Καλή χρονιά σε όλους!
Ευτυχισμένο το 2025.
Κάθε χρόνο λέμε και ακούμε εκατοντάδες ευχές.
Τις περισσότερες φορές, περνάει ο καιρός και νιώθουμε ότι οι ευχές παρέμειναν ευχές και δεν έγιναν πραγματικότητά.
Η ελπίδα μας όμως δε σβήνει, δε χάνεται.
Μόνο έτσι προχωράμε· με την ελπίδα.
Στην ελπίδα
(Κική Δημουλά)
Σε τι άθλιες συνθήκες ζει
στρυμωγμένη μέσα μας
σα να’ ναι αέρας χωρίς φτερά
σα Κική να’ ναι φως
από τον ουρανό τιμωρημένο
στα σκοτεινά να πνέει
ανέχεται
να την ενοχοποιούν τα βάσανά μας
πως τ’ αμελεί
να την καταριούνται οι προδομένοι
λες κι είναι η μάνα του Ιούδα
τη ραπίζουν οι απώλειες
πως άλλα είχε υποσχεθεί
τα δέχεται όλα, ευγνώμων
αρκεί που μένουμε όλοι μαζί της
το απωθούμε
σα να μη συμβαίνει του φερόμαστε
κάπως ταπεινώνει να ελπίζεις
κι όμως
ενώ είναι πρωί
σα να νύχτωσε μοιάζει
όταν αντιληφθούμε ότι λείπει η ελπίδα
για λίγο δηλαδή κάνα δεκάλεπτο το πολύ
όσο για να ψωνίσει για μας από δίπλα
κάτι που έχει από παντού αλλού
εκλείψει.
Η ελπίδα
(Τάσος Λειβαδίτης)
Όταν μας έδιωξαν απ' τον Παράδεισο η Μαρία έκλαιγε.
Την πήγα τότε στο αντικρινό ξενοδοχείο
γιατί έπρεπε να συνεχίσουμε τη ζωή.
Όταν βγήκαμε βράδιαζε.
Η Μαρία χάιδεψε την κοιλιά της.
«Υπάρχει κι η ελπίδα» είπε.
Η ελπίδα που κάνει ακόμα πιο αβέβαιο τον κόσμο.
Του κόσμου η ελπίδα
(Μπέρτολ Μπρεχτ)
Είναι η καταπίεση τόσο παλιά
όσο τα μούσκλια γύρω από τη λίμνη;
Δεν μπορείς να αποφύγεις
τα μούσκλια γύρω από τη λίμνη.
Μήπως όλα όσα βλέπω είναι φυσικά
κι εγώ είμαι άρρωστος
και θέλω
να καταργήσω αυτό που δεν μπορεί να καταργηθεί;
Διάβασα τραγούδια των Αιγυπτίων,
των ανθρώπων που έχτισαν τις πυραμίδες.
Διαμαρτύρονταν για τα φορτία τους
και ρωτούσαν πότε θα έπαυε η καταδυνάστευση.
Πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια.
Η καταπίεση είναι ίσως αναπόφευκτη
μοιάζει με τα βρύα.
Όταν ένα παιδί ξεφύγει
και βρεθεί κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου,
κάποιος θα το τραβήξει στο πεζοδρόμιο.
Και δεν το κάνει αυτό επειδή είναι ανώτερος
και θα του στήσουν μνημείο.
Οποιοσδήποτε θα τραβούσε το παιδί
μακριά από το αυτοκίνητο.
Αλλά εδώ είναι πολλοί πεσμένοι κάτω από το αυτοκίνητο
και κόσμος πολύς
τους προσπερνά και τίποτα δεν κάνει.
Μήπως αυτό συμβαίνει γιατί έμειναν
πάρα πολλοί που υποφέρουν;
Μήπως δεν πρέπει πια να τους συντρέχει κανείς
γιατί είναι τόσο πολλοί;
Ολοένα πιο λίγο τους βοηθούν.
Ακόμη και οι πιο ευγενικοί άνθρωποι τους προσπερνούν
και είναι και τώρα το ίδιο ευγενικοί όπως ήταν πριν
τους προσπεράσουν.
Όσο πληθαίνουν εκείνοι που υποφέρουν
τόσο πιο φυσικά φαίνονται τα δεινά τους.
Ποιος θα εμπόδιζε να βραχούν τα ψάρια στη θάλασσα;
Και αυτοί οι ίδιοι που τυραννιούνται, μοιράζονται τούτη τη
σκληρότητα απέναντι σ' αυτούς τους ίδιους.
Είναι τρομερό να βλέπεις
με πόση ευκολία προσαρμόζεται ο άνθρωπος
όχι μόνο στα βάσανα των ξένων
αλλά και στα δικά του.
Όλοι όσοι έχουν αναλογιστεί αυτή
τη δυσάρεστη κατάσταση, αρνούνται
να επικαλεστούν ο ένας τον οίκτο του άλλου.
Αλλά είναι αναγκαίος
ο οίκτος του καταπιεσμένου για τον καταπιεσμένο.
Είναι του κόσμου η ελπίδα.
Μετάφραση: Ελένη Καλκάνη
Ελπίς
(Γεώργιος Παράσχος)
Έλα φίλη της ψυχής μου
πριν η μοίρα μας φθονήσει,
την ζωήν οπού θα σβήσει
να υμνήσωμεν μαζί.
Λ υκαυγές είν’ η νεότης
και ο έρως την χρυσώνει΄
άλλ’ εξαίφνης ξημερώνει
και ο άνθρωπος δεν ζει.
Πλάνης κι έρημος εθρήνουν
την ζωήν πριν την αφήσω΄
πλην μ’ αντίκρυσες και ήσο
γλυκύ όνειρον ψυχής.
Ίρις μαγική μ’ εφάνης,
οπτασία παραδείσου
κι η παρήγορος φωνή σου
μελωδία προσευχής.
Σπάνια πλην διαμένει
εις την γην η ευτυχία.
Κ’ είναι πλάνης ειρωνεία
της ζωής μας η κρηπίς.
Αλλ’ εγώ αν σ’ αντικρίσω
ως αστήρ εξαίφνης δύων,
«Γράψατε, θα πω δακρύων,
Κ’ εις το μνήμα μου ΕΛΠΙΣ».
Ελπίζω;
(Έλσα Θάρρη)
Περιμένω.
Αργείς.
Ελπίζω.
Σκέφτομαι.
Μιλάς.
Ελπίζω.
Σε κοιτάζω.
Απομακρύνεσαι.
Ελπίζω.
Σ' αγαπώ.
Ταξιδεύεις.
Ελπίζω;
Σκέψεις για την ελπίδα
(Κώστα Μόντης)
Μην υποθέτετε πως κάτι πρόσθεσεν η ελπίδα
κι η «αυγή» της κι ο «ήλιος» της κι ο «στίχος» της.
Η ελπίδα είναι μονάχα για όσους
το ίδιο θα ήλπιζαν και δίχως της!
Αγάπη μου χωρίς ελπίδα
(Γιώργος Ιωάννου)
Κάτι ζητάει φέτος το φθινόπωρο.
Σου ζήτησα μια πρόχειρη φωτογραφία.
Αν όμως βρέχει απόψε, πάλι θα χαθείς.
Βροχές, φωτογραφίες και φθινόπωρα.
Αγάπη μου,
αγάπη μου χωρίς ελπίδα.
