Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Ελληνικά ποιήματα για τον νέο χρόνο


Η χρονιά αλλάζει και μαζί αλλάζουν οι ζωές των ανθρώπων.
Χαρά, ευτυχία, έρωτας, απογοήτευση, μοναξιά, θλίψη, ελπίδα και χιλιάδες άλλα συναισθήματα περιμένουν στη σειρά για να αγκαλιάσουν τους ανθρώπους τη νέα χρονιά.
Τι συμβολίζει όμως αυτή η αλλαγή του χρόνου για τους λογοτέχνες μας;
Οι ποιητές και οι ποιήτριες υποδέχονται τη νέα χρονιά με τον δικό τους, ιδιαίτερο τρόπο. 


Ιανουάριος
(Τάσος Λειβαδίτης)

 Ένας καινούργιος χρόνος. 
Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει; 
Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα. 
Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο.


Νύχτωσε
(Γιάννης Ρίτσος)

Ακόμη ένας χρόνος… είπε·
Ένας χρόνος περισσότερο στον χρόνο του
Ένας χρόνος λιγότερο απ’ τον χρόνο του. 
Απ’ το παράθυρο είδαμε
Βαρέθηκε τα ποιήματα,
Βαρέθηκε τη μουσική.
Τ’ αγάλματα κωφάλαλα.
Να πιω τον καφέ μου – είπε.
Να καπνίσω το τσιγάρο μου.
Να είμαι, να μην είμαι
Διπλά
Μέσα σ’ αυτή την ησυχία,
Μέσα σ’ αυτό το θαύμα-τίποτα.

Κι η αποψινή γιορτή αναβλήθηκε.
Κι ούτε που ξέραμε καθόλου
Τι θα πενθούσαν, τι θα γιόρταζαν.
Μεμιάς ανάψανε τα φώτα κι έσβησαν.
Απ’ το παράθυρο είδαμε τους μουσικούς·
Πέρασαν άφωνοι τη λεωφόρο
Έχοντας στους ώμους τους
Τεράστια χάλκινα όργανα.
Μείνε, λοιπόν, εδώ,
Κάπνισε το τσιγάρο σου
Μέσα σ’ αυτή τη μεγάλη ησυχία
Μέσα σ’ αυτό το θαύμα-τίποτα.
Κωφάλαλα τ’ αγάλματα.
Κωφάλαλα και τα ποιήματα. Νύχτωσε.


Άπαντες απόντες
(Αριστέα Παπαλεξάνδρου)

Είχε καλόν καιρό και μαύρη θλίψη στην Αθήνα
Χριστούγεννα του εννιά
Πρωτοχρονιά του δέκα
Κινητικότητα πολλή
Γιορτές που κλήθηκαν
κι οι πεθαμένοι να γιορτάσουν
Δείπνα μ’ ευχές και προτροπές
να σας ξεχάσω κάποιες μέρες
όλοι το λέγαν κι έλιωνα πως ίσως κάτι ξέραν
τόσο πικρό κι ανείπωτο
σαν νά ’ναι θάνατός μας
Ώσπου μου τό ’στειλες κι εσύ
το λυπημένο γράμμα
κι ό,τι κι αν πω θά ’ναι ϕαιδρό
σαν όλα τα θλιμμένα
Και θα κρατούν αιώνια
οι νύχτες που θα έρθουν
με δίχως την ανάσα σου
με δίχως τη φωνή σου
σαν τις παλιές τις εποχές
Πρωτοχρονιές του κόσμου
Έξω να βγω κόσμο να δω κι εσένα να ξεχάσω
Λες κι η ζωή μου δόθηκε
για να την διαγράψω.


Πρωτοχρονιά 
(Κωστής Παλαμάς)

Αγάπες πρώιμες, όψιμες, αλαργινοί καιροί,
τώρα και χτες, πληγές, χαρές, ω ριζικά του κόσμου,
κι εσείς που κάπου ζήσατε, και λιώνετε νεκροί,
κι εσείς με μάτια ολάνοιχτα που ζείτε ακόμα εμπρός μου,

πατρίδα μου, πατρίδες μου, θύμησες, τόποι, νιάτα,
κι εσείς ονείρατα άστρεχτα, κι η ελπίδα εσύ, και ο τρόμος
κι η ορμή, κι εσείς που απάντησα και σύντυχα στη στράτα,
ή καβαλάρης στης ζωής το διάβα ή πεζοδρόμος,
καρποί που μαραγκιάσατε κι εσείς βλαστοί δροσάτοι,

φαντάσματα και πλάσματα, χαρίστρα μου η ψυχή.
Της ρήγισσας Πρωτοχρονιάς μεστό είναι το παλάτι,
διάπλατα σας ανοίγεται, και πλούσιοι και φτωχοί.
Ρήγας κι εγώ, στο ερημικό νησί μου πάντα, ορίζω
το θησαυρό που δίνεται, και δε θε να στερέψει.

