Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2025

Ποιήματα για τα «Τέμπη»


Οι ποιητές ενώνουν τις φωνές τους με εκείνες όσων κατεβαίνουν στους δρόμους, με τους μαθητές και τους φοιτητές που τραγουδούν για τα αδικοχαμένα παιδιά.
Ενώνουν την οργή τους και με κάθε άνθρωπο που ζητά δικαιοσύνη, ζητά να αποδοθούν οι ευθύνες σε κάθε υπεύθυνο για την τραγωδία στα Τέμπη.


Υποψήφιοι επιβάτες τρένου
(Δανάη Μαδρύνη)

Θα είμαστε οι επόμενοι.
Θα ψάχνουμε στα συντρίμμια του τρένου 
τα δικά μας άυλα παιδιά,
θα ζητάμε από τους δικαστάδες δικαιοσύνη
κι αυτοί θα διορίζονται στο παλάτι,
θα τρέχουμε στους δρόμους ρακένδυτοι για λίγο οξυγόνο
κι αυτοί θα μας ειρωνεύονται και θα μας περιγελούνε.

Θα είμαστε οι επόμενοι, σου λέω!
Τι περιμένεις;
Σώσε σήμερα τη μνήμη των άλλων
για να σωθεί αύριο η ζωή η δική μας.


Αν δεν βγεις στον δρόμο
(Ορέστης Μυρανός)

Αν δε βγεις στον δρόμο,
δε θα βρεις πέτρες να χτίσεις το σπίτι σου.
Αν δεν βγεις στον δρόμο,
δε θα σε συναντήσει ο ήλιος, να σε γιατρέψει.
Αν δε βγεις στον δρόμο,
δε θα σε πιάσει το χέρι του γείτονα για να σου δώσει θάρρος.
Αν δεν βγεις στον δρόμο, να φωνάξεις,
δε θα φύγουν ποτέ τα σκυλιά που κλείνουν την αυλόπορτά σου.
Αν δε βγεις στον δρόμο,
δε θα βρεις ποτέ το δίκιο σου.


Δεν έχω οξυγόνο
(Ρένη Πάλλη)

Δεν έχω οξυγόνο
γιατί τα λεφτά τους 
πνίγουν τη ζωή μου.

Δεν έχω οξυγόνο
γιατί μου κρύβουν χωρίς ντροπή 
την αλήθεια.

Δεν έχω οξυγόνο
γιατί συνήθισα να ζω 
πάντα στο σκοτάδι που έφτιαξαν.

Δεν έχω οξυγόνο
γιατί μου έμαθαν να φοβάμαι 
και να μη ρωτάω.

Μα τώρα θα σκίσω τα σύννεφα
με τα νύχια μου 
και δε θα τρέξουν δάκρυα,
μα θα αναβλύσει όλο το οξυγόνο 
που μου στέρησαν.


Η σύγκρουση των τρένων στα Τέμπη
(Ισίδωρος Καρδερίνης)

Στων Τεμπών την κοιλάδα
Μια παγερή νύχτα του Φλεβάρη
Ο ουρανός μες στη χλωμάδα
Χωρίς άστρα και φεγγάρι.

Ένα τρένο μ’ όνειρα πολλά
Ταξιδεύει προς τη Θεσσαλονίκη
Πρόσωπα ανέμελα και γελαστά
Που δεν περιμένουν δίκη.

Ξαφνικά σύγκρουση τρομερή
Καπνός, λάβα και θεόρατη φωτιά
Κορμιά που λιώνουν σαν κερί
Κι η πλάση κλάμα γοερά.

Σίδερα τσαλακωμένα σαν χαρτί
Και βαγόνια πλαγιασμένα
Πτώματα με φρικιαστική μορφή
Με χέρια και πόδια κομμένα.

Ψυχές που αναδύονται ψηλά
Κι οι συγγενείς μέσα στον πόνο
Οι μνήμες τους σαν τα καρφιά
Ματώνουν και πληγώνουν μόνο.

Ένα απίστευτο έγκλημα μεγάλο
Που ζητά επίμονα δικαιοσύνη
Που ζητά την αλήθεια δίχως άλλο
Για ν’ ανθίσουν στους τάφους κρίνοι.


Δάκρυα στα Τέμπη
(Γιάννης Παπαδόπουλος)

Στης νύχτας τη σιγή, φωνές χαμένες, 
όνειρα σβήσαν ξαφνικά, ψυχές καμένες.

Ένα ταξίδι που έμελλε ποτέ να μη τελειώσει, 
μια σιδερένια αγκαλιά το έχει αγκιστρώσει.

Μάτια που κοίταζαν μπροστά, γεμάτα με ελπίδα, 
κεριά γενήκαν που έλιωσαν στου χάρου την κλεψύδρα.

Κι η αυγή που δεν ξημέρωσε για τα γλυκά αγγελούδια, 
έμεινε κρύα, σκοτεινή, στα πλαστικά λουλούδια.

Μανάδες μάταια τη χαρά θαρρούν πως αντικρύζουν 
στα αθάνατα βλαστάρια τους, που πίσω δε γυρίζουν.

Κεριά γινήκαν αστραπές και βουητό αέρα. 
Θλίψη καλεί τη θλίψη τους μες στης οργής τη σφαίρα.

Κι όσο οι ψυχές αδιάβαστες στη μνήμη αργοσαλεύουν, 
οι μάνες με τους δήμιους μετριούνται και παλεύουν.

Μα η καρδιά που δεν ξεχνά, πετρώνει από τον πόνο 
με την κραυγή απόγνωσης «δεν έχω οξυγόνο».


Η διαίρεση
(Γεωργία Τριανταφυλλίδου)

Πάντα φοβόμουν να γίνω η μητέρα
σου.
Να σιγουρέψω με τη γέννα τον χαμό σου,
να επωμιστούμε μια αγάπη διά δύο.
Λες και δεν ήξερα ότι αγάπη σημαίνει
από τη γέννησή της, διαίρεση ατελής.

Ποτέ δεν σου τραγούδησα «τσαφ τσουφ»
ήτανε παλιακό το διερχόμενο τρενάκι στο τραγούδι μου
κι εσύ μικρός έστηνες τρένα που πετούσαν σπίθες:
ηλεκτρικό παιχνίδι, ράγες δωματίου,
γέφυρες, τούνελ και σταθμοί, σφυρίγματα θριάμβου
ενός συρμού που κάλπαζε σαν άτι της προόδου.

Νυχτώθηκα να περιμένω νέα σου και τα παλιά
αστράφτουν στην οθόνη μου με φλας απόκοσμο.
Φωτίζονται για λίγο οι λαμαρίνες, η βαλίτσα σου,
το δαχτυλίδι της γιαγιάς στο χέρι της κοπέλας που καθόταν δίπλα σου.

Έτσι τη νύχτα παύουν ν’ αντηχούνε εισερχόμενα.
Γίνονται ειδήσεις στο ανήκουστο αυτί του κόσμου.
Κι εγώ που πάντα φοβόμουν να είμαι η μητέρα
σου,
ξέμεινα εδώ με μια ατελή διαίρεση στα χέρια.
Για το υπόλοιπο του αναίτιου βίου μου
να σ’ αγαπώ, πουλάκι μου, χωρίς επιστροφή.


Intercity
(Θωμάς Ιωάνου)

Μαμά, συγγνώμη
Που ξεχάστηκα
Και δε σε πήρα όταν έφτασα

Με πήρε ύπνος όπως ήμουν ψόφιος
Απ’ την κούραση
Και είδα όνειρο κακό
Πιο ζωντανό από ποτέ
Τόσο που έπεσα απ’ το κρεβάτι μου
Κραυγή μεγάλη βγάζοντας

Διαταραχή του ύπνου REM, μαμά
Παλιά κοιμόμουν σαν πουλάκι πλάι σου
Μα χρόνια άγρυπνη σε άφηνα
Να περιμένεις ένα μήνυμα ξερό
Του στυλ να μη με πρήζεις

Όλοι θα παν με τον συρμό
Από τις ράγες του κανείς δεν πρόκειται να βγει
Μόνο εσύ θα στήνεις το αυτί στον έρημο σταθμό
Για να ακούς αν έρχομαι

Θα είσαι εκεί
Στην αποβάθρα όταν φτάνω ξημερώματα
Και θα ρωτάς
Πού πήγανε οι φίλοι σου
Και σε αφήσαν δέμα ασυνόδευτο

Μαμά, να ξεχαστώ μη με αφήνεις
Πάρε με αύριο πρωί να με ξυπνήσεις


Το μαύρο μου μπαλόνι
(Ελεάνα Βραχάλη)

Αν είχε ο πόνος πρόσωπο, θα ήταν το δικό μου
Ντροπή που δεν ξεπέρασα πολύ τον εαυτό μου

Να κάνω το καλύτερο εγώ για κάποιους άλλους
κι αξία να μην έδινα σε κάποιους παπαγάλους

που άλλοι τους κουρδίζουνε σα να είν' φτηνά ρολόγια,
στην ώρα να αθωώνουνε τα ανάλγητα λαμόγια

Η υπομονή μου ξέφυγε και άλλο δεν τρομάζει
εκεί προς στην αλήθεια μου θα πάει κι ας λαχανιάζει

Συγνώμη που με το αίμα μου δε βάφτηκαν οι τοίχοι
Συγνώμη που δεν ψήφισα και το άφησα στην τύχη

Συγνώμη για όσους πλήρωσαν και πέθαναν για μένα
Συγνώμη που δεν πρόλαβα να πω πως είμαστε ένα

Συγνώμη που ανέχτηκα τα ολέθρια, τα μοιραία
Δεν ξέρω από κόμματα δεν θέλω και σημαία

Θα πάω στις επάλξεις μου, στον άνισο αγώνα
Θα βρω εγώ τον τρόπο μου και ρίξτε δακρυγόνα

Εδώ όπου γεννήθηκα, πεθαίνω κάθε μέρα
και πέφτω με όποιον δίπλα μου σκοτώνεται απ’ τη σφαίρα

Κάποιοι όλα τα πήρανε χωρίς κανείς να δίνει
κι ο ένας προς τον άλλονε πετάει την ευθύνη

Δε θέλω ανακούφιση ούτε ελεημοσύνη
Ενός λεπτού κραυγή ζητώ και μια δικαιοσύνη…

Κι εσύ που από δίπλα μου επέλεξες να λείπεις,
τις λέξεις μου τις βάφτισες στη δύναμη της λύπης…

Σου δίνω την καρδιά μου εδώ, που σπάει, μα δεν παγώνει
Θα είναι πια πυξίδα μου το μαύρο μου μπαλόνι.


Τέμπη
(Στέλλα Αρβανίτη)

Βαρύ έπεφτε το βράδυ μες τα Τέμπη
Το τρένο για τον Άδη είχε αρχίσει
Οι ράγες σφύριζαν σαν να 'τανε χλεύη
Το έαρ κρύφτηκε για να πενθήσει.

Το τρένο πήγαινε και μέσα όλο γέλια
Μοίρα βαριά στη ράχη κουβαλούσε
Οι φοιτητές όλο χαρά κι όλο ζωντάνια
Κι απ'έξω ο θάνατος παραφυλούσε.

"Μάνα θα πάρω σαν θα φτάσω το πρωί
Μάνα θα στείλω μήνυμα να ξέρεις
Μάνα εσένα τώρα που σε πνίγει η οργή
Μάταια το μήνυμα θα περιμένεις.

Πως κρύβουν κάποιοι το σκοτάδι μες στο φως;
Πως μακελεύουνε τα άνθη πριν ανθίσουν;
Πως συντροφιά τους είν' μονάχα το έρεβος
Πως οι Ερινύες την ψυχή τους δεν λυγίζουν;

"Μάνα θα πάρω σαν θα φτάσω το πρωί
Μάνα θα στείλω μήνυμα να ξέρεις
Μάνα εσένα τώρα που σε πνίγει η οργή
Μάταια το μήνυμα θα περιμένεις.


Ράγισμα
(Δημήτρης Παπαδάκης)

Νυχτερινό τσιγαράκι, αναστεναγμός· χειμώνας.
Χάζευα ξηρόκαμπους, δεντρά, κολόνες της ΔΕΗ,
ένα σπιτάκι γκρίζο, που κάπως φωτιζόταν.
Ονειρευόμουν δόξες και τιμές,
να μου κρατά σφιχτά το χέρι·
αγκαλιασμένοι να γευόμαστε
στα χείλη την αρμύρα·
ήχους από κοχύλια στ’ αυτιά
παρακλουθώντας τ’ ολοφέγγαρο να πνίγεται.
Όλα τα ’βλεπα στου βαγονιού το παραθύρι,
όλα τα σφήνωνα σε λίγες ίντσες, δίχως ρεύμα·
μα, μέσα στα μεσάνυχτα, το παραθύρι έσπασε
κι έφυγα γοργά μαζί με το βαγόνι
τα όνειρα να αποκάμω,
το χρέος να τελέψω·
κι η γόπα μου πετάχτηκε
μες στων Τεμπών την πυκνοβλαστημένη γη.


Τέμπη
(Κώστας Παππής)

Άγαλμα θεού
αποκεφαλισμένο
η πατρίδα μου
Άρχει τ’ άδικο
καπνίζουν ερείπια
τόπος ρημαδιό
Στέρφες οι μέρες
εφιάλτες καινούργιους
οι νύχτες γεννούν
Άδειος ουρανός
το χώμα κατάξερο
ιδρώνει αίμα
Μια φρεναπάτη
βάφει μαύρο τον ήλιο
το δάσος πυρό
Σπέρνοντας ψέμα
αγοραίες σειρήνες
σε ξεκουφαίνουν
Με μιαν οθόνη
και μ’ ένα πιάτο φακή
σ’ έχουν μαυλίσει
Βλέπεις τις μέρες
να περνούν στο σφαγείο
που σε σταβλίζουν
Αρματωμένοι
φύλακες σ’ επιτηρούν
σιδερόφραχτοι
Φεύγουν τα παιδιά
πετούν με τα φτερά τους
καψαλισμένα
Άλλο μην αργείς
το θηρίο τροχίζει
νύχια και δόντια
Μην ομοιωθείς
σημαία και νόημα
και βήμα βρήκες
Σήκωσε μπόι
πριν πήξει το σκοτάδι
πριν τσιμεντωθεί


Ελεγεία για τα Τέμπη
(Γιώργος Ηρακλέους)

Κανένας δεν ξεχνάει το αίμα,
που άδικα χύνεται,
περνάνε, φεύγουνε, ξανάρχονται οι νεκροί,
και ζητάνε να γίνουμε η φωνή τους!

Κανένας δεν λησμονεί τη νύχτα
που φύγανε τα παιδιά μας,
δεν έχουμε κι εμείς από τότε οξυγόνο,
γύρω νύχτα, παντού νύχτα!

