Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2024

Μποέμ του Πουτσίνι


Η όπερα Μποέμ είναι μία από τις πιο γνωστές όπερες του Τζάκομο Πουτσίνι.
Το λιμπρέτο, δηλαδή τα λόγια, έγραψαν ο Λουίτζι Ίλικα και ο Τζουζέπε Τζακόζα, που βασίστηκαν στο θεατρικό έργο του Ανρί Μιρζέρ, Σκηνές από την Μποέμικη ζωή
Η παγκόσμια πρεμιέρα του έργου έγινε στο Βασιλικό Θέατρο στο Τορίνο, την 1η Φεβρουαρίου 1896, με μαέστρο τον Αρτούρο Τοσκανίνι.
Στην Αθήνα, παρόλο που αναφέρονται παραστάσεις του έργου, ήδη από το 1898 και το 1900, η όπερα Μποέμ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, από την Εθνική Λυρική Σκηνή, στις 17 Απριλίου 1948, σε μουσική διεύθυνση του Αντίοχου Ευαγγελάτου.


Οι βασικοί ρόλοι:
Ροντόλφο, 
ποιητής και αγαπημένος της Μιμή (τενόρος) 
Μιμή, 
μοδίστρα και αγαπημένη του Ροντόλφο (σοπράνο) 
Μαρτσέλο, 
ζωγράφος και πρώην αγαπημένος της Μουζέτα (βαρύτονος) 
Μουζέτα, 
τραγουδίστρια και πρώην αγαπημένη του Μαρτσέλο (σοπράνο) 
Σωνάρ, 
μουσικός (βαρύτονος)
Κολίνε, 
φιλόσοφος (μπάσος)
Μπενουά, 
σπιτονοικοκύρης (μπάσος)
Αλτσιντόρο, 
ο πλούσιος φίλος της Μουζέτα (μπάσος)


Πρώτη πράξη

Παρίσι, γύρω στο 1830.
Τέσσερις φίλοι ζουν φτωχικά, αλλά χωρίς σκοτούρες, μια αμέριμνη ζωή, σε μια μικρή σοφίτα στο Παρίσι. 
Είναι καλλιτέχνες και τύποι μποέμ, δηλαδή άνθρωποι που ζουν ξένοιαστα.
Ο Ροντόλφο είναι ποιητής, ο Μαρτσέλο είναι ζωγράφος, ο Σωνάρ είναι μουσικός και ο Κολίνε είναι φιλόσοφος.


Μια μέρα, ο σπιτονοικοκύρης έρχεται στη σοφίτα και ζητάει το νοίκι. 
Οι τέσσερις φίλοι, μη έχοντας τα λεφτά να τον ξεχρεώσουν, προσπαθούν να τον μεθύσουν.


Τελικά τον διώχνουν χωρίς να τον πληρώσουν και οι φίλοι πηγαίνουν στο καφέ Μόμους για να διασκεδάσουν.
Ο Ροντόλφο, ο ποιητής μένει στη σοφίτα για να συνεχίσει το γράψιμό του.
Ξαφνικά χτυπάει η πόρτα και μπροστά του εμφανίζεται μια γειτονοπούλα, φτωχικά ντυμένη και του ζητάει φωτιά για να ανάψει το κεράκι της.


Καθώς μπαίνει μέσα την πιάνει ένας δυνατός βήχας και πέφτει λιπόθυμη, μέχρι που τη συνεφέρει ο Ροντόλφο. 
Η Μιμή φεύγει αλλά διαπιστώνει πως έχει χάσει το κλειδί της. Καθώς γυρίζει να ψάξει να το βρει, σβήνει το κερί της αλλά και το κερί του Ροδόλφου. 
Μέσα στο σκοτάδι και ψάχνοντας για το κλειδί, τα χέρια τους συναντιούνται και οι δυο νέοι νιώθουν ένα έντονο συναίσθημα.


Ο Ροντόλφο λέει στη Μιμή το όνομά του και της ζητάει να του μιλήσει κι εκείνη για τον εαυτό της. 


Εκείνη του λέει ότι είναι μοδίστρα κι ότι θα προτιμούσε να ζει στην εξοχή που είναι γεμάτη λουλούδια. 
Ο Ροντόλφο, συγκινημένος από την αθωότητά της, μαγεύεται από την ομορφιά της ψυχής της και τη χάρη της.


Δεύτερη πράξη
Εντωμεταξύ, έξω στον δρόμο ο κόσμος διασκεδάζει, χορεύει, τραγουδάει, χαίρεται.


Ο Ροντόλφο και η Μιμή, ερωτευμένοι και ευτυχισμένοι, κατεβαίνουν από τη σοφίτα, αγκαλιασμένοι και συναντούν τους φίλους τους, στο καφέ Μόμους.