- Ξένοι, δικοί μου, φίλοι μου και οχτροί μου, 
σας χαρίζω τη λυρική μου σκέψη!


Δεκέμβρης, τριάντα ένα
(Δέσποινα Κωνσταντίνου)

Δεκέμβρης, τριάντα ένα
Αλλιώτικη η νύχτα απόψε
το φεγγάρι βάρεσε τόσο πολύ
να προσκυνήσει τελευταίο
της γης τ’ ακροτόπια
και φιλούσε της αιωνιότητας τα δάκτυλα
που μετρούσανε τις ώρες
καθώς άπλωναν ξεψυχισμένα σινιάλα
μεθυσμένα στην καπνιά του πανηγυριού
κρυμμένα μενταγιόν
αλάλητων στεναγμών του Δεκέμβρη
π’ ανασαίνουν και μόνο
στου νέου χρόνου την προσμονή.


Τα χρόνια είναι ουδέτερα
(Νίκος Συμεωνίδης)

Κι αυτή η νέα χρονιά δεν ήρθε.
Θυμάσαι πόσον καιρό περίμενες;
Μια φίλη γένους θηλυκού.

Κλείνεις το φως
κι όταν το ξανανοίγεις,
μόνο η μουσική αλλάζει
γιατί εσύ την αλλάζεις.
Κυρίες, κύριοι και φαντάσματα
το τραπέζι είναι έτοιμο.
Αρπάζεις τη λαβίδα
και σερβίρεις.
Γεύσεις, μυρωδιές του αέρα,
όχι του οξυγόνου.
Ανοίγεις το παράθυρο να δεις.
Βουβά και αόρατα πυροτεχνήματα.
Μόνη.

Κι αυτός ο νέος χρόνος δεν ήρθε.
Θυμάσαι πόσον καιρό περίμενες;
Έναν φίλο γένους αρσενικού.

Κι όμως ήρθαν και περάσαν τόσα χρόνια.
Στάθηκαν για λίγο στο κατώφλι,
κοντοστάθηκαν, που λες,
μετά μπήκαν στη σάλα,
μα δεν τα καλωσόρισες.
Δεν τα πήρες καν χαμπάρι.
Γιατί απλά ήταν ουδέτερα.
Δεν το ξέρεις;
Τα χρόνια είναι ουδέτερα.


Πρωτοχρονιά
(Όλγα Μούσιου-Μυλωνά)

Πρωτοχρονιές, τομές συμβολικές
μες στον αιώνιο χρόνο
το μέτρημα της εμπειρίας
κι ο εξορκισμός της ματαιότητας.

Με αφέλεια παιδική και τρυφερότητα
η μοιρασιά της ευτυχίας
σαν τις φέτες του μανταρινιού
σε μέρες, μήνες, χρόνια κι εποχές.

Με γιορτές που καταφάσκουν
το ανάγλυφο των βιωμάτων μας
κι ανέγγιχτο αφήνουν το εσώγλυφο
της πιο βαθιάς συγκίνησής μας.

Συμβολισμοί της καταγωγικής μας ιστορίας
για να ξεκινάει αέναα η μοίρα του Ανθρώπου
κάθε τόσο από την αρχή…
έως της συντέλειας της μοναξιάς μας.

Κι ύστερα… έρχεται ο Άλλος!
O Άλλος της πρωταρχικής απεύθυνσης
που κάνει τις αληθινές τομές
στης ιστορίας μας τον χρόνο.

Κι οι μέρες όλες γίνονται γιορτές
Πρωτοχρονιές και πανηγύρια!
Πόσο υπέροχη είναι η αγάπη…
Πόσο υπέροχος είναι ο Άνθρωπος!


Πρωτοχρονιά των ξένων
(Σωτήρης Παστάκας)

Τη φετινή Πρωτοχρονιά, για δώρο 
θέλω να μου πεις ένα ωραίο παραμύθι, 
από τα παιδικά σου χρόνια, 
σε κάποιο χωριό της νότιας Ιταλίας. 
Ως μικρότερη από τις πέντε αδερφές της μητέρας σου. 
Χωρίς πατέρα και παππού, μ’ έναν λιμοκοντόρο θείο. 
Η γιαγιά, οι καλόγριες, στίξη κι αντίστιξη των παιδικών σου χρόνων. 
Ένα χρόνο προτού σε συναντήσω, αντίκρισα την Αδριατική κατάματα, τη νύχτα διασχίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη με το τρένο. «Χαίρε Απουλία» φώναξα, «και θάλασσα δική μας»… 
Κάθε ελαιόδεντρο κι ένας κήρυκας που έστελνε η πατρίδα μου να με προϋπαντήσει. 
Κι η ποίηση απέκτησε για μια στιγμή ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, μικρής παιδίσκης που έπαιζε στο χώμα με τους σβόλους. 
Σε ξαναβρήκα, αλλά στο μεταξύ μεγάλωσες πιο γρήγορα από μένα, μες στη βιασύνη σου και με ξεπέρασες: Σ’ αντάμωσα γυναίκα. 
Φέτος την Πρωτοχρονιά. που πίσω σου ξέμεινα οριστικά και πια δε σε προφταίνω, θύμισέ μου, σε παρακαλώ, τι μεγάλος ποιητής υπήρξα, όταν δεν έγραφα ποιήματα.


Το τραγούδι της Πρωτοχρονιάς
(Δημήτρης Βερναρδάκης)

Σιμά Σου πάλι νείρομαι νύχτες ευτυχισμένες,
Όταν στην άγια ζεστασιά συχνά Σου ανιστορούσα
Της μυστικής Αγάπης μας θύμησες χαϊδεμένες,
Και Σε φιλούσα.
Κι έβλεπα μες στα μάτια Σου πάντα ν’ αντιφεγγίζει
Της περασμένης μας Ζωής μια αιώνια καλοσύνη,
Σαν κάποιο αστέρι ερωτικό που μας γλυκοφωτίζει,
Χωρίς να σβήνει.
Οι χειμωνιάτικες βραδιές, τώρα στη μοναξιά μου,
Θαρρείς ποτές δε σώνονται, θαρρείς πως κάτι αφήνουν
Μες στην καρδιά μου.
Κι έρχονται θύμησες παλιές τη θλίψη ν’ απαλύνουν,
Μ’ ένα Πρωτοχρονιάτικο τραγούδι αγαπημένο
Κι ευλογημένο.


Ρεβεγιόν
(Γιάννης Βαρβέρης)

Στις δώδεκα στο φώτο φίνις
πουλαράκι μονοετές
απ’ την οθόνη ξεμπουκάρει
συντρίμμι στο χαλί
το νέον έτος.
Ο αναβάτης τροπαιοφόρος θα διαγγείλει τώρα.
Μέσα οι γυναίκες μουσακάδες τριώροφοι.
Τι λέτε ρε, το ξέρετε πως το ’55
εγώ νοστάλγησα το μέλλον
και γεννήθηκα;
Κι αυτό τον τύπο να τόνε κεράσετε
μια ελίτσα με κουκούτσι
για να μπερδευτεί.
Και φέρτε τώρα όλο το ψυγείο μπροστά μου.
Και τη βασιλόπιτα.
Δωσ’ το μαχαίρι:
Ένα της ποίησης
άλλο της ποίησης
τρίτο της ποίησης…


Ο νέος που έρχεται
(Γρηγόρης Γεωργουδάκης)

Να έρθουν κύματα σιγανά
 σε θάλασσα γαλάζια
 κι ένα ανθό της μυγδαλιάς να ανεβάσει ο χρόνος
 αντίκρυ σ’ όποια πνιγηρή μελαγχολία.
 Να έρθουνε νέφη για καλό σκοπό
 να σιγοτραγουδήσουν οι πηγές και τα ποτάμια
της δημιουργίας.
Να ‘ναι γερές οι πολιτείες, καθαρές
με τις σημαίες τους να κυματίζουνε ειρήνη.
Ο κόσμος να πορεύεται ακμαίος
ήρεμος προς την αυτογνωσία του
ήσυχος προς το δειλινό του γήρατός του.
Γυρίζει πάλι ο ήλιος απ’ το χειμερινό απώτερό του
ως του φωτός ξίφος
στο νέο χρόνο που έρχεται να διώξει
κάθε δασώδη και δυσώδη φαντασία.
Όμορφη μέρα με τα θέλγητρά της να ‘ναι
ο νέος που έρχεται χρόνος
η νέα στροφή της γης γύρω απ’ έναν Ήλιο.


