθε αγκύλωση και μόνο με τη βοήθεια γιατρού κατάφερε να το ανοίξει και να βγάλει το σπαθί. 
Του έδωσαν το παρατσούκλι «Τουρκοφάγος», γιατί όπως πολεμούσε με μανία και δύναμη, μέσα στα αίματα, έμοιαζε με άγριο ζώο.


Ήταν αγνός και έντιμος αγωνιστής.
Όταν ρωτήθηκε, μετά τη μάχη, ποια λάφυρα θέλει, αυτός απάντησε: 
«Δεν θέλω τίποτα. Θέλω να δω την πατρίδα μου λεύτερη».
Ό,τι του έδιναν μετά τις μάχες, αυτός το χάριζε σε συμπολεμιστές του, ακόμη και στην πατρίδα, όπως έκανε με το σπαθί του.
Χαρίζοντας μια ταμπακιέρα στη γυναίκα του Αγγελίνα, της έγραψε:
«Την στέλνω σε σένα που αγαπώ ύστερα από την Πατρίδα. Λάβε την για να με θυμάσαι».
Επίσης είχε δανείσει αρκετά λεφτά στο κράτος, τα οποία δεν πήρε ποτέ πίσω.
Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι που απελευθερώθηκε η χώρα.


Μετά την απελευθέρωση, συνελήφθη δύο φορές, φυλακίστηκε και βασανίστηκε με διαταγή του βασιλιά Όθωνα. 
Μετά την αποφυλάκισή του, η κακή ψυχολογική κατάσταση και η φτώχεια επιδείνωσαν ακόμη περισσότερο την υγεία του και σιγά-σιγά άρχισε να χάνει την όρασή του.
Έτσι φτωχός και τυφλός άρχισε να ζητιανεύει. 
Του δόθηκε άδεια να ζητιανεύει, στον Πειραιά, κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας.


Λένε ότι μια μέρα, καθώς ζητιάνευε πέρασε από μπροστά του ένας απεσταλμένος της κυβέρνησης. 
Μόλις ο Νικηταράς κατάλαβε ποιος ήταν, μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
- Τι κάνετε, στρατηγέ μου; ρώτησε ο ξένος.
- Απολαμβάνω την ελεύθερη πατρίδα, απάντησε ο Νικηταράς.
- Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο; συνέχισε ο απεσταλμένος.
- Η πατρίδα μού έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος, απάντησε περήφανα ο Νικηταράς.
Ο ξένος αμέσως κατάλαβε, και φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες.
Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, αφού δεν έβλεπε, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο:
- Σου έπεσε το πουγκί σου. 
Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις.


Ο Νικήτας Σταματελόπουλος πέθανε τυφλός, το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου του 1849, αφού το προηγούμενο βράδυ είχε ζητήσει να τον βγάλουν στο παράθυρο 
«να νιώσει το τελευταίο ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα».
Τάφηκε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, δίπλα στον θείο του Θόδωρο Κολοκοτρώνη.
Με το πέρασμα των χρόνων, ο τάφος του χάθηκε και κανείς δεν γνωρίζει πια πού βρίσκονται τα οστά αυτού του σπουδαίου και αγνού πατριώτη.