Σε λίγο φτάνει και η Μουζέτα, το πρώην κορίτσι του ζωγράφου Μαρτσέλο, με τον νέο αγαπημένο
της, τον Αλτσιντόρο.


Η Μουζέτα, που ακόμη έχει αισθήματα για τον Μαρτσέλο, κάθεται σε ένα διπλανό τραπέζι.
Προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή του, ενώ εκείνος δείχνει να ενοχλείται με την άνεσή της.


Η Μουζέτα τραγουδάει και χορεύει με τους θαμώνες του μαγαζιού.
Αυτό εκνευρίζει τον Μαρτσέλο αλλά και τον νέο αγαπημένο της, τον Αλτσιντόρο.


Οι δύο νέοι, τελικά, νιώθουν ότι η αγάπη τους δεν έχει σβήσει και ξαναγίνονται ζευγάρι.


Τριτη πράξη
Ο χειμώνας φτάνει αλλά τα πράγματα δεν πάνε καλά για τα δύο ζευγάρια που συνεχώς καβγαδίζουν.
Ο Μαρτσέλο και η Μουζέτα χωρίζουν.
Η υγεία της Μιμή συνεχώς επιδεινώνεται και ο Ροντόλφο, λόγω της φτώχειας του, καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να τη βοηθήσει.
Έτσι το ζευγάρι, παρόλο που αγαπιούνται πολύ, αναγκάζεται να χωρίσει.


Τέταρτη πράξη
Ο καιρός περνάει και οι τέσσερις φίλοι ζούνε στη μικρή σοφίτα μια πολύ φτωχική ζωή, γεμάτη στερήσεις.


Τώρα που η Μιμή και η Μουζέτα δεν υπάρχουν στη ζωή τους, ο Ροντόλφο και ο Μαρτσέλο προσπαθούν να συνεχίσουν τις ζωές τους.
Τίποτα όμως δεν είναι το ίδιο και οι δύο νέοι είναι δυστυχισμένοι.


Μια μέρα η Μουζέτα καταφτάνει ανήσυχη στη σοφίτα φέρνοντας μαζί της τη Μιμή που είναι πολύ άρρωστη και δε μπορεί να σταθεί στα πόδια της.
Ο Ροντόλφο αγκαλιάζει τη Μιμή, αλλά δεν μπορεί να τη βοηθήσει γιατί δεν έχει χρήματα. 
Η Μουζέτα βγάζει τα σκουλαρίκια και αποφασίζει να τα πουλήσει για να αγοράζει μία γούνα για να ζεστάνει τη Μιμή. 
Ο Κολίν, συγκινημένος πηγαίνει κι αυτός να πουλήσει το παλτό του για να αγοράσει λίγο φαγητό για τη Μιμή.


Ο Ροδόλφος και η Μιμή μένουν μόνοι, θυμούνται την πρώτη φορά που συναντήθηκαν και εκφράζουν για μια ακόμη φορά τον έρωτά τους.


Οι φίλοι ξαναγυρίζουν με φάρμακα και άλλα δώρα. 
Η Μιμή κλείνει τα μάτια της και μοιάζει σαν να κοιμάται. 
Ο Μαρτσέλο πηγαίνει κοντά της, βλέπει πως είναι πεθαμένη και φεύγει γεμάτος βαθιά λύπη. 
Ο Ροντόλφο, που κατάλαβε τι είχε συμβεί, τρέχει και ρίχνεται στο κρεβάτι ξεσπώντας με απόγνωση σε λυγμούς.


Όλη η παρέα είναι συντετριμμένη για τον χαμό της Μιμή.



Ας ακούσουμε στο παρακάτω βίντεο μια δαχτυλόκουκλα να διηγείται την ιστορία της όπερας Μποέμ με έναν γλυκό και συγκινητικό τρόπο.


Λίγα λόγια για τον Τζάκομο Πουτσίνι


Ο Τζάκομο Πουτσίνι γεννήθηκε στη Λούκκα της βόρειας Ιταλίας στις 22 Δεκεμβρίου 1858. 
Είναι ένας από τους δημοφιλέστερους Ιταλούς συνθέτες όπερας, καθώς οι περισσότερες όπερές του παίζονται συνέχεια στα μεγαλύτερα λυρικά θέατρα του κόσμου.
Μερικές από τις σημαντικότερες όπερές του είναι: 
Μανόν Λεσκώ (1893)
Μποέμ (1896), 
Τόσκα (1900) 
Μαντάμα Μπαττερφλάι (1904) 
Χελιδόνι (1917)
Αδελφή Αγγελική (1918)
Τζάνι Σκίκι (1918)
Τουραντότ (1924)


Διάβασε περισσότερα για τον μαγικό κόσμο της όπερας.