Πριν από εικοσιπέντε περίπου χρόνια είχε έρθει στο χωριό μου ένα παιδί από την Αλβανία· θα ‘ταν, δε θα ‘ταν 18 χρονών.
Ταλαιπωρημένο, φοβισμένο, χωρίς να ξέρει καλά-καλά τη γλώσσα, εμφανίστηκε στην πλατεία και έψαχνε δουλειά.
Τον πήρε ο θείος μου για να τον βοηθάει στα χωράφια.
Δεν είχε βέβαια πού να μείνει και ζήτησε από τον θείο μου μήπως μπορούσε να τον βάλει κάπου.
Του έστρωσαν να κοιμηθεί σε μια γωνία στην αποθήκη.
Μόλις το άκουσε η γιαγιά μου, έγινε έξω φρενών:
«Κι εντρέπεστε σον ασιερώνα εβάλατε τον παιδάν;».
«Δεν ντρέπεστε στον αχυρώνα βάλατε το παιδί;»
Τον πήρε στο δωμάτιό της, έβαλε ένα ντιβάνι δίπλα στο δικό της και τις κρύες νύχτες του χειμώνα ο Μπλέντι κοιμόταν, ακόμη και στο ίδιο κρεβάτι με τη γιαγιά μου, όπως και τα εγγόνια της.
Εκείνη την εποχή ακουγόταν φοβερά πράγματα για τους ξένους, αλήθειες και ψέματα.
Όταν μετά από καιρό, ρώτησα τη γιαγιά μου πώς και δε φοβήθηκε και έβαλε έναν ξένο άνθρωπο στο σπίτι της, μού είπε:
«Αχ, γιάβρουμ, αμόν ατόν τον παιδάν έμνε κι εγώ με τα αδερφάδας μ, σιν Τουρκίαν. Κι αν ο Τούρκος κι εβάλνε μας σον σπίνατ, ατώρα…»
«Αχ , μωρό μου, σαν αυτό το παιδί ήμουνα κι εγώ κάποτε με τις αδερφές μου, στην Τουρκία κι αν ο Τούρκος δε μας έβαζε στο σπίτι του, τώρα …»
Μου είπε για τότε που ένας Τούρκος, τους έμπασε κρυφά στον αχυρώνα του, με κίνδυνο της ζωής του, για να βρουν καταφύγιο από το κρύο και τους κυνηγούς τους.
Τους έβαλε να κοιμηθούν δίπλα στα ζώα κι όντας φτωχός, ο άνθρωπος, δεν είχε φαγητό να τους δώσει.
Το βράδυ όταν όλοι κοιμήθηκαν, η μεγάλη αδερφή τής γιαγιάς μου, πλησίασε το μοσχαράκι και το έπνιξε με τα ίδια της τα χέρια.
Την άλλη μέρα ο Τούρκος, βλέποντας το ψόφιο ζώο και μη γνωρίζοντας πώς πέθανε -οι Τούρκοι δεν έτρωγαν κρέας από ψόφιο ζώο-, το έδωσε στην οικογένεια της γιαγιάς μου να το φάνε.
Αλήθεια, τι θα λέγαμε σήμερα για έναν αλλοδαπό που θα τον βοηθούσαμε, θα του δίναμε στέγη κι αυτός θα μας το ανταπέδιδε έτσι;
Μου είπε για τη μεγάλη αδερφή της, την Ελένη, που παντρεύτηκε έναν Τούρκο και έμεινε εκεί για να γλυτώσει από τα βάσανα τις ξενιτιάς.
Μου είπε για τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα, που τους φώναζαν Τουρκάκια.
Για το νέο χωριό που έχτισαν στη ράχη του βουνού, πάνω σε χαλάσματα άλλης εποχής.
«Απρώτα χτίσαμε το σχολείον, μετά την εκκλησίαν κι ύστερα τα οσπίτια»
«Πρώτα χτίσαμε το σχολείο, μετά την εκκλησία κι ύστερα τα σπίτια.»
Άκουσα πολλά, ιστορίες αληθινές και ήθελα να μάθω γιατί, γιατί τόσοι άνθρωποι βασανίστηκαν, γιατί τόσες ψυχές χάθηκαν, αφού οι απλοί Τούρκοι και οι απλοί Έλληνες ζούσαν αρμονικά μεταξύ τους;
Μέχρι τότε είχα μια εικόνα για τους καλούς Έλληνες και τους κακούς Τούρκους.
Για το νέο χωριό που έχτισαν στη ράχη του βουνού, πάνω σε χαλάσματα άλλης εποχής.
«Απρώτα χτίσαμε το σχολείον, μετά την εκκλησίαν κι ύστερα τα οσπίτια»
«Πρώτα χτίσαμε το σχολείο, μετά την εκκλησία κι ύστερα τα σπίτια.»
Άκουσα πολλά, ιστορίες αληθινές και ήθελα να μάθω γιατί, γιατί τόσοι άνθρωποι βασανίστηκαν, γιατί τόσες ψυχές χάθηκαν, αφού οι απλοί Τούρκοι και οι απλοί Έλληνες ζούσαν αρμονικά μεταξύ τους;
Μέχρι τότε είχα μια εικόνα για τους καλούς Έλληνες και τους κακούς Τούρκους.
Κι ήρθε η Ιστορία να μου πει ότι πίσω από τις συνεχείς εξορίες των Ποντίων κρυβόταν οι Γερμανοί σύμβουλοι των Τούρκων, που συμβούλευαν τον Κεμάλ να μην κάνει μαζικές σφαγές, για να μη δεχτεί την παγκόσμια κατακραυγή αλλά να στέλνει τους Έλληνες και τους Αρμένιους σε συνεχείς εξορίες, ώστε να πεθάνουν από την πείνα, τις αρρώστιες και τις κακουχίες.
Η Διδώ Σωτηρίου στο βιβλίο της «Τα ματωμένα χώματα» λέει: «Μην παραμελήσετε να ψάξετε και για τους αίτιους, γιατί αυτό το σημείο είναι πάντα μπερδεμένο. Υπεύθυνοι δεν είναι μονάχα οι Τούρκοι.
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί, που κρατούσανε στα χέρια τους τον πλούτο και τα κλειδιά της Ανατολής, έπρεπε να φύγουν από τη μέση, γιατί ήτανε εμπόδιο για τον γερμανικό επεκτατισμό κι αργότερα για τους κεφαλαιούχους που στεκόντανε πίσω από την Αντάντ.
Πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή, που ξεκινούσε απ’ τη Βαγδάτη και τη Μουσούλη κι έφτανε ίσαμε το λιμάνι της Σμύρνης, διασχίζοντας τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής και τα μυθικά πλούτη της Μικρασίας, εκεί πάνω κυλούσαν τα πιο άτιμα και πανούργα όνειρα της οικονομικής κυριαρχίας των ξένων μονοπωλίων.
Η ιστορία για το χρυσόμαλλο δέρας συνεχιζότανε…»
Αυτά τα λέει η Διδώ Σωτηρίου.
Η ιστορία πάντα επαναλαμβάνετε κι όσο επαναλαμβάνετε τόσο παρωδία γίνεται, τόσο κωμωδία, αλλά οι λαοί ζουν την τραγωδία και δυστυχώς, έχουν τόσο βραχεία μνήμη.
Κι ήρθε ο ιστορικός να μας πει ότι μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι θέλησαν να ξαναμοιράσουν τη Μεσόγειο κι είπαν να δώσουν κάτι και στην Ψωροκώσταινα.
Κι έτσι ξεκίνησε η Μικρασιατική Εκστρατεία για να ελευθερώσουν τάχα τους σκλαβωμένους Έλληνες στα βάθη της Τουρκίας, ενώ η αστική τάξη, οι πλούσιοι Έλληνες, απαιτούσαν να ανοίξουν οι αγορές, για να πωλούνται τα προϊόντα των πλουσίων στα πέρατα της γης.
Κι ο λαός πίστεψε σε μια μεγάλη ιδέα, σε μια μεγάλη Ελλάδα.
Κι όπως της έταξαν της Ελλάδας, έτσι την πούλησαν.
Κι ήρθαν οι σφαγές, η εξορία, ο ξεριζωμός, ο απίστευτος πόνος.
Πίσω από όλα το χρήμα, πίσω απ΄ όλα το κεφάλαιο.
Οι λαοί όμως έχουν ανάγκη ένα μεγάλο κομμάτι ψωμί.
Αυτές κάνουν τους πολέμους.
Το μαχαίρι όμως το κρατάμε εμείς, ο απλός άνθρωπος κι αυτός το χώνει βαθιά.
Αυτός μισεί, αυτός σκοτώνει.
Όταν λέμε «Δεν ξεχνώ», αλήθεια τι εννοούμε;
Εννοούμε ότι δεν ξεχνώ αυτά που μου έκαναν και κάποια στιγμή θα πρέπει να πάρω εκδίκηση και να κάνω κι εγώ τα ίδια σ’ αυτούς ή σε κάποιους άλλους;
Αυτό εννοούμε;
Η μνήμη και τα βιώματα πρέπει να είναι όπλο, αλλά όπλο προς το καλό.
Πριν αρκετά χρόνια είχα πει σε μια μητέρα μαθητή μου:
«Μπράβο σας για όλα αυτά που κάνετε για τα παιδιά από άλλες χώρες, που βοηθάτε, που νοιάζεστε, που τα φέρνετε σπίτι σας, να παίζουν με τα παιδιά σας» και μου απάντησε:
«Μα δεν το κάνω για τα άλλα παιδιά· για το δικό μου παιδί το κάνω.»
«Μα δεν το κάνω για τα άλλα παιδιά· για το δικό μου παιδί το κάνω.»
«Τι εννοείτε;» τη ρώτησα,
«Αν μάθω στο παιδί μου να μισεί, τότε τα άλλα τα παιδιά θα απομονωθούν κι όλο αυτό το μίσος θα γυρίσει πίσω και το δικό μου παιδί θα κινδυνεύσει. Το μίσος φέρνει μίσος».
Τελικά, θέλει, ας μου επιτραπεί η λέξη, θέλει… πολλή μαγκιά για να καταλάβεις ότι στη διπλανή πόρτα δεν κρύβεται ο εχθρός, αλλά ένας άνθρωπος, φτωχός, ένας άνθρωπος σαν κι εσένα.
Θέλει μαγκιά για να μπορέσεις να δεις ότι, για την κακή σου μοίρα, δε φταίει ο άλλος, δε φταίει ο ξένος, δε φταίει ο διαφορετικός.
«Αν μάθω στο παιδί μου να μισεί, τότε τα άλλα τα παιδιά θα απομονωθούν κι όλο αυτό το μίσος θα γυρίσει πίσω και το δικό μου παιδί θα κινδυνεύσει. Το μίσος φέρνει μίσος».
Τελικά, θέλει, ας μου επιτραπεί η λέξη, θέλει… πολλή μαγκιά για να καταλάβεις ότι στη διπλανή πόρτα δεν κρύβεται ο εχθρός, αλλά ένας άνθρωπος, φτωχός, ένας άνθρωπος σαν κι εσένα.
Θέλει μαγκιά για να μπορέσεις να δεις ότι, για την κακή σου μοίρα, δε φταίει ο άλλος, δε φταίει ο ξένος, δε φταίει ο διαφορετικός.
(Νίκος Συμεωνίδης)