Ελπίδα
(Ευθύμης Δημητριάδης)
Άφησα το σπίτι με τις γλάστρες απότιστες.
Δεν κλείδωσα την εξώπορτα,
δεν έκλεισα την αυλόπορτα.
Τέτοια ώρα γυρίζουν τα βόδια
απ' τα γιαζία.
Δεν είναι κανείς στο σπίτι
να πάρει τα δικά μας.
Τάισες τις κότες;
Πήγες το δρεπάνι στη Συμέλα;
- Θα γυρίσουμε, μάνα, θα γυρίσουμε.
- Ναι, θα γυρίσουμε, γιάβρουμ, θα γυρίσουμε.
Ελπίδα
(Πάνος Θασίτης)
Υπάρχουν οι πηγές που γεννούν τόσ’ αεράκια
υπάρχουν δάση όπου τ’ αθώα πρωινά ανασαίνουν φίλοι∙
οι πνοές τους φθάνουν ως εμάς και μας γλιτώνουν
φέρνουν μηνύματα της χλόης και του νερού
φέρνουν την ακοή των δένδρων που τα κρατούν απ’ τη μασχάλη
παραμύθια, τα βαριά παπούτσια τους τα λιώνουν
αέρας μπαινοβγαίνει στα ριζά τους
τα κλαδιά τους γέμισαν πανιά,
οι βυθοί της θάλασσας ξυπνούνε μες στα δάση
αλλάζει τάξη ο κόσμος, αγκαλιάζεται σφικτά
χαίρεται η φωνή μας, φίλοι
δικό της το φάρδος τής ημέρας
θα βρει πίστη και θα ζήσει∙
υπάρχουν παντού ο ουρανός και τα παιδιά.
Η άσβεστη φλόγα της ελπίδας
(Πολ Ελιάρ)
Οι αδελφές μου κουβαλούν στο φόρεμά τους
τις υλακές και το κλάμα των σκυλιών.
Εγώ όμως προτιμώ να τρέφομαι
με την άσβεστη φλόγα της ελπίδας.
Σκοτεινός πορτοκαλεώνας, ξανθή πανοπλία,
μέλισσα μεθυστική, γέλιο κελαρυστό,
Γέλιο αδιόρατα κρυμμένο.
Φλούδα της αυγής, φτερούγα σαστισμένη,
φωλιά με φύλλα κυνηγημένα από τον άνεμο.
Νεαρό δηλητήριο, κληματίδες βουνό,
ιδρώτας του κολυμβητή, κρύος καπνός,
βήμα γιγάντιο, ποδοκρότημα χορού.
μέτωπο αιώνιο, τέλεια παλάμη,
πηγάδι ανοιχτό, άξονας ανέμου,
μνημείο αόριστο, τρελός ερωδιός,
παιχνίδι χωρίς ηττημένο, άτρωτη υγεία,
δάδα που καίει μέσα στο νερό, τρόπος ανάμεικτος
φωτεινός μάρτυρας με αδρά χαρακτηριστικά.
μετάφραση: Χριστόφορος Λιοντάκης
Ελπίδα
(Ρένα Μυλωνάκου)
Αν δεις τ’ αστέρι του γαλάζιου σου ουρανού
στο χάος της πικρής ζωής να σβιέται,
κάνε φτερά και πέταξε μαζί του
ή άστο, δεν είναι κάτι που κρατιέται.
Αν στ’ άσκοπο της ζήσης σου ταξίδι
δεν βλέπεις παρά νούφαρα σπασμένα,
βόλτα στο άθραυστο ποτήρι της καρδιάς
και μη τ’ αφήσεις να χαθούν μαζί με σένα.
Αν στην συμβατικότητα του ψεύτικου καιρού σου
τ’ όνειρο γίνεται ρημάδι και γκρεμιέται,
πίσω μη κάνεις, μπρος προχώρησε χωρίς συμβιβασμούς,
δεν είναι η ελπίδα σαν τον πόνο να ξεχνιέται.
Αν στο θολό το τζάμι, έξω που κοιτάς,
μια πεταλούδα έρθει και τσακίσει τα φτερά της,
σκύψε δειλά, πάρ' την στο χέρι, φίλησέ την,
μα μην ακολουθήσεις την καρδιά της.
Αν νιώσεις της μικρής βαρκούλας το πανί
απ’ τ’ αγριοβόρι και το κύμα να χτυπιέται,
μη φοβηθείς, μπορεί απ’ τα λείψανα να ιδείς
κάποιο γαλάζιο περιστέρι να γεννιέται.
Ελπίδα ελπίδα ελπί
(Μάρκος Μέσκος)
Κι όμως στο τέλος πάντα κάτι μένει
έστω ξερά χορτάρια στην αυλή των κρεμασμένων
(στον διάβολο κι εσύ και στο σχοινί σου)
ρίζα χλωρή λοιπόν και φωνή από μακριά που θυμάται
και ξαναγεννιέται
ένα πουκάμισο λευκό
εκεί κάτω στους μεταλλικούς αιώνες
θροΐζει πάντα σαν τελευταία ελπίδα.
Η ελπίδα της ανατολής
(Σοφία Αγραπίδη)
Αχνοφέγγει το ροδόχρωμα
φέρνοντας το φως
μετά από το πιο βαθύ σκοτάδι.
Αρχινίζουν το τραγούδι τους
τα χαμοπούλια
και τα όνειρα μοιάζουν
με αναστάσιμες φλόγες
πάνω απ’ του πελάγους
το κόκκινο πέπλο.
Γεννιέται η ελπίδα για τη νέα μέρα.
Ετούτη την ώρα η ζωή ξεκινάει πάλι
το κοραλλένιο ταξίδι της.
Ψυχές και σώματα
μαζί θωρούν τον γαλάζιο θόλο
σε στάση δέησης.
Εκλιπαρούν για αναγέννηση
ενός καθάριου πλανήτη,
του κόσμου που η ανατολή
θα ζωγραφίζει κρίνα της Παναγιάς,
στο θυμιατό βασιλικό και γιασεμί
το ξόρκισμα απ’ το κακό θα φέρνει,
κάθε που η πρώτη ηλιαχτίδα βάλσαμο
θα γίνεται στης ανθρωπότητας το βουβό πόνο.
Ελπίζω
(Ρωξάνη Παυλέα)
Τα πλοία κάηκαν
τα χωριά ερήμωσαν
ο καημός μου κλαίει
στα σκοτεινά της νύχτας.
Ζήτησα βοήθεια,
δε βρήκα απάντηση.
Θα ξαναζητήσω, γιατί ελπίζω.
Υπάρχει ακόμα ελπίδα
(Χρύσα Δαναλάτου)
Είμαι αισιόδοξη, απελπισμένα αισιόδοξη.
Ο θάνατος κάνει βόλτα στη γειτονιά μας.
Το «μπαρούτι» μυρίζει παντού.
Εξακολουθώ να είμαι αισιόδοξη, απελπισμένα αισιόδοξη…
το έχω ανάγκη… δεν μπορώ να αναπνεύσω αλλιώς.
Είναι άνοιξη και πάνω στα συντρίμμια ενός κατεστραμμένου κόσμου ανθίζουν μαργαρίτες,
μια φλόγα αγάπης για τη ζωή σιγοκαίει…
Είναι τα μάτια των παιδιών που ατενίζουν μπροστά, περιμένοντας να έρθει το αύριο φωτεινό και γαλανό!