Πρωτοχρονιά 2021
(Πηνελόπη Ι. Ντουντουλάκη)

Τα βράδια ονειρεύομαι στην άδεια πόλη
την πάχνη της αλμύρας στα πέτρινα τείχη
τα φώτα που καθρεφτίζονται στα νερά
τον παφλασμό ή βρυχηθμό των κυμάτων
την πρόσκληση ή την απειλή
τη θάλασσα που καταργεί το άσυλο της γαλήνης
όταν η ώρα είναι δίχως μέλλον
τον νυσταλέο γλόμπο στο παλιό διώροφο
και τα φωτάκια που δειλά, αναβοσβήνουν
πίσω από το θαμπό τζάμι.
Μια στήλη φωτός σαν ουράνιο σιρίτι
αμήχανη και μονάχη στην προκυμαία
προαναγγέλλει την Πρωτοχρονιά
καθώς οι λιγοστοί διαβάτες αφήνουν
λέξεις αιωρούμενες
φράσεις ημιτελείς
τις πιο αβέβαιες καληνύχτες.
Βλέπω τον ωκεανό των ψυχών στον ουράνιο θόλο
και πέρα σε τόπο αθέατο
γνωρίζω πως υπάρχει η Φάτνη
που πάντοτε περιβάλλει με ζήλο
το Φως.


Πρωτοχρονιά
(Έλσα Θάρρη)

Κι αν δεν αλλάζει κάτι,
κάτι αλλάζει.
Είναι εκείνο το δευτερόλεπτο,
είναι ο ακοίμητος δείκτης.
Πάντα δείχνει έξω από το ρολόι.
Πολύ μακριά.
Γιατί εκεί έξω αλλάζουν περισσότερα.
Αλλάζουν όλα.


Η Πρωτοχρονιά
(Γεώργιος Σουρής)

Χειμώνας, νύχτα, βροχή, κρύο.
Ένας ρωμιός χωρίς παρά
Κάθεται σ' ένα καφενείο
Συλλογισμένος φοβερά.

Ξάφνου σηκώνει το κεφάλι,
Και του ξεφεύγει ένα Α!!
Με ρουχ' αλλόκοτα και κάλλη,
Σαν οπτασία, σα σκιά,

Ψηλή γυναίκα εμπρός του στέκει.
Και τον κοιτάζει τρυφέρα.
“Τι θέλεις από με, κυρά;”
Θέλει να πει, αλλά τα μπλέκει.

Τον πιάνει φόβος. Πάει να φύγει.
Αλλά να φύγει δε μπορεί
Τρίβει τα μάτια του, τ' ανοίγει,
Μα πάλι μπρος του τη θωρεί.

Από μετάξ' η φορεσιά της
Και από τράπουλας χαρτιά.
Κάτου στο πάτωμα η ουρά της
Ξεσέρνεται, μακριά, πλατιά.

Στους ώμους της διπλώνει ταίρι
Φτερά διαμαντοπλουμιστά,
Με χάρις το 'να της το χέρι
Ένα χρυσό ραβδί βαστά.

Και στ' άλλο της κρατεί ζεμπίλι
Οπού μʼ ασήμʼ είναι φκιαστό,
Όλο γεμάτο ως τα χείλη
Βαρύ βαρύ, αλλά κλειστό.

Μα τι παράξενη ωραιότης,
Και τι θωριά αστραφτερή!
Ανάμεσα στο μέτωπό της,
Όπως στων Τούρκων τα Ουρί

Λάμπει ένα κάρβουνο αναμμένο,
Ένα ρουμπίνι μαγικό!
Και λέει στο νιό το σαστισμένο
Μ' ένα χαμόγελο γλυκό:

“Εγώ στις μοίρες ειμ' η πρώτη,
Πάντα χιλιόπλουτη και νιά.
Με χαιρετούν χαρές και κρότοι,
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά.

Άλλους πλουτίζω, άλλους φτωχαίνω
Με ευσπλαχνία ή μ' απονιά.
Όλους εδώ σας ξετρελαίνω
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά.

Μα τώρ' αυτά που 'χω για σένα
Ποτέ καμμιά της γης γωνιά,
Κανείς δεν τα είδε αραδιασμένα,
Εγώ είμαι η πρωτοχρονιά!

Πες μου τι θες να σου χαρίσω,
Αγαπημένο μου παιδί;
Λέγε. Μου φτάνει να σ' αγγίξω
Με το χρυσό μου το ραβδί!