Παγωμένο το φεγγάρι του χειμώνα σβήνει
κι από τα σύννεφα ψηλά
τα μάτια των παιδιών μας κοιτάζουνε,
άγρια, τρελά και διψασμένα
ζητάνε δικαιοσύνη…


Νύχτα χωρίς ανατολή
(Κώστας Τσαλαφούτας)

Χαμόγελα αποχαιρετισμού
στην αποβάθρα του σταθμού.
Φορτωμένες οι αποσκευές τους
με τα όνειρα της γνώσης,
ταξιδεύουν ανυποψίαστοι
στις ράγες της ανευθυνότητας.
Νύχτα χωρίς ανατολή
χάρισαν στο ταξίδι της νιότης.
Η μετωπική σύγκρουση συνοδεύτηκε
από τον κρότο της λάμψης
και τους οδήγησε στα σιδερένια αλώνια
παλεύοντας με τον χάροντα.
Φωνές τρόμου, εικόνες φρίκης
σκόρπισαν τα βαγόνια της κερδοσκοπίας.
Οι κραυγές των μανάδων
στον πόνο της απώλειας
συγκινούν και ραγίζουν καρδιές.
Η κοιλάδα των Τεμπών
βάφτηκε άδικα με αίμα.
Το μέλλον τους θυσιάστηκε
με το τρένο της καταστροφής
στο βωμό των συμφερόντων.
Χαμένη άνοιξη
για πενήντα επτά ψυχές.
Η δικαίωση περιμένει
και το δίκιο αργοσβήνει
στην προκρούστεια κλίνη της εξουσίας.


Εσύ, στα Τέμπη, δεν θα βρεις συγχωροχάρτι
(Ζωή Δικταίου)

Πίκρα, θυμός, δάκρυα, οργή, ντροπή κι οδύνη,
το στέρφο μέλλον, που ζητά δικαιοσύνη,
τη νύχτα του Φλεβάρη, που είχε ο Χάρος, ελευθέρας,
«μη με λησμόνει»,
φωνές στο χώμα, και το χρέος, να συντρίψουμε το τέρας.

Πολιτικάντηδες, λογάδες, και σκουλήκια πλεονέχτες,
αλάθευτα ο καπνός δείχνει τους φταίχτες,
μνήμα, το μνήμα, θα μετρήσουμε τ’ ανάστημα,
λαμπάδες σώματα,
θυσία στα τραίνα, στα συμφέροντα σας, τ’ άτιμα.

Όσο εσύ, ταμπουρωμένος μες την ύβρι και το ψέμα
γυρεύεις τρόπους, να σωθείς απ’ τ’ άγιο αίμα,
απ’ το μεδούλι των ονείρων μας, τρως χρόνια,
μα δεν θα γίνουμε,
στη βρόμικη σκακιέρα σου, τα πιόνια.

Ζητά η καρδιά μας, ό,τι η δική σου τρέμει,
τα χίλια δίκια που γυρίζουν στην ανέμη,
αυτή η κόκκινη κηλίδα, δεν θα σβήσει από το χάρτη,
γέννησε άγρια πουλιά,
εσύ, στα Τέμπη, δεν θα βρεις συγχωροχάρτι.

Πηχτό ξεχύνεται το αίμα, βράζει ο κάμπος,
κοντάρια γίναν οι ψυχές, τού ήλιου σάμπως,
κινήσαν, να χαλάσουν της χαράς, το πανηγύρι,
φωτιές στις ράγες,
αύριο θά ’χουν, το παιδί σου μουσαφίρη.

Σημάδια πένθιμα, αποκαΐδια στα βαγόνια,
κλειδιά, βαλίτσες, τα καμένα τους κορδόνια,
καρβουνοφάης, τη σοδειά ήρθε να μετρήσει,
είδες τα μάτια του φονιά,
πού ’χε ξεδιάντροπα τα νιάτα μας θερίσει.

Νέα συνθήματα, απεργίες και πορείες,
δεν είναι δώρα οι ζωές σε λοταρίες,
θρηνεί μια μάνα, στου κουφού καιρού τα βάθη,

ανάθεμα, όποιος είσαι,
άκου, άκου, πριν ανοιχτούν και άλλοι τάφοι.

Νικήθηκε ο τόπος απ’ τον πόνο, τί γυρεύεις;
γυρίζει η σβούρα, ψέματα λένε, λένε, μην πιστεύεις,
και χτες, και σήμερα, αλλάζουν στην καρέκλα πάντα οι ίδιοι,
γύρνα την πλάτη,
μην τους φοβάσαι, χάλασέ τους, το τρισάθλιο παιχνίδι.


Ταξίδι δίχως γυρισμό στο τρένο του θανάτου
(Δέσποινα Πταπτέλη)

Μαύρη εμπήκε η Άνοιξη
πότισαν αίμα οι ράγες
κι υποδεχτήκαν οι ουρανοί
αγγέλους στις αγκάλες

Σε κείνη τη μοιραία γραμμή
ανήμενε ο Χάρος
να πάρει στο ταξίδι του
τόσων ψυχών το βάρος

Άτιμε Χάρε αδίστακτε
με όρον θανατηφόρο
να παίρνεις απ’των κοπελιώ
αυτό το θείο δώρο

Νέα παιδιά σαν γάργαρα
νερά τα πρόσωπα τους
βρέθηκαν να’ ναι στο βωμό
θυσία στα σχέδια τους

Κόρες νεραιδοστόλιστες
και φεγγαρολουσμένες
και παλικάρια στιβαρά
μορφές ανδρειωμένες

Μάνες πονούνε τα παιδιά
παιδιά πονούν τις μάνες
θρηνούν πατέρες τα παιδιά
παιδιά θρηνούν πατέρες

Γέμισεν ο παράδεισος
57 αγγέλους
και είναι της μάνας ο καημός
βάσανο δίχως τέλους

Άδικο είχανε χαμό
τόσες ψυχές στον Άδη
μαύρισεν όλων η ψυχή
μ’ ένα βαθύ σκοτάδι

Μάνα Ελλάδα μας θρηνείς
για τα καμώματα τους
πόσο ν’ αντέξει η πλάτη σου
τα βάρη τα δικά τους

Ντράπηκε κι η ίδια η ντροπή
με τούτο το συμβάν της
για μια Ελλάδα που μπορεί
να σφάζει τα παιδιά της.


Για τα Τέμπη
(Γιώργος Ηρακλέους)

Εδώ θα πρέπει να σταθείς
και να γνωρίσεις τους φονιάδες.
Τα αθώα θύματα έχουνε μάτια,
που κερδίζουνε το φως.
Στην μπασιά του κόσμου
γνωρίζεις την απονιά μονάχα!

Το παράπονο ξεχειλίζει την λύπη,
άραγε η τιμωρία αποχωρίστηκε από το έγκλημα;
Κράτα μου το χέρι μην χαθούμε,
πενήντα δύο νεκροί
κείτονται κάτω από κείνο
που μας πονάει βαθιά,
και κρατάνε από τη γενιά των λουλουδιών,
μέσα τους κοιμούνται τ’ άγρια πουλιά της δικαίωσης.
Να μην ξεχάσουμε τα παιδιά
που μας κοιτάζουνε από τις άγνωστες περιοχές του παραδείσου,
με το έντιμο αίμα τους να ζητάει εκδίκηση!


Αρχαία Τραγωδία 2023 μ.Χ. (Τέμπη)
(Πέτρος Γκόρτσος)

(Πρόλογος)
Ανάμεσα στου τρένου τα συντρίμμια σαν Αντιγόνη τριγυρνά η χαροκαμένη μάνα, απελπισμένη με τα μάτια ογρά και μπλάβα.
Τα χέρια λερωμένα, δάχτυλα μέσα στην λάσπη του θανάτου βουτηγμένα, νύχια απ' το λυσαλαίο σκάψιμο της γης σπασμένα, από τις πέτρες και απ' τις σκλήθρες λαβωμένα...

(Επεισόδιο πρώτο)
Να θάψω το παιδί... πρέπει να θάψω το παιδί!
με την φωνή αγκούσα και τρεμουλιαστή ψελλίζει.
Κι ύστερα απότομα σπαρακτικά, ο ψίθυρος της γίνεται βοή που ολολύζει.
Να Θάψω Θέλω το Παιδί! Με ακούτε;
Δεν βρίσκω το παιδί... το χώμα χάθηκε δεν είναι αυτό το χώμα!
Ακούει κανείς; του μακελειού το χώμα μύριζε φωτιά κι ήταν νωπό και άλικο απ' το αίμα.
Που να 'ξερε η δόλια η καψερή πως κάποιοι άθλιοι σκέπασαν με το χώμα αυτό, του εγκλήματος το ψέμα.

(Επεισόδιο δεύτερο)
Θεέ μου!
Κάποιοι ήρθαν αχάραγα κι επήρανε το χώμα!
Το χώμα που τα κολοβωμένα σώματα των δύσμοιρων παιδιών φυλούσε να τα βρουν οι μάνες.
Με μάρμαρο πεντελικό και χρυσομπρούτζινους σταυρούς να φτιάξουν, μνήματα για την εκφορά τους.
Να τα στολίσουν με ασπρολούλουδα και με καντήλια φεγγερά που σιγοκαίνε.
Κι αυτές οι μίζερες να 'χουνε για παρηγοριά μιαν ήσυχη γωνιά για να θρηνολογούν, να τους μιλάνε και να σιγοκλαίνε.
Το χώμα με τις σάρκες των παιδιών μας χάθηκε μωρέ! που είναι το χώμα;
Ω Θεέ μου!
Οι Κρέοντες ήρθαν και μας πήρανε το χώμα!

(Κόμμος)
57 ψυχές εκεί ψηλά γνέφοντας απ' τα σύννεφα, γογγύζοντας φωνάζουν για όσα έπαθαν οι αδικοσκοτωμένες...
Δημήτρη κάνε κάτι...
Δεν μπορώ να αναπνεύσω!
Ναι; Βοήθεια βοήθεια!
Έχω ελάχιστο οξυγόνο!
Με πονάτε με πονάτε!
Βρε Δημήτρη;
Με ακούς;
Μάρθη σ' αγαπώ...
Και εγώ σε αγαπώ...
Δεν αναπνέω... θα πεθάνουμε...

(Επεισόδιο τρίτο)
Απαντικρύ τους σε μοιρολόι αλληλουχίας άλλες 57 οικογένειες μας κρένουν μαυροφορεμένες...
Κοιτάξτε μας... τους θάλους τα βλαστάρια μας άδικα πήρε η μοίρα και αμέσως οι ταγοί ήρθαν και σκύλεψαν τα σώματα τους.
Και τώρα οι αρχολίπαροι τους βυσσοδομούν να κρύψουν την αλήθεια.
Ανερυθρίαστα με λίβελους ανείπωτους μας λοιδωρούν και τον αγώνα μας για τους νεκρούς αποκαλούν ματαιοδοξία, ακόμα και αυτόν τον Τειρεσία που τόλμησε και μας υπερασπίστηκε, χωρίς αιδώ βάφτισαν αργυρώνητο.
Άραγε είμαστε εμείς οι λαβδακίδες που τέτοια μοίρα αξίζουμε μονάχα;
Και εσάς αδέρφια μας που το κεφάλι σαν την Ισμήνη σκύβετε στους Κρέοντες από υποταγή και φόβο, η τιμωρία κι ο τρόμος των Ευμενιδών σας πρέπει;

(Έξοδος)
Φτάνει! Ως Εδώ!
Του ιερού μας χρέους έφτασε η ώρα, καθένας μας να γίνει και ένας από μηχανής Θεός.
Σαν άγγελοι στους ιαγούς που τόσα χρόνια ζουν με μολεμένα χέρια, κακά μαντάτα να τους φέρουμε πως πια όλοι εμείς γινήκαμε ένα.
Και ύστερα εξάγγελοι την εντροπία των ταγών να σταματήσουμε και όλους αυτούς τους Κρέοντες τους ποταπούς, με την αλκή μας και με νόμους που το δίκιο υπηρετούν, να εξοστρακίσουμε...


Διάβασε ακόμη τις παρακάτω αναρτήσεις.