Ποιος μπορεί να φέρει αυτό το αύριο στα παιδιά ;
Το περιστέρι της ειρήνης είναι φυλακισμένο, τα παιδιά το περιμένουν…
Μην αναρωτιέσαι ποιος θα το ελευθερώσει. Κανείς δεν θα το κάνει αν δεν το κάνεις ΕΣΥ,
Μην περιμένεις τον από μηχανής θεό, εσύ είσαι αυτός!
Σήκω από την πολυθρόνα σου, τρέξε ανάμεσα στα συντρίμμια αυτού του κόσμου,
γίνε το παιδί που πεινάει, που κρυώνει, που ορφάνεψε,
που σε κοιτάει με τα αθώα φοβισμένα του μάτια και σε ρωτάει:
Τι θα κάνεις εσύ για μένα;
Υπάρχει ακόμα ελπίδα…
Ξενοδοχείο «Η Ελπίς»
(Μίλτος Σαχτούρης)
Λίγο μακριά από την Αθήνα είναι το
Ξενοδοχείο «Η Ελπίς». Κάθε βράδυ
σ’ αυτό το Ξενοδοχείο, τα μεσάνυχτα,
κλαίνε δύο φαντάσματα. Αυτή η κακοτυχία
απελπίζει τον ξενοδόχο, γιατί καταλαβαίνετε
ότι αυτό που συμβαίνει απομακρύνει
την πελατεία και είναι θαύμα πώς
μένει το Ξενοδοχείο ακόμη ανοιχτό.
Τί αγιασμούς αλλά και τί ξόρκια ακόμα
έχει κάνει ο ιδιοκτήτης,
αλλά ΤΙΠΟΤΕ.
Κάθε βράδυ στις 12 τα μεσάνυχτα
αρχίζει το σπαραχτικό κλάμα
των δύο φαντασμάτων.
Υπάρχει Ελπίδα;
(Μαρία Πισιώτη)
Στον παραλογισμό του κέρδους
αναλώνονται σώμα και ψυχή.
Με παρωπίδες προχωρούν.
Η φωτιά πολεμά τη φωτιά
κι η Ειρήνη μοιάζει ουτοπία.
Στα βάθη των αιώνων
αργοσβήνει το γέλιο της.
Ο Τρυγαίος απάνω στο σκαθάρι
απτόητος συνεχίζει τις προσπάθειες
ν’ αρπάξει το γουδοχέρι του Πολέμου.
Η Ελπίδα δε χάθηκε ακόμα.
Ελπίδα
(Βάγια Μπαλή)
Μια δίχρωμη ελπίδα,
σκόνταψε στα πόδια μου,
ένα δειλινό.
Την σκάλισα με το παπούτσι μου,
χαραγματιά της έκανα,
ρωγμή στο περίβλημά της.
Δεν την σήκωσα,
από λάθος, την έσπρωξα
και κύλησε λιγάκι προς τα κάτω,
βρώμικα νερά την έπλυναν
και σε ένα λαγούμι έπεσε,
γεμάτο από λάσπη.
Έτρεξα ξωπίσω της,
λασπώθηκαν τα ρούχα,
στράγγιξε το χαμόγελο μου.
Η ελπίδα μου μαύρη έγινε,
την έπιασα στα χέρια,
την στέγνωσα προσεκτικά,
σαν με μωρό την ένιωσα,
φροντίδα μου της έδωσα.
Δειλά, ξανά το χρώμα της,
ποτίζει πάλι τα μάτια μου
κι εγώ μονάχα μένω,
με ρούχα βρώμικα
μα πια με καθαρή καρδιά.
Ελπίδα ζωής
(Μαρία Πισιώτη)
Με δέος πιάνω τη στιγμή
της συρρίκνωσής μου.
–Μια απειροελάχιστη
ανάερη ρανίδα–
Ρίχνω στον κόσμο
μια ματιά.
Τα ηλεκτροφόρα κύματά του
φωτίζουν την γκρίζα έρημο
που βοά.
Μόνο στις λιγοστές οάσεις
ακολουθούν υπόγεια διαδρομή.
Εκείνα τα σημάδια του χθες
ακόμα αναπνέουν.
Δεν έχω ελπίδα
(Νίκος Μυλόπουλος)
Ανάβαση μακράς πνοής
Σε κοντόσωμη κλίμακα
Ανιχνευτές σπινθήρων
Σε φάση αναστολής
Κολλημένα, άφωνα αγάλματα.
Δεν έχω ελπίδα
Ή λόγο για ν’ αντισταθώ
Δε βλέπω τίποτα
Μυρίζω επιτέλους γιασεμί
Κι η γυαλάδα στις κόρες
Λυγμός των αντιφάσεων.
Ελπίδα
(Ριχάρδα Χουχ)
Λικνίζω την ελπίδα της καρδιάς μου
πάνω στους κλώνους· μείνε κει, αχ μείνε
ακόμα λίγο άγριο περιστέρι,
στον πράσινο τον ίσκιο της καρδιάς μου!
Τα πλουμιστά φτερά της ξεδιπλώνει
που λάμπουν σαν του παγωνιού γαλάζια,
τα συμμαζεύει, ορμά ψηλά, σκιρτούνε
της καρδιάς μου τ' αλαφρά βλαστάρια.
Μετάφραση: Νίκος Παππάς
Ελπίδα
(Μαρία Καρδάτου)
Θαλάσσια χελώνα
ακίνητη στην παραλία
Με στόμα ανοιχτό
Μάτια πεταμένα έξω
Κίτρινη σαν ήλιος
προ πολλού πεθαμένος
Μνήμη σκιάχτρο
που δεν φοβίζει πια
ούτε τα πουλιά
Καραβάνι με καμήλες
σε αναζήτηση δρόμου
μες στην έρημο
Νερά ποταμού
που του άλλαξαν κοίτη
και πάλι δακρύζει
Η μικρή μου άφοβη ελπίδα
Η ανόητη πηγή
η μπαζωμένη
Ελπίδα
(Έμιλι Ντίκινσον)
Είναι η ελπίδα ένα πουλί
που στην ψυχή έχω κλείσει
και δίχως λόγια τραγουδά
χωρίς να σταματήσει.
Άσπλαχνη θα ‘ν’ η θύελλα
που πάει να το σκοτώσει,
αυτό που βρίσκουν ζεστασιά
στο φτέρωμά του τόσοι.
Το άκουσα μες στην παγωνιά,
στου πέλαγου τη δίνη,
μα δε μου ζήτησε ποτέ
ψίχουλο ελεημοσύνη.
μετάφραση: Γ. Νίκας
Ελπίδα
(Πόπη Κλειδαρά)
Με μάγεψε ο τρύπιος ουρανός…
στάζει φωτιά, δηλητήριο απ’ το καλό,
κατακάθεται ο καρπός της ανέχειας μες στο σύννεφο,
κληρώνεται ο φόβος τελικά,
καμιά σταγόνα Θεού.
Κάθε τέλος μια αρχή
και την προσμένω…
ντυμένη απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια
με το πέπλο ενός αυγερινού
για να ξυπνήσει η όμορφη μέρα.
Φρούδες ελπίδες
(Κωνσταντίνος Βασιλείου)
Χτυπημένος από θεϊκούς κεραυνούς τ’ αρματωμένου Δία,
μ’ ένα καλάθι γεμάτο φρούτα της άνοιξης και του ήλιου,
πορευόμουνα στα δάση, παρέα με βασιλικά κοπάδια,
χωρίς σπασμούς, αναλήφθηκα σε πεδία ουτοπικά, αόρατα.
Έφθασα ασθμαίνων, με εμφανή τη φθορά του χρόνου, εθισμένος
στα λιβάδια της ιδιοτέλειας, στα λαγούμια των απόλεμων,
φορώντας λεοντή στις πυρωμένες πλάτες, καυχιόμουνα κραταιός,
μ’ αρπαχτική κάθαρση αμαύρωσα τις σάρκες, τα αιχμηρά όπλα,
μονήρης, αιρετικός, ρεβανσιστής, ματαιόδοξος, ανελέητος.
Συνάντησα τον όχλο, κραδαίνοντα μάχαιρες αιχμηρές,
οι ασήμαντοι θριάμβευσαν, όπως συμβαίνει πάντοτε,
σπέρματα της οδύνης σκιαμαχούν, ως κίβδηλα ομοιώματα,
αυταπάτες αβαθείς διακονούν μικρόψυχα στην επέλαση του ιδανικού,
αλλοτρίωση, απρόσμενη νίκη, φωτισμένες ιδέες επιζούν,
αμάραντα αιωνόβια, σκιερά, σύμβολα του ρου των μύθων,
καμπάνες αλαλάζουσες ηλιοτροπιάζονται, αιωρούμενες, χωρίς πυξίδα.
Αμάθευτος, ιδανικός εραστής, με θερμασμένη καρδιά,
ερωτεύομαι υπό τας φιλύρας, εξίσωση των σωμάτων, δροσεροί καημοί,
μυσταγωγία, άτεχνες χειρονομίες, στιγμιαία πετάγματα, πάλη,
φορτισμένα σύμβολα, φευγαλέοι ανασασμοί, ρωγμές,
ταραχή, αγκυλώσεις, κορεσμός, φρεσκάδα, άνθηση παθιάζονται,
άχρονες εμπειρίες, ελιξίρια ηδονής, αρχέγονες τύψεις, αλλοτριώνονται.
Οι απελεύθεροι, αγνοώντας το μέλλον, ευτελίζονται οι άμοιροι,
ελιγμοί της απώλειας, της συντριβής, της ήττας,
συντροφεύουν τους φυγάδες, τους λιποτάκτες, τους εξόριστους,
αρνήσεις, διχασμοί, όλη η ζωή ξοδεύεται σε μικρότητες,
λεκιάσματα του εαυτού, σφυρήλατες άμαξες οδεύουν στο κενό,
ρεβανσιστές κραυγάζουν, χαλκέντεροι, άφοβοι, ασυνάρτητοι.
Οι μούσες κεραυνώδεις ατενίζουν με πάθος, ηδονιζόμενες,
χείλη αναδίδουν φωτιές, θερίζουν τα λόγια, λαμπρύνουν τα πρόσωπα.
Ελπίδα
(Στέλλα Πετρίδου)
Από ποιο παραμύθι ξεχύθηκες;
Από ποια βελουδένια ιστορία
κι έχει πλάνα η ματιά σου πορεία
στη ζωή την πεζή σαν αφίχθηκες;
Σκυθρωπές οι χαρές που ενδύθηκες.
Μικροβίων ενθυμίζουν σωρεία.
Από ποιο παραμύθι ξεχύθηκες;
Από ποια βελουδένια ιστορία;
Δυνατή στα δεινά δεν κρατήθηκες
κι η σιωπή σου έχει πια διορία,
να τραπεί στο σκοτάδι εξορία.
Απ' το κύμα του φόβου ηττήθηκες.
Από ποιο παραμύθι ξεχύθηκες;
Χωρίς ελπίδα
(Θεοδώρα Ντάκου)
Χωρίς ελπίδα επιστροφής
ή γράμματα απ’ την πατρίδα,
ήρθε ο καιρός για μια καινούρια μουσική
στη σκοτεινιά μιας χώρας
που προσμένει ματωμένους μετανάστες
ν’ ασβεστώσουν την ομίχλη της
με περισσεύματα ζωής
το κύτταρο της μνήμης διπλωμένο
σαν πιστοποιητικό μιας εποχής
στο πορτοφόλι.
Ελπίζω!
(Ανδρέας Κλουτσινιώτης)
Με θούριους του Ιούδα
ύμνησα το Μεγαλείο της Ύπαρξης Σου
Κύριε.
Την Αγάπη Σου αγόρασα με Τριάντα αργύρια
σ’ ένα φθηνό και χυδαίο παζάρι.
Στην ομίχλη ενός νέου Γολγοθά
έσβησα τα Ανεξίτηλα ίχνη Σου.
Τρείς φορές σε αρνήθηκα,
Χίλιες πούλησα τη Ψυχή Σου.
Την Αλήθειά Σου σταύρωσα Επτά φορές.
Κι όμως η Ελπίδα Σου
δεν μ’ εγκατέλειψε Ποτέ!
Στη ξεχασμένη ηλιαχτίδα,
που Μάνα στοργική χαϊδεύει,
ένα μισογκρεμισμένο Ξωκλήσι
στην κορφή ενός απόκρημνου βράχου
Ελπίζω!
Στους ψίθυρους τ’ Ανέμου
που οδηγούν την πλώρη των Καραβιών
της αθωότητας
Ελπίζω!
Στα θαλασσοπούλια που τα φτερά τους
ζωγραφίζουν με τα Δάκρυα των κυμάτων
τους απέραντους και ανερμήνευτους ορίζοντες
Ελπίζω!
Στα λόγια της Αγάπης που μένουν μετέωρα,
σε Άλλες ζωές για να ξανασυναντηθούν
Ελπίζω!
Σ’ αυτούς που κοιτούν Ψηλά
ενώ τους κλέβουν κάθε μέρα και λίγο Ουρανό
Ελπίζω!
Στα ασπρολούλουδα της Άνοιξης
που είναι ερωτευμένα με το ζωοδότη Ήλιο,
μα πεθαίνουν δίχως Ένα του χάδι
Ελπίζω!
Στις παγωμένες πέτρες που γίνονται
Κόκκινα τριαντάφυλλα
στα χέρια των απελπισμένων ψυχών
Ελπίζω!
Στο ζεστό και εγκάρδιο Χαμόγελο
αυτών που πεινούν
Ελπίζω!
Στους Μάταιους αγώνες που γυρεύουν
τον χαμό μου
Ελπίζω!
Στα Όνειρα που έμειναν ορφανά
και μου απλώνουν το χέρι
Ελπίζω!
Στις Προσευχές των λίγων ταπεινών
που συντροφεύουν τη Μοναξιά των αστεριών
Ελπίζω!
Δεν θα Πάψω ποτέ να Ελπίζω!
Σκόρπιες ελπίδες
(Αναστάσιος Μεγαλοοικονόμου)
Είθε να προσκυνήσει ο άγγελος ότι του έχει μέλει.
Πώς η οπτασία γνέφει σκυφτά το άσμα;
Πώς ο ουρανός περπατά στο χώμα;
Πώς οι τρύπες βουλιάζουν τα πέπλα;
Μικρός θεός με υπόσταση γήινη.
Τι άλλο θα δουν τα μάτια ακόμα;
Να αγαπά σειρήνα που ακρωτηριάζει το αθάνατο.
Να τρώει σκέψεις και ν ’αφοδεύει ελπίδες.
Να εξομολογείται σε λυγμούς και βουλιάζει στο σώμα του.
Το άσπρο δωμάτιο υπέροχο είναι.
Τώρα εδώ κατοικεί ο Αρχάγγελος.
Προαγωγή πήρε το βύθισμα.
Έγινε. Γίνεται. Κενό στην προσευχή του.
Άλλαξε πίστη.
Ο χριστιανός έγινε κάτι που δεν ξέρω,
Και αν ζητήσει συγχώρεση.
Αμαρτία έχει.
Eλπίδα
(Φρίντριχ Σίλερ)
Όλοι μιλούν αδιάκοπα για ευτυχισμένα χρόνια
και πλάθουν όνειρα χρυσά΄ και με γοργά φτερά
τους βλέπεις όλους να πετούν και αποζητούν αιώνια
σε κόσμους άλλους μια άφθαστη, μια ατέλειωτη χαρά.
Γερνά ο κόσμος με καιρό και πάλι ξανανιώνει
μα την ελπίδα απ’ την ψυχή κανείς δεν ξεριζώνει.
Η ελπίδα μέσα στη ζωή καθένα συνοδεύει
εκείνη το φαιδρό παιδί για πάντα τριγυρνά΄
η μαγική της η μορφή το νέο σαγηνεύει΄
το γέρο και ως τον τάφο του εκείνη κυβερνά΄
γιατί κι αν κλειεί στον τάφο του του πόνου τη ρυτίδα,
και εκεί, σιμά στο μνήμα του, φυτεύει την ελπίδα.
Δεν είναι πόθος μάταιος, όνειρο που δε μένει,
ουδέ φυτρώνει άσκοπα σ’ ανόητη καρδιά,
Για κάτι τι καλύτερο είμαστε γεννημένοι΄
τέτοια φωνή στα στήθια μας ακούεται βαθιά.
Και ό,τι εκείνη η μυστική φωνή μας ψιθυρίζει,
δεν είναι πλάνη της ψυχής που αδιάκοπα ελπίζει.
Μετάφραση: Θεόφιλος Βορέας
Αναζητώντας ελπίδα
(Κατερίνα Αλυσανδράτου)
Το πεφταστέρι σ’ άλλη τροχιά.
Η γη ξαναμοιράζεται,
άνεμος πολέμου.
Η Μεσόγειος στο μάτι του κυκλώνα,
άνθρωποι σ’ απόγνωση
μέσα στα ψαροκάικα αναζητούν
παράδεισο στα βάθη του πελάγους.
Η Ελλάδα παραδόθηκε σαν άλλη
Ιφιγένεια στης απληστίας το βωμό.
Της πόλης τα συσσίτια γέμισαν πεινασμένους,
όμως πώς να χορτάσει η ψυχή
με μια ζεστή μερίδα;
Ακολουθώ μαζί τους πορείες
διαμαρτυρίας ειρηνικές,
με τα πανό να στάζουν από τα υγρά μάτια,
ψάχνοντας μια διέξοδο.
Μα όπως χάνεται το φως του δειλινού
στο ανέβασμα του αετού
αχνοφωτίζει ελπίδα.
Τραγούδι χωρίς ελπίδα
(Πάμπλο Νερούδα)
Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Να γράψω, ας πούμε: «Έχει μι' αστροφεγγιά απόψε
και τα μενεξεδιά αστεράκια λαμπυρίζουνε στα χάη».
Της νύχτας ο άνεμος διαβαίνει στους ουρανούς και τραγουδάει.
Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Την αγαπούσα εγώ, και κάπου - κάπου μ' αγάπαγε κι εκείνη.
Χιλιάδες βράδια , όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου.
Αμέτρητα φιλιά της έδινα κάτω απ' τον άσωτο ουρανό.
Μ' αγάπαγε κι εκείνη, και κάπου - κάπου την αγάπαγα κι εγώ.
Πως να μην τ' αγαπήσεις τα μεγάλα , τα ήμερα μάτια της.
Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.
Θα σκέφτομαι πως δεν την έχω εγώ.
Θα νιώθω ότι την έχω χάσει.
Θ' ακούω την απέραντη νύχτα,
την πέντε φορές απέραντη χωρίς εκείνην.
Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μου
όπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι.
Τι έχει να κάνει που η δικιά μου αγάπη
εκείνηνε δεν την αγγίζει...
Έχει μι' αστροφεγγιά απόψε, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.
Αυτά λοιπόν. Πέρα , μακριά , άνθρωποι τραγουδάνε.
Μακριά , πέρα.
Πως να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη εχάθηκε...
Την αναζητάει η καρδιά μου, τη γυρεύει παντού.
Την αναζητάει η καρδιά μου , μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.
Απαράλλαχτη η νύχτα ασημώνει τ' απαράλλαχτα δένδρα.
Μα από τότε όμως εμείς ως τώρα έχουμε αλλάξει.
Τώρα πια δεν την αγαπάω , σίγουρα....
Πόσο όμως, Θε μου, την αγάπαγα τότε.
Πολέμαγε η φωνή μου να βρει τη ριπή του ανέμου
που θαν της άγγιζε το αφτί.
Με άλλον. Με κάποιον άλλον θα είναι.
όπως και πριν τήνε πάρει το φιλί μου.
Η φωνή της , τ' αστραφτερό της σώμα.
Τ' ατέλειωτα μάτια της.
Τώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα...
Μπορεί όμως και να την αγαπάω.
Βιάζεται ο έρωτας να λείψει κι αργεί να φύγει η λησμονιά.
Χιλιάδες βράδια αφού , όπως και τώρα,
την έσφιγγα στην αγκαλιά μου -
πως να χαρεί η ψυχή μου , αφού εκείνη εχάθηκε...
Μπορεί να 'ναι αυτός ο τελευταίος καημός
που μου ανάβει εκείνη,
κι αυτοί εδώ οι τελευταίοι στίχοι που γράφω για κείνην εγώ .
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Τα πυροτεχνήματα της ελπίδας
(Ρέα Άνθη)
Πάντα αναρωτιόμουν ποιος ρίχνει τα πυροτεχνήματα
στην αλλαγή του χρόνου,
γιατί κάνουν τόσο θόρυβο,
τι θέλουν να αποδείξουν,
γιατί σβήνουν τόσο γρήγορα.
Τα περιμένουμε,
τα κοιτάζουμε
κι όταν χάνονται, χανόμαστε κι εμείς
πίσω από τις κουρτίνες,
στις αχνές ζωές.
Ληγμένη ελπίδα
(Μάνος Μελισσουργάκης)
Στη νύκτα μέσα,
πριν το φως αχνίσει,
πριν κινήσει ηδονικά τα φτερά του
στου νοτιά τη ζεστή δρόσο,
πριν ανοιχτούν τα κοχύλια στην άκρη της άμμου
λουσμένα διαμάντια να δείξουν.
Πριν οι Σποράδες
Ζώσουν την αυγή στην ψυχή σου
Και τα φύκια με ρίγος
τ’ αγκάθια του αχινού χαϊδέψουν.
Πριν του σκότους τα παιδιά τρομαγμένα
το σώμα τους σύρουν στου ωκεανού τα βάθη.
Τα νυσταγμένα κοράλλια
της ώριμης ψυχής σου
ανθίσουν ξανά…
Ήρθες. Μα πώς;
Πού ήταν ο δρόμος,
νωρίς να βγω στο φως,
χωρίς ληγμένη ελπίδα!...
Η Μπαλάντα της Κυρίας Ελπίδας
(Στέφαν Χέρμλιν)
Κυρία του σκληρού όνειρου, ευγενική
Συντρόφισσα των βασανιστηρίων, διαθήκη
Των ξυπόλητων, στερνό τραγούδι του θιάσου,
Ύστατη φλόγα στης πυράς το πιο ψηλό σκαλί,
Όνομα που κάθε νεκρό στόμα ξαναλέει,
Μες στους καπνούς της χαραυγής όπου παγώνουν οι καρδιές μας
Από το κρύο το στερνό, είσ' όρθια μπροστά στις πόρτες,
Φως των τυφλών που σπάει του σκοταδιού τον κύκλο,
Μαγικά δάχτυλα που παν ν' αγγίξουν το λαγήνι:
Όραμα τρυφερό μέσα στων εχιδνών τη νύχτα,
Λευκή τυφλή στων υγρών δρόμων τη γωνία,
Γλυκειά ασυνειδησία που στη δωδέκατη βολή γκρεμίζεται.
Κάμπε ανοιχτέ με το χοντρό των πόνων μου χαλάζι,
Ιδρώτα αυτών που ανεβαίνουν στο σταυρό, ποτήρι δάκρυα
Καθώς σπαράζω σου φωνάζω που πονώ,
Φάντασμα από μπλε και κόκκινο γυαλί, βράδυ πάνω στη θάλασσα,
Αμμουδερές ακτές με τη στερνή ψάθα θρυμματισμένη,
Εκείνοι κει που άλλο φίλο δεν έχουν απ' το θάνατο:
Οι τυραννισμένοι ελπίδα σ' ονομάζουν.
Ψωμί καθάριο, σταμνί για όσους καίγονται απ' τη δίψα,
Κλειδί που τα πιο συμπαγή τείχη στα δυο χωρίζει,
Κορφή, πανόραμα Θεού, έμφυτη αυτογνωσία,
Αλήθεια που ανασκολοπίζουν, που κρεμούν, που στραγγαλίζουν
Καταφρονεμένη επαίτισσα, πυλώνων οχυρό,
Ανατολή, πλάγιο φως απάνω στων ωρών τον κύκλο,
Τραγούδι πετεινού που απλώνεται στη χώρα πριν χαράξει,
Ξαναγεννημένη πάντοτε και πάντοτε χαμένη:
Οι τυραννισμένοι Ελπίδα σ' ονομάζουν.
Πριγκίπισσα του κόσμου που δούλους σου μας έκανες,
Στη φωτιά των ερήμων,στα πράσινα τα κρύσταλλα του πάγου,
Σίγουρη παρουσία πίσω από τον τοίχο,
Πηγή απαγορευμένη, που μπροστά σου σκύβομε:
-Οι τυραννισμένοι Ελπίδα σ' ονομάζουν.
Μετάφραση: Νίκος Παππάς
Όσοι ελπίζουν
(Βασιλικός Λήθης)
Όσοι ελπίζουν, δε χάνονται
κάτω από τα στρώματα της πάχνης,
δε σκιάζονται πίσω από το λαμπερό του φωτός,
δεν κρύβονται στις σπηλιές
μαζί με τ΄ αγρίμια της νύχτας,
χωρίς αγέλη,
δε ξεφορτώνονται την αθωότητα σαν σαβούρα
του πλοίου της αυγής.
Μένουν εκεί, στον σταθμό,
αναμένουν ουράνια τόξα,
αγνά βρέφη και άσπιλη τροφή.
Είναι μεγάλη η χαρά της προσμονής της εορτής.
Η ελπίδα στα φτερά
(Μπρένταν Κένελι)
Το κορίτσι ανοίγει το ράμφος του γλάρου μ’ ένα
Κουτάλι κι αρχίζει να ξύνει το πετρέλαιο να φύγει.
Αχαλίνωτα τ’ ουρανού τα χρώματα, θρύλος και μύθος
Συντηρούν την προσήλωση όσων κλείνονται σε
Παραδοσιακές ανάγκες, όμως εγώ προμαντεύω τώρα
Έναν άδειο από πουλιά ουρανό, στου κόσμου τις ακτές
Σωρούς σκουπίδια, παχύ το μαύρο
Πνιγηρό πετρέλαιο να σκοτώνει την ελπίδα στα φτερά.
Κι αυτό το κορίτσι –είναι δεν είναι στης ήβης το κατώφλι -
Να περνάει τη ζωή του, αν είναι ένδειξη αυτό που κάνει τώρα,
Ανασταίνοντας αυτά τα αποσβολωμένα πουλιά που
Ρυπαίνουν τη θάλασσα, άψυχες πτώσεις ανάμεσα στα βράχια.
Θα στέλνει στους αιθέρες πλάσματα με λευκά φτερά
Πριν μαύρες παλίρροιες πνίξουν τις απλές ανθρώπινες λέξεις.
Ευχή κι ελπίδα
(Γιώργης Σερκεδάκης)
Και των ονείρων η υπόσχεση
ευχή κι ελπίδα
δάκρυ οπού γκρεμίζεται
στα σύνορα του κόσμου
σκεπάζοντας το φως.
Ελπίδα
(Κάρλος Κορτέζ)
Μικρό πράσινο φύλλο
βρίσκει διέξοδο
μέσ’ από μια ρωγμή του δρόμου,
πρόσκαιρες δόξες
για την πρωτόγνωρή του ελευθερία
κι έπειτα ο μαρασμός
αλλά η ρίζα εκεί από κάτω
μεγαλώνει
και δυναμώνει, δυναμώνει, δυναμώνει.
μετάφραση: Tάκης Μενδράκος
Ελπίζω εις το μέλλον
(Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος)
Το παρελθόν είν’ όνειρον, πόθων σπασμοί, ελπίδες,
και το παρόν μαστίζουσιν εισέτι καταιγίδες·
μας πλήττει πρώτον ο Θεός την ευτυχίαν στέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν ήτο μικρός τις κόκκος εις το χώμα,
και το παρόν δενδρύλλιον πατούμενον ακόμα,
δένδρον θα γίν’ εις τον Θεόν τους κλάδους αποστέλλον,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι σωρός εκπληκτικών συννέφων,
και το παρόν ο κεραυνός ο τας θυέλλας στέφων,
αλλά μακρόθεν φαίνεται αστήρ τις ανατέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι η νυξ η πλήρης μαύρου σκότους,
εις το παρόν βλέπω σκιάς, εικόνας αλλοκότους,
πλην της νυκτός ο σύντροφος ιδού το φως του στέλλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Το παρελθόν είναι ωόν του αετού εισέτι,
και το παρόν αετιδεύς εις τα μικρά του έτη,
αλλά θα φθάσ’ η πτήσις του και μέχρι των αγγέλων,
ελπίζω εις το μέλλον.
Αγάπη Απαξίωση Κι Ελπίδα
(Γκιγιόμ Απολινέρ)
Σ' έσφιξα στο στήθος μου σαν περιστέρι
που μια παιδούλα πνίγει άθελά της
Σ' έκανα δική μου μ' όλη την ομορφιά σου
Μιαν ομορφιά πλουσιότερη και από όλα τα
Κοιτάσματα χρυσού της Καλιφόρνιας τον καιρό
Του πυρετού του χρυσού
Ικανοποίησα τον σαρκικό πόθο μου απ' το χαμόγελό σου
από τα βλέμματά σου από το τρεμούλιασμά σου
Έκανα δική μου είχα στη διάθεσή μου την υπερηφάνεια σου
Όταν σε κρατούσα σκυμμένη και βάστηξες
Τη δύναμή μου και τη βία μου
Πίστεψα πως όλα θα τα ’παιρνα μα ήταν πλάνη
Κι απομένω σαν τον Ιξίωνα
Μετά την ερωτική πράξη του στο φάντασμα του σύννεφου
Που έμοιαζε μ' αυτή την Ήρα την αήττητη Ήρα
Και ποιος μπορεί να πιάσει ποιος μπορεί ν' αρπάξει
Σύννεφο ποιος μπορεί ν' ακουμπήσει το χέρι του
Σ' έναν κατοπτρισμό και απατάται όποιος νομίζει
Πως μπορεί να γεμίσει τα χέρια του με γαλανό του ουρανού
Πίστεψα πως πήρα όλη την ομορφιά σου
Κι είχα μόνο το σώμα σου
Αλίμονο το σώμα δεν έχει Αιωνιότητα το σώμα λειτουργεί
Μόνο για να προσφέρει ηδονή
Μα δεν προσφέρει αγάπη
Κι είναι μάταιο τώρα
Να προσπαθώ ν’ αδράξω το πνεύμα σου
Ξεγλιστρά ξεγλιστρά
Μετάφραση: Κώστας Ριτσώνης
Μια ελπίδα για το 1968
(Γιάννης Καρατζόγλου)
Δεν θα πιστέψω ότι είναι η οιμωγή των νικημένων
όχι∙ κανείς δεν σάλπισε εντός του υποχώρηση
κι ας περπατάει σκυφτός με ζεμπίλι στο χέρι απ’ τον φούρνο.
Λέει: έχουνε βέβαια στα χέρια τους σχεδόν τα πάντα οι άλλοι
τηλεόραση, ραδιόφωνο, παγκόσμια ρεκόρ και παραγωγικά δάνεια
βγάλαν δικές τους μουσικές να νανουρίσουν συνειδήσεις
μα δεν ξέρουν πως τις νύχτες μέσα στις φτωχογειτονιές
Συκιές Καισαριανή Μπραχάμι Καλαμαριά, πόρτα με πόρτα
τριγυρνάει πάλι έστω κουτσή έστω με δεκανίκια
ο εχθρός τους ο αναπαλλοτρίωτος, η ελπίδα.
Ελπίδα
(Μαρσέλ Λεκόμτ)
Όταν η γη είναι διάβροχη από λάμψεις φανερώνει ένα αρείφνητο τοπίο
με σπίτια δάση κι ανθρώπους που σαλεύουν βαδίζουν μα σας φυλακίζουν,
κι όλη τη μέρα κάνεις στο μάκρος τους τον περίπατό σου. Έτσι πάνω στη γη
που είναι ένας περίβολος κι όπου είναι κανείς φυλακισμένος οι χίλιες κινήσεις
των βημάτων έχουν μεγάλη βιάση να δεχτούν απ' όλες τις κινήσεις των νέων
κοριτσιών κλαδιά, απ' όλες τις κινήσεις του τοπίου την ορμή που ελευθερώνει
κάθε μια τους, κ' έτσι προχωρεί κανείς, έτσι χορεύει.
Ελπίδα
(Αριπιράλα Βιζγουάμ)
Κάπου
Ανάμεσα στο αδιέξοδο της ελπίδας
Και στα κιτρινισμένα μάτια
Κάπου
Ανάμεσα στους διάδρομους της προσμονής
Και στο πηγάδι της απελπισιάς
Κάπου
Ανάμεσα στους σιωπηλούς αναστεναγμούς
Και στης καρδιάς τους σπαραγμούς
Κάπου
Δίχως σκιές
Υπάρχει ελπίδα
Δουλειά χωρίς ελπίδα
(Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ)
Όλα δουλεύουν στην πλάση.
Για δες: Τα μελίσσια βουίζουν,
απ’ τις φωλιές τους οι σάλιαγκοι βγήκαν· στρουθιά φτερουγίζουν.
Και να που κι ο γέρος χειμώνας κι αυτός στο γαλάζιο του απείρου
έχει στα μάτια του κάτι σα φως ανοιξιάτικου ονείρου.
Μόνος εγώ μέσα σ’ όλα με δίχως δουλειά τριγυρνάω,
κι ούτ’ αγαπώ, κι ούτε μέλι τρυγώ, κι ούτε πια τραγουδάω.
Κι όμως γνωρίζω κάτι άγνωστους όχτους που αμάραντ’ ανθίζουν,
ξέρω κρυμμένες πηγές που το νέκταρ σε ρυάκια σκορπίζουν.
Γι’ άλλους, αμάραντα, αλλοίμονο, γι’ άλλους αν θέλετ’ ανθίστε·
όχι! για με μην ανθίστε. Μακριά μου ρυάκια κυλήστε·
μ’ έν’ αστεφάνωτο μέτωπο φεύγω με χείλη φρυγμένα,
κι αν με ρωτάς ποιος με πνίγει καημός, άκου τούτο από μένα:
Δίχως ελπίδα η δουλειά νέκταρ μέσα σε κόσκινο χύνει,
και δίχως κάποιο σκοπό η ελπίδα δε ζει· μήτ’ εκείνη.
Μετάφραση: Λάμπρος Πορφύρας
Τα λουλούδια είναι χωρίς ελπίδα
(Αντόνιο Πόρκια)
Τα λουλούδια είναι χωρίς ελπίδα.
Διότι η ελπίδα είναι αύριο
και τα λουλούδια δεν έχουν αύριο.
μετάφραση: Σπύρος Δόικας
Χαμένη γενιά-Υπάρχει ελπίδα
(Τζόναθαν Ριντ)
Εγώ - είμαι μέρος μιας χαμένης γενιάς
Και αρνούμαι να πιστέψω ότι
Μπορώ να αλλάξω τον κόσμο.
Καταλαβαίνω ότι ίσως σε σοκάρει αυτό , αλλά
"Η ευτυχία είναι ήδη μέσα σου"
- Αυτό είναι ένα ψέμα στην πραγματικότητα .
Τα χρήματα θα με κάνουν ευτυχισμένο
Και όταν κλείσω τα τριάντα , θα πω στον απόγονό μου ότι
Αυτός - δεν είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μου .
Το αφεντικό μου θα ξέρει ότι
Βασική αρχή μου είναι:
Η δουλειά
Είναι πιο σημαντική από ό, τι
Η οικογένεια
Ακούστε:
Όπως κι αιώνες πριν
Οι άνθρωποι ζουν σε οικογένειες
Αλλά τώρα
Η κοινωνία δεν θα είναι ποτέ ξανά η ίδια
Οι ειδικοί μου λένε ότι
Σε τριάντα χρόνια , εγώ θα γιορτάζω τη δεκαετή επέτειο του διαζυγίου μου .
Δεν πιστεύω ότι
Θα ζω στη χώρα , που θα έχω δημιουργήσει ο ίδιος .
Στο μέλλον
Η καταστροφή της φύσης θ’ αποτελεί κανόνα .
Κανείς δεν πιστεύει ότι
Θα καταφέρουμε να διατηρήσουμε τον όμορφο πλανήτη μας .
Και φυσικά
Η γενιά μου έχει χαθεί .
Είναι ανόητο να πιστεύει κανείς ότι
Υπάρχει ελπίδα.
ΕΛΠΙΔΑ
(Αλέξης Πολίτης)
Ο πόλεμος είναι φωτιά
που καίει τους ανθρώπους
και στάχτη αφήνει μοναχά
στους όμορφους τους τόπους.
Μα από τη στάχτη ξεπηδά
μία μικρή ελπίδα.
Την άρπαξα, τη φύλαξα
αμέσως σαν την είδα.
Στη χούφτα μου την κράτησα
σφιχτά να μη μου φύγει
για να τη δώσω στους λαούς
κι ας είναι τόση λίγη.
Κι απ' την ελπίδα τράφηκε
ολόκληρος ο κόσμος
κι έτσι άνοιξε ξανά
της λευτεριάς ο δρόμος.
Ελπίδα
(Μιχάλης Παπαδόπουλος)
Πέτα το κόκκινο
τριαντάφυλλο στον Μόσκοβα
Στα βρόμικα γκρίζα νερά ίσως έχει
καλύτερη τύχη.
Ελπίδα
(Ναζίμ Χικμέτ)
Δουλεύουν, οι ατομικοί αντιδραστήρες, δουλεύουν,
φεύγουν τα τεχνητά φεγγάρια καθώς ο ήλιος ανατέλλει
κι όταν ο ήλιος ανατέλλει, τα καμιόνια των σκουπιδιών,
μαζεύουν τους πεθαμένους από τα καλντερίμια,
τους άνεργους πεθαμένους, τους πεινασμένους πεθαμένους.
Δουλεύουν οι ατομικοί αντιδραστήρες, δουλεύουν΄
φεύγουν τα τεχνητά φεγγάρια καθώς ο ήλιος ανατέλλει
κι όταν ο ήλιος ανατέλλει, η χωριάτικη οικογένεια,
ο άντρας, η γυναίκα, ο γάιδαρος και το αλέτρι,
η γυναίκα με το γάιδαρο στ' αλέτρι ζευγμένη,
καλλιεργούν τη γη.
Μια χούφτα γη...
Δουλεύουν, οι ατομικοί αντιδραστήρες δουλεύουν,
φεύγουν τα τεχνητά φεγγάρια καθώς ο ήλιος ανατέλλει
κι όταν ο ήλιος ανατέλλει πεθαίνει ένα παιδί,
ένα Γιαπωνεζάκι στη Χιροσίμα,
στα δώδεκά του χρόνια
όχι από πνιγμό, ούτε από μηνιγγίτη,
πεθαίνει από χίλια εννιακόσια πενήντα οχτώ,
πεθαίνει ένα Γιαπωνεζέκι στη Χιροσίμα
επειδή γεννήθηκε στα χίλια εννιακόσμια σαράντα πέντε.
Δουλεύουν οι ατομικοί αντιδραστήρες, δουλεύουν
φεύγουν τα τεχνητά φεγγάρια καθώς ο ήλιος ανατέλλει
κι όταν ο ήλιος ανατέλλει ένας άνθρωπος στρουμπουλός
σηκώνεται απ' το κρεβάτι του, ντύνεται σκεφτικός:
"Σήμερα ποιους θα καταδώσω;
του Προϊστάμενού μου την εύνοια να' χω;"
Δουλεύουν, οι ατομικοί αντιδραστήρες, δουλεύουν,
φεύγουν τα τεχνητά φεγγάρια καθώς ο ήλιος ανατέλλει
κι όταν ο ήλιος ανατέλλει, το νέγρο σωφέρ
κρεμάνε στο δέντρο στην άκρια του δρόμου,
με πετρέλαιο τον ραντίζουν και τον καίνε,
ύστερα ο ένας τους πάει να πιει καφέ,
ο άλλος κουρεύεται στον μπαρμπέρη,
μερικοί ανοίγουν τα μαγαζιά τους από νωρίς,
άλλοι πάλι φιλούν την κορούλα τους στο μέτωπο.
Δουλεύουν, οι ατομικοί αντιδραστήρες, δουλεύουν,
φεύγουν τα τεχνητά φεγγάρια καθώς ο ήλιος ανατέλλει
κι όταν ο ήλιος ανατέλλει τη φυλακισμένη γυναίκα
δεμένη με λουριά ανάσκελα στο τραπέζι,
τα στήθια της γυμνά στο αίμα βουτηγμένα,
σ' ένα μπουντρούμι την ανακρίνουν,
ο ένας εικοσάχρονος, ο άλλος εξηντάρης
μες στον ιδρώτα τα πουκάμισά τους, τα μπράτσα τους λερωμένα.
Δουλεύουν, οι ατομικοί αντιδραστήρες, δουλεύουν,
φεύγουν τα τεχνητά φεγγάρια καθώς ο ήλιος ανατέλλει
κι όταν ο ήλιος ανατέλλει στο ροδοπέταλο,
αμίλητοι πιλότοι στο αεροδρόμιο
τη βόμβα "Η" φορτώνουν στ' αεριοπροωθούμενά τους.
Κι όταν ο ήλιος ανατέλλει, όταν ανατέλλει ο ήλιος
με τα αυτόματά τους θερίζουν
τους φοιτητές τους εργάτες
και στη λεωφόρο με τις ακακίες
γλάστρες στα παράθυρα και στα μπαλκόνια.
Κι όταν ο ήλιος ανατέλλει ο εκπρόσωπος του κράτους
στη βίλα του γυρίζει μετά τη δεξίωση.
Κι όταν ο ήλιος ανατέλλει κελαηδούν τα πουλιά.
Κι όταν ο ήλιος ανατέλλει, όταν ανατέλλει ο ήλιος
μια μωρομάνα βυζαίνει το παιδί της.
Δουλεύουν , οι ατομικοί αντιδραστήρες, δουλεύουν
φεύγουν τα τεχνητά φεγγάρια καθώς ο ήλιος ανατέλλει.
Και όταν ο ήλιος ανατέλλει μια νύχτα εγώ,
μια νύχτα ατέλειωτη πάλι ξάγρυπνος
πέρασα μέσα σε πόνους.
Σκεφτόμουνα το θάνατο, εσένα,
και νοσταλγούσα την πατρίδα,
εσένα, την πατρίδα και τον κόσμο μας.
Δουλεύουν οι ατομικοί αντιδραστήρες, δουλεύουν,
φεύγουν τα τεχνητά φεγγάρια καθώς ο ήλιος ανατέλλει
κι όταν ο ήλιος ανατέλλει λες να μην έχω καμιάν ελπίδα;
Ελπίδα, ελπίδα, ελπίδα,
στον άνθρωπο ελπίδα...
1958
Μετάφραση: Έρμος Αργαίος
Αργίες 2025
Θεοφάνια: Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2025
Καθαρά Δευτέρα: Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025
Ευαγγελισμός της Θεοτόκου: Τρίτη 25 Μαρτίου 2025
Μεγάλη Παρασκευή: 18 Απριλίου 2025
Μεγάλο Σάββατο: 19 Απριλίου 2025
Κυριακή του Πάσχα: 20 Απριλίου 2025
Δευτέρα του Πάσχα: 21 Απριλίου 2025
Εργατική Πρωτομαγιά: Πέμπτη 1 Μαΐου 2025
Αγίου Πνεύματος: Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025
Κοίμηση της Θεοτόκου: Παρασκευή 15 Αυγούστου 2025
Επέτειος του «Όχι»: Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025
Χριστούγεννα: Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2025
Δεύτερη ημέρα των Χριστουγέννων: Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025
Δες και τις παρακάτω αναρτήσεις.