Ας διαβάσουμε μερικά από αυτά κι ας νιώσουμε λίγη από την ομορφιά της αγάπης.
Χριστούγεννα
(Κωστής Παλαμάς)
Τι φως και χρώμα κι εμορφιά να σκόρπιζε τ’ αστέρι
οπού στην κούνια του Χριστού τους Μάγους έχει φέρει!
Ποιός άγγελος το διάλεξε για τέτοιο ταχυδρόμο!
Τ’ άλλα τ’ αστέρια θα ‘βλεπαν το φωτεινό του δρόμο
κι από τη ζήλεια θα’ τρεμαν…Αστέρι σε ποια χώρα
του απέραντου ουρανού να λαμπυρίζεις τώρα;
Η παντοδύναμη φθορά μην έσβησε το φως σου;
Ή μήπως είσαι αθάνατο και συ σαν το Χριστό σου;
Δεν κατεβαίν’ η λάμψη σου κι εδώ στα χώματά μας;
Για όλα τ’ άστρα, αλίμονο! δεν είναι η ματιά μας…
Και μόνον όταν τα λαμπρά Χριστούγεννα μας θα μπουν,
θαρρώ πως οι ακτίνες του μες την ψυχή μου λάμπουν.
Πολλά Δε Θέλει Ο Άνθρωπος
(Οδυσσέας Ελύτης)
Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος
να `ν’ ήμερος να`ναι άκακος
λίγο φαΐ λίγο κρασί
Χριστούγεννα κι Ανάσταση
κι όπου φωλιάσει και σταθεί
κανείς να μην του φτάνει εκεί
Μα ήρθαν αλλιώς τα πράματα
τονε ξυπνάν χαράματα
τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος
του τρώνε και το λίγο βιος
κι από το στόμα τη μπουκιά
πάνω στην ώρα τη γλυκιά
του τηνε παίρνουνε κι αυτή
χαρά στους που `ναι οι δυνατοί!
Χαρά στους που `ναι οι Δυνατοί
γι’ αυτούς δεν έχει χόρταση.
Η Γέννηση
(Τάσος Λειβαδίτης)
Ένα άλλο βράδυ τον άκουσα να κλαίει δίπλα.
Χτύπησα την πόρτα και μπήκα.
Μου ‘δειξε πάνω στο κομοδίνο ένα μικρό ξύλινο σταυρό.
«Είδες –μου λέει- γεννήθηκε η ευσπλαχνία!
Έσκυψα τότε το κεφάλι κι έκλαψα κι εγώ.
Γιατί θα περνούσαν αιώνες και αιώνες
και δε θα ‘χαμε να πούμε τίποτα ωραιότερο απ’ αυτό.
Ξημέρωναν Χριστούγεννα
(Κώστας Κρυστάλης)
Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,
κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι άγγελοι,
και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,
τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!
Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!
Κ’ οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν
μες’ απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν.
Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!
Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστατα ουράνια Σα ζαφείρια,
Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια.
Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα,
και από κάθε θύραπου ανοίγεται,
βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες,
γλυκές , καλοντυμένες.
Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες .Στη ματιά τους
λάμπ’ η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν
κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.
Το παιδί με τη σάλπιγγα
(Νικηφόρος Βρετάκος)
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
Να την κάνεις περιπατητικό αστέρι
ή ξύλα αναμμένα για τα Χριστούγεννα
στο τζάκι του νέγρου ή του Έλληνα χωρικού.
Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων.
Εγώ μπορεί να μην υπάρχω αύριο
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.
Χριστούγεννα
(Στέλιος Σπεράντσας)
Στη γωνιά μας κόκκινο
τ’ αναμμένο τζάκι.
Τούφες χιόνια πέφτουνε
στο παραθυράκι.
Όλο απόψε ξάγρυπνο
μένει το χωριό
και χτυπά Χριστούγεννα
το καμπαναριό.
Έλα, Εσύ, π’ Αρχάγγελοι
σ’ ανυμνούν απόψε,
πάρε από την πίτα μας
που ευωδιά και κόψε.
Έλα κι γωνίτσα μας
καρτερεί να ‘ρθεις.
Σου ‘στρωσα Χριστούλη μου
για να ζεσταθείς.
Δέντρο χριστουγεννιάτικο
(Χάρης Σακελλαρίου)
Δέντρο χριστουγεννιάτικο και ποιος θα σε στολίσει,
ποιος με παιχνίδια ολόμορφα θα ‘ρθει να σε γεμίσει;
Στα φύλλα και στα κλώνια σου θα ‘χεις σωρούς τα χιόνια
κι όλόγυρά θα κρέμονται κουκλίτσες και μπαλόνια.
Και στην ψηλή σου την κορφή χρυσό θα λάμπει αστέρι
αυτό που στη φτωχή σπηλιά τους Μάγους είχε φέρει.
Γύρω σου θα στηθεί χορός, τραγούδια θ’ αντηχήσουν
κι από χαρά κι ουράνιο φως όλα θα πλημμυρίσουν.
Δέντρο χριστουγεννιάτικο, χάρισε και σε μένα
κάτι από τα δωράκι σου τα χιλιοπλουμισμένα…
Χριστουγεννιάτικο δέντρο
(Ρένα Καρθαίου)
Καμπανούλες, καμπανούλες
κρεμαστές μικρές χαρούλες,
και μπαμπάκι αντί για χιόνια
στα μικρά του δέντρου κλώνια.
Μπάλες μπάλες και κεράκια
κι αναμμένα φαναράκια
και παιχνίδια κι αγγελούδια
κι άλλα χίλια δυο καλούδια.
Κάτω χαμηλά στη βάση
μάγοι και βοσκοί έχουν φτάσει,
και προς της κορφής τα μέρη
φέγγει λαμπερό ένα αστέρι.
Χριστούγεννα
(Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη)
Αχός χαράς την πλάση,πέρα ως πέρα,
απόψε τρικυμίζει ΄ τόσα μύρα
ποτέ δε βαλσαμώσαν τον αγέρα,
των ουρανών ανοίχτη, λες, η θύρα.
Έν’άστρο μόνο ΄κι ω, τι φως πλημμύρα
στον μεσονύχτιον ήσυχον αιθέρα!
Αγγέλοι υμνολογούν την άγια μέρα,
που ανθρώπινη ο Θεός εδέχτη μοίρα.
Μάγους σοφούς κι αθώους βοσκούς αντάμα
η φάτνη ταπεινή συναδερφώνει ΄
κι ανίδεη στο υπέρθεο τούτο θάμα
– ποιο θάμα σαν το φως του λογισμού της;-
εκστατική,μια μάνα καμαρώνει
το πρώτο χαμογέλασμα του γιου της!
Χριστούγεννα
(Τέλλος Άγρας)
Όξω πέφτει αδιάκοπα και πυκνό το χιόνι,
κρύα και κατασκότεινη κι αγριωπή η νυχτιά.
Είναι η στέγη ολόλευκη, γέρνουν άσπροι κλώνοι,
μες το τζάκι απόμερα ξεψυχά η φωτιά.
Τρέμει στα εικονίσματα το καντήλι πλάγι
και φωτάει στη σκυθρωπή, στη θαμπή εμορφιά.
Να η φάτνη, οι άγγελοι κι ο Χριστός κι οι Μάγοι
και το αστέρι ολόλαμπρο μες στη συννεφιά!
Κι οι ποιμένες, που έρχονται γύρω από τη στάνη
κι η μητέρα του Χριστού στο Χριστό μπροστά
Το μικρό το εικόνισμα όλ’ αυτά τα φτάνει,
μαζεμένα όλα μαζί και σφιχτά-σφιχτά.
Πέφτει ακόμη αδιάκοπο κι άφθονο το χιόνι,
όλα ξημερώνονται μ’ άσπρη φορεσιά
στον αγέρα αντιλαλούν του σημάντρου οι στόνοι,
κάτασπρη, γιορτάσιμη λάμπει η εκκλησιά.
Είδα χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου
(Τέλλος ‘Αγρας)
Είδα χτες το βράδυ στ’ όνειρό μου,
το γεννημένο μας Χριστό,
τα βόδια επάνω του εφυσούσαν,
όλο το χνώτο τους ζεστό.
Το μέτωπό του ήταν σαν ήλιος,
και μέσα η φάτνη η φτωχική,
άστραφτε πιο καλά από μέρα,
με κάποια λάμψη μαγική.
Στα πόδια του έσκυβαν οι Μάγοι,
κι’ έμοιαζε τ’ άστρο από ψηλά,
πως θα καθίσει σαν κορώνα,
στης Παναγίτσας τα μαλλιά.
Βοσκοί πολλοί και βοσκοπούλες,
τον προσκυνούσαν ταπεινά,
ξανθόμαλλοι άγγελοι εστεκόνταν,
κι’ έψελναν γύρω του «ωσαννά».
Μα κι’ από αγγέλους κι’ από μάγους
δεν ζήλεψα άλλο πιο πολύ,
όσο της Μάνας Του το στόμα,
και το ζεστό – ζεστό φιλί.
Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο
(Κωστής Παλαμάς)
Να ‘μουν του σταύλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,
το στέμμα των ακτίνων του γύρω στο μέτωπό του.
Να λάμψω από τη λάμψη του κι’ εγώ σαν διαμαντάκι
κι’ από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι.
Να μοσκοβοληθώ κι’ εγώ από την ευωδία,
που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία.
Να ‘μουν του σταύλου ένα άχυρο ένα φτωχό κομμάτι
την ώρα π’ άνοιγ’ ο Χριστός στον ήλιο του το μάτι.
Χριστούγεννα του χωριού
(Κωνσταντίνος Χατζόπουλος)
Μες την αχνόφεγγη βραδιά
πέφτει ψιλό-ψιλό το χιόνι,
γύρω στην έρμη λαγκαδιά
στρώνοντας κάτασπρο σεντόνι.
Ούτε πουλιού γροικάς λαλιά,
ούτ’ ένα βέλασμα προβάτου,
λες κι απλωμένη σιγαλιά
είναι κει ολόγυρα θανάτου.
Μα ξάφνου πέρα απ’ το βουνό
γλυκός σημάντρου ήχος γροικιέται,
ωσάν βαθιά απ’ τον ουρανό
μέσα στη νύχτα να σκορπιέται.
Κι αντιλαλεί τερπνά-τερπνά
γύρω στην άφωνη την πλάση,
και το χωριό γλυκοξυπνά
την Άγια μέρα να γιορτάσει.
Νύχτα Γεννήσεως
(Γ. Δροσίνης)
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
λυγούν τα πόδια
και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους
τα άδολα βόδια.
Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα
σταυροκοπιέται
και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα
Χριστός γεννιέται!
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
κάποιοι ποιμένες
ξυπνούν από φωνές ύμνων μεσούρανες
στη γη σταλμένες
Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ’ αγγέλων στόματα
στον σκόρπιο αέρα
τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα
με την φλογέρα.
Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη
ποιος δεν το ξέρει
των μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα
λάμπει το αστέρι.
Κι όποιος το βρει μες στ’ άλλα αστέρια ανάμεσα
και δεν το χάσει,
σε μια άλλη Βηθλεέμ ακολουθώντας το
μπορεί να φτάσει.
Χριστουγεννιάτικη αγρύπνια
(Τάκης Παπατσώνης)
Εξωτικός στην άκρια των κοιλάδων
περίμενα τη σημερινή γιορτή στο σκότος των λαμπάδων
απόκληρος της φωταψίας των ημερήσιων ήλιων
γονατιστής, και νηστευτής, και αποβλητής των χίλιων
δαιμονικών ταξιαρχιών… Μ’ άδικα εταλαιπώρουν
τη θύελλα των νοημάτων μου, τη ρώμη των γονάτων,
γιατί – το ξέρω αλίμονον! – τις πανοπλίες εφόρουν
τα εκατομμύρια των λαών, που ερείπια στρατευμάτων
κατάντησαν τα ελεεινά… Και θλίβω των ματιών σου
το φέγγος με το πίκραμα των λυπηρών δακρύων
που ο αμαρτωλός εσώριασα στων άλλων των δεινών μου
τα πλήθη και το πιο φριχτόν: το ίδιο άβουλο θηρίον
αντίς πανήγυρη ευλαβή να στήσω και ιερουργίαν
αρμονικήν, υμνητική της θείας καλωσύνης
να διαλαλώ, εγώ δέχομαι με ανόητη απαραξία
τον Άρχοντα, το Άλφα και Ωμέγα της Χριστιανοσύνης!..
Αλίμονο· των άγριων λαών η ορμητική αντάρα
και την ειρήνη τάραξε της μέσα μου ευλογίας,
κ’ αιστάνομαι απειλητικά του θεού μου την κατάρα
και μακρυνάμενο από με το Τέκνο της Μαρίας…
Και ο ανελέητος ασκητής τρέμω μην τάχα σφάλλω·
μην ενωθώ με τους θνητούς πολεμιστές και γίνω
υου Σατανά η συνέργεια – που τότε πια θα ψάλω
όχι ύμνο των Χριστουγέννων, μα θρήνο!…
Χριστούγεννα
(Γιώργης Σερκεδάκης)
Χριστούγεννα και λείπει ο Χριστός από το σπίτι
σκοτώθηκε στον πόλεμο προχτές
μαντάτα, που παγώνουν, κρεμασμένα στο φεγγίτη
κι η λύπη κομματιάζει τις ευχές .
Τώρα από το σπίτι μας ο θάνατος δε λείπει
με μιαν εφημερίδα τυλιγμένος τριγυρνά
Πολέμησε και Σκότωσε, Γκρέμισ’ αυτό το σπίτι
και όταν κοιταζόμαστε την πόρτα μας χτυπά.
Να είμ΄ εγώ, εσύ, ή αυτός που πεθαίνει
με μια πατρίδα αγκαλιά ξεσπιτωμένη
και με μια μοίρα στη σκλαβιά παραδομένη
που δε μπορεί και που δεν ξέρει να πεθαίνει;
Χρόνια πολλά, Χριστέ του Ιωσήφ, της Παλαιστίνης
Χρόνια Πολλά, Χριστέ των εφτάχρονων παιδιών που πενθούν
Χρόνια Πολλά στην ποδιά της μαυροφόρας εκείνης
πού ξεριζώθηκε μα λέει στους ανθρώπους ν’ αγαπούν.
Είναι Χριστούγεννα και όλα καλά
κοιμήσου παιδί μου και Χρόνια Πολλά
πες, ότι έχει ο Θεός κι έναν άλλο Χριστό
μπορεί εμένα, εσένα, τον καθένα, Αυτόν.
Χριστούγεννα 1948
(Μίλτος Σαχτούρης)
Σημαία
ακόμη
τα δίκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδηρόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου
Παραμονή της γέννησης
(Ζωή Καρέλη)
Αμήν αμήν λέγω, Κύριε,
συγχώρησε την αδυναμία μου,
χώρον χάρισε στην αδυναμία μου, Κύριε,
με την αδυναμία μου να χωρέσω στην έκκληση
της ψυχής μου. Συγχώρεσε
την σκληρή κατάπτωση,
της σκληρότητας ψυχρής την κατάσταση,
της στείρας ψυχρότητας την κατάκτηση,
της σκληρότατης πτώσης τη στάση,
της ψυχής τη στειρότητα.
Εκείνος που δεν γεννά, δεν γεννάται,
δεν αναγεννάται ποτέ, Κύριε,
της Γέννησης «σκήνωσον εν εμοί»,
ο την Σάρραν και την Ελισσάβετ
γονίμους διδάξας, προς δόξαν σου αιώνιαν.
Το ταξίδι των μάγων
(Ζωή Καρέλη)
Έπρεπε νάμαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.
Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει…
Μαζύ πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι’ η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!
Πού είναι τα δώρα;
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι’ ευλάβεια τού φέρναμε.
Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.
Ήμασταν τρεις,
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι’ αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι’ υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.
Εν συντριβή βαδίζοντα.
Οι πόνοι της Παναγιάς
(Κώστας Βάρναλης)
Μια λιόλουστη μέρα του χειμώνα η Παναγιά, στενεμένη από τους πόνους, αφήνει το σπιτικό της και βγαίνει στον κάμπο τρεκλίζοντας κι αγκομαχώντας.
Κάθεται χάμου στο πράσινο χορτάρι, που το φωτίζουνε δω κι εκεί άγριες βιολέτες, κυκλάμινα, κρόκοι· και σφίγγοντας την κοιλιά της με τα δυο της χέρια κλαίει και δέρνεται, κουνώντας τ’ άμαθο κορμί της δεξιά κι αριστερά, όπως οι μοιρολογίστρες της Ανατολής.
Σπιτάκι μου στανάχωρο, και κάμαρά μου χαμηλή!
Πόνοι μού σφάζουν το κορμί, μα την ψυχή μου πιο πολλοί.
Πήρα το δρόμο το δρομί στον κάμπο να καθίσω.
Αντρούλη μου, σα δε με βρεις με την καρδιά σου την καλή,
ο πόνος, που με κυνηγά, θενά με φέρει πίσω.
Ω χώμα, που τραγουδιστά σε πίνει ο πέφκος ο βαθύς,
όσο που μπάρσαμο πικρό στα φύλλα του να σουρωθείς,
μέσα σου χώνομαι κι εγώ, τα σπλάχνα γλύκανέ μου.
Αχ, χάηδεψέ μου τα μαλλιά της κεφαλής μου της ξανθής,
πάρε τη σκέψη μου πολύ μακριά, πνοή του ανέμου!
Σαν καρδερίνα του Μαρτιού με τα φτερά τ’ αστραφτερά,
που σε βαθιά τριανταφυλλιά, πλάι σε τρεχάμενα νερά,
μ’ άχερα, λάσπη και μαλλί ζεστή φωλιά κρεμάει,
την κούνια σου, παιδάκι μου, με ξύλα φκιάνω εβωδερά
και βάνω προσκεφάλι σου τον ήλιο του Ανθομάη.
Ονείρατα, που γαλανά στο μισοξύπνι τ’ αυγινό
από τα μάτια τα γλαρά σαν τον αφρό, σαν τον αχνό
περνάτε μια και χάνεστε, σκήμα χωρίς και θώρι,
ελάτε κι άλλη μια φορά, πείτε μου να μην το ξεχνώ,
πως το παιδί, που καρτερώ, το πρώτο, θα ν’ αγόρι.
(Εδώ η Παναγιά μιλά για το όραμα του Αγγέλου).
Κάνε ψαρά, πεζόβολο στ’ ακροθαλάσσι να πετάς·
κάνε σε κάδο τρυγητή γλυκά σταφύλια να πατάς·
κάνε γκαμήλες να ποτίζεις σ’ έρημο πηγάδι·
καν’ αναγνώστη στο Ναό να ψέλνεις και να θυμιατάς —
πού σ’ είδα, γνώριμη αστραψιά στου νου μου το σκοτάδι;
Είσουν ωραίος σαν άγγελος με δυο φτερούγες ανοιχτές,
η μια βυθούσε στ’ αύριο, η άλλη χανότανε στο χτες·
κάτι στο χέρι κράταγες, γιά φλάμπουρο γιά κρίνο
—χορός, που ζεστοκόπησε τις φλέβες μου τις τιναχτές!—
ό,τι ποθώ με
Μα γιατί μου ’δειξες, καλέ, δόξα πολλή για το παιδί;
Αχ, η καρδιά μου δε βαστά, το μέγα ψήλος ναν το δει!
Δεν τον αφήνω η Μάνα του μιαν πιθαμή να φύγει!
Μη μεγαλώσει μου ποτές κι όλα τα χρόνια, αβγή – βραδύ,
πάντα μωρό να σφίγγεται στου κόρφου μου τα ρίγη.
Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιό νησί του Ωκεανού, σε ποιάν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ’ άδικο φωνάξεις.
Ξέρω, πως θα ’χεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που μες στα βρόχια της οργής ταχιά θενα σπαράξεις.
Συ θα ’χεις μάτια γαλανά, θα χεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταβρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος ή προδότης.
Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό,
να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι
κι ύστερ’ απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι θα κοιτώ
που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι…
Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,
κι η Αλήθεια σού χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μην τα πεις.
Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.
Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.
Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.
Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!
—Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο…—
Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά
την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!
Διάβασε και τις παρακάτω χριστουγεννιάτικες αναρτήσεις.