Θες να γλεντήσεις στο Παρίσι;
Θέλεις στην Λόντρα ν' ακουστείς;
Να πας σ' Ανατολή και Δύση
Ακούραστος σεργιανιστής;

Θέλεις να χάσκουν, καβαλάρης
Όταν περνάς κάθε μεριά;
Στην εμορφιά να είσαι Πάρης,
Και Οδυσσεύς στην πονηριά,

Στην εκκλησία Πατριάρχης,
Αρχιρραβίνος μες στη χάδρα,
Να γράφεις στίχους σαν Πετράρχης,
Να λαχταρά για σε μια Λαύρα;

Πες μου τι θέλεις να σε κάνω;
Αυλάρχη, λόρδο, στρατηγό,
Κατακτητή, σοφό, σουλτάνο,
Θησαυροφύλακα, υπουργό;

Ότι κι αν θες, μικρό, μεγάλο,
Μπροστά σου θα το δεις ευθύς,
Φτάνει το χέρι μου να βάλω
Μες στο ζεμπίλι… Τι ποθείς;”

Μόλις το στόμα της εκλείσθη
Και μόλις πήρε ανασασμό,
Αυτός λιγάκι εσυλλογίσθη,
Και απαντά:
– Διορισμό!


Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
(Κική Δημουλά)

Απόγευμα πρωτοχρονιάς 
ψυχή στους δρόμους. 
Μονάχα κάτι γκρίζο παλαιό 
καινούργιου χρόνου.

Τρέμουν από το κρύο 
τα σταυροδρόμια και οι γωνίες 
σφίγγονται κολλάνε να ζεσταθούν 
επάνω σε αλλότριας πατρίδας 
πλανόδιους ανθοπώλες 

μπουκέτα φασκιωμένα 
με αγριωπό χαρτί 
και η φτηνή ποιότητα 
με τρύπες διανθισμένη γύρω γύρω 
από αυτοδίδακτο ψαλίδι καμωμένες 

όπως κι εμείς όταν παιδιά 
για σχέδια πεινασμένα 
σ’ εφημερίδα διπλωμένη ομοιόμορφα 
μικρά τετραγωνάκια ψαλιδίζαμε 
κι όπως ξεδιπλωνόταν το χαρτί 
τι χαρούμενα τι αλλεπάλληλα, τι συμμετρικά 
παραθυράκια διάπλατα μάς άνοιγε το μέλλον. 

Απόγευμα πρωτοχρονιάς 
ψυχή στους δρόμους 
μόνο κλειστά μεγάλα γκρίζα παράθυρα 
κι ένα φτωχό χιονόνερο που ζητιανεύει χιόνι.


Πρωτοχρονιά στον οίκο ευγηρίας
(Αγγελική Σιδηρά)

Απόψε οι πιτζάμες και τα νυχτικά μείνανε απορημένα,
άδεια στα δωμάτια.
Οι γέροι έπλεαν σχεδόν μέσα στα σκούρα τους κοστούμια
με τη χαρακτηριστική γυαλάδα, να επιβεβαιώνει τις μνήμες που’χε συσσωρεύσει ο χρόνος.
Τουναντίον οι ηλικιωμένες ασθμαίνανε στα εφαρμοστά κορσάζ. Κιτρινισμένες δαντέλες στους ποδόγυρους και στα μανίκια πασχίζανε να ξεγελάσουν τους ρόζους και τις φλέβες τους.
Η προϊσταμένη έβαλε έναν δίσκο στο γραμμόφωνο.
Οι νότες ορμήσανε παρείσακτες στο θλιβερό σαλόνι.
Κάποια γριά με καπελάκι βυσσινί ξεκίνησε να κλαίει.
Ο τρόφιμος του 73 μ’ εκείνη τη θεόμουρλη του 4 άνοιξαν τον χορό. 
Σε λίγο ξεθαρρέψανκαι σμίξαν τα ρυτιδιασμένα μάγουλά τους. Chick to chick! 
Κάποιες γριές, ελλείψει καβαλιέρων, χόρευαν μόνες τους. 
Ακκίζονταν, αφύσικα κουνώντας τα κυρτωμένα τους κορμιά. 
Ο πατέρας ξέχασε ότι δεν θυμάται πια και άρχισε παράφωνα να μουρμουρίζει τη Ραμόνα.
Οι λίγοι επισκέπτες συγγενείς αμήχανοι κοιτάζαμε την ώρα.

Μετά κόλλησε ο δίσκος στο γραμμόφωνο κι επαναλάμβανε συνέχεια: Ραμόν, Ραμόν, Ραμόν. Αυτό σαν να τους άρεσε. Κουνούσαν ρυθμικά τ’ ασπρόμαυρα κεφάλια επιδοκιμάζοντας. Ξαφνικά κάποιος γλίστρησε στο πάτωμα. 
Οι περισσότεροι, νομίζοντας πως πρόκειται για νούμερο ακροβατικό, άρχισαν να χειροκροτούν. 
Στις 10.30’ επιτέλους η προϊσταμένη κήρυξε τη λήξη της γιορτής.


Διάβασε και τις παρακάτω χριστουγεννιάτικες αναρτήσεις.