Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2025

Ποιήματα για τη δικαιοσύνη


Η δικαιοσύνη και η ισότητα για τους πολίτες μιας χώρας δε θα έπρεπε να είναι ζητούμενο ή απαίτηση, αλλά αυτονόητη.
Η προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα έπρεπε να είναι αναπόσπαστο στοιχείο μιας υγειούς κοινωνίας.
Ένα κράτος που ευνοεί την ατιμωρησία των υπευθύνων και δυνατών και εξαντλεί την αυστηρότητά του στους αδύναμους, δεν είναι είναι μια κοινωνία δικαίου.


Έτσι οι άνθρωποι αναγκάζονται να διεκδικήσουν μόνοι τους το δίκιο, την ελευθερία, την ισότητα, με συνεχείς διαμαρτυρίες και αγώνες.
Μαζί τους κι η ποίηση με το δικό της όπλο, την πένα, πολεμάει για τον ίδιο σκοπό.
Ας διαβάσουμε μερικά ποιήματα που έχουν θέμα τους την έλλειψη δικαιοσύνης, την κρατική αναλγησία απέναντι στα προβλήματα των πολιτών και την μη ισότιμη αντιμετώπιση τους.


Αν δεν βγεις στον δρόμο
Ορέστης Μυρανός

Αν δε βγεις στον δρόμο,
δε θα βρεις πέτρες να χτίσεις το σπίτι σου.
Αν δεν βγεις στον δρόμο,
δε θα σε συναντήσει ο ήλιος, να σε γιατρέψει.
Αν δε βγεις στον δρόμο,
δε θα σε πιάσει το χέρι του γείτονα για να σου δώσει θάρρος.
Αν δεν βγεις στον δρόμο, να φωνάξεις,
δε θα φύγουν ποτέ τα σκυλιά που κλείνουν την αυλόπορτά σου.
Αν δε βγεις στον δρόμο,
δε θα βρεις ποτέ το δίκιο σου.


Μείνε στο Σπίτι
Αλέκος Πούλος

Με πείσμα ζητούσαν
να σταματήσουμε
τα τραγούδια των δρόμων ν’ ακούμε
τον κόσμο που γκρεμίζουν να μην τον δούμε
τον ήλιο που κεντάει τις μέρες μας
με στεναγμούς συννέφων να καλύψουν
με σβησμένα βλέμματα να οδοιπορούμε
ήθελαν τη ζωή μας ερημιά παγωμένη.

Εμείς ζητούσαμε μιαν ελπίδα όμορφη
να παρελαύνουμε μπροστά της
τον γιγάντιο τροχό της ιστορίας μας
και στις χούφτες μας να κρατάμε
την άχραντη φωτιά
της ζωής μας το καμίνι ν’ ανάψουμε
την αιώνια χαρούμενη όψη μας να φωτίσουμε.

Τους ακούμε να μιλούν
σαν βασιλιάδες από κλεμμένους θρόνους
υπόκωφα να μουγκρίζουν
πως είναι ακριβό το μεροκάματο
πως είναι ακριβή η ζωή μας
πως είναι η ζωή μας
στις προσταγές τους κρεμασμένη
και καμιά φωτιά δεν αγγίζει
τον σκοτεινό παράδεισό τους.

Κάθε βράδυ όμως
ένα τραγούδι αντηχεί απ’ τις φυλακές μας
κι ανοίγουν αυτιά στη μελωδία
της Τάξης που μετακινείται
απ’ το έγκλειστο παρόν του σκλάβου
στα ουράνια τόξα της κυριαρχίας του.

Θα νικήσουμε το έγκλημα
που πνίγει την καρδιά μας
και ντυμένοι με στολές οργής και θάρρους
την αδικία του δυνάστη μας
ναι, σαν καταιγίδα θα τσακίσουμε.


Υποψήφιοι επιβάτες τρένου
Δανάη Μαδρύνη

Θα είμαστε οι επόμενοι.
Θα ψάχνουμε στα συντρίμμια του τρένου 
τα δικά μας άυλα παιδιά,
θα ζητάμε από τους δικαστάδες δικαιοσύνη
κι αυτοί θα διορίζονται στο παλάτι,
θα τρέχουμε στους δρόμους ρακένδυτοι για λίγο οξυγόνο
κι αυτοί θα μας βρίζουν και θα μας περιγελούνε.

Θα είμαστε οι επόμενοι, σου λέω!
Τι περιμένεις;
Σώσε τώρα τους άλλους,
για να σωθούμε αύριο κι εμείς.


Ρωμιοσύνη
Γιάννης Ρίτσος

Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.

Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό σαν τη σιωπή,
σφίγγει στον κόρφο του τα πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στο φως τις ορφανές ελιές του και τ' αμπέλια του,
σφίγγει τα δόντια. Δεν υπάρχει νερό. Μονάχα φως.
Ο δρόμος χάνεται στο φως κι ο ίσκιος της μάντρας είναι σίδερο.

Μαρμάρωσαν τα δέντρα, τα ποτάμια κι οι φωνές μες στον ασβέστη του ήλιου.
Η ρίζα σκοντάφτει στο μάρμαρο. Τα σκονισμένα σκοίνα.
Το μουλάρι κι ο βράχος. Λαχανιάζουν. Δεν υπάρχει νερό.
Όλοι διψάνε. Χρόνια τώρα. Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ' την πίκρα τους.
Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,
μια βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους
σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους —
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κι έχουνε τον καημό βαθιά βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ' απ' τα άγρια
γένια τους
όταν κοιμούνται δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους
όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με
ταμπούρλα.Τόσα χρόνια όλοι πεινάνε, όλοι διψάνε, όλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα,
έφαγε η κάψα τα χωράφια τους κι η αρμύρα πότισε τα σπίτια τους
ο αγέρας έριξε τις πόρτες τους και τις λίγες πασχαλιές της πλατείας
από τις τρύπες του πανωφοριού τους μπαινοβγαίνει ο θάνατος
η γλώσσα τους είναι στυφή σαν το κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τα σκυλιά τους τυλιγμένα στον ίσκιο τους
η βροχή χτυπάει στα κόκαλά τους.

Πάνου στα καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τη σβουνιά και τη νύχτα
βιγλίζοντας το μανιασμένο πέλαγο όπου βούλιαξε
το σπασμένο κατάρτι του φεγγαριού.

Το ψωμί σώθηκε, τα βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.

Τόσα χρόνια πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα
όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται και κανένας δεν πέθανε —
πάνου στα καραούλια λάμπουνε τα μάτια τους,
μια μεγάλη σημαία, μια μεγάλη φωτιά κατακόκκινη
και κάθε αυγή χιλιάδες περιστέρια φεύγουν απ' τα χέρια τους
για τις τέσσερις πόρτες του ορίζοντα.


Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
Τάσος Λειβαδίτης

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα
ματώσουν απ’ τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες - μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
Κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφίνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνουνται στη νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ' τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν’ αφίσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη
ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ’ απαρνηθείς τη λάμπα σου και το ψωμί σου
θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις κι ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδι,
να κοιτάς έν’ άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμένος πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
να την ακούς να σου λέει τα όνειρά της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,
τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελλιού σου
θα συνεχίζεις τον δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι’ όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελλιού σου με το δάχτυλο
απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
Αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουνε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου
θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ’ αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη
σα να ’γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκαιρο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.


Δικαιοσύνη
Χριστόφορος Τριάντης

Σκληρές είναι οι νύχτες στις πολιτείες
των ποιμένων
Αργεί η δικαιοσύνη
να περάσει τις στέγες των σπιτιών
Μα είναι πεπρωμένο του ουρανού
να γίνει η βασίλισσα της γης
Να! Στις ζωγραφιές των λαών
τη θέση της βρήκε
Μοιάζει με των αγίων τα πρόσωπα
στους πίνακες του Μπος
Σαν άνεμος από τον Βόσπορο
είναι τα πόδια της
Σαν φλόγα της Ανάστασης
η ματιά της
Η καρδιά της σαν σφυρί
σμιλεύει το παρόν
Τα χέρια της σαν δρεπάνια
τον κόσμο αγκαλιάζουν
Τα λόγια της τους ήρωες
ανασταίνουν
Η αλήθειά της
τους ποιητές ματώνει
Ποτάμι κόκκινο γίνεται
Και φως γεμίζει το άπειρο
μαζί με τον Ήλιο…


Δεν έχω οξυγόνο
(Ρένη Πάλλη)

Δεν έχω οξυγόνο
γιατί τα λεφτά τους 
πνίγουν τη ζωή μου.

Δεν έχω οξυγόνο
γιατί μου κρύβουν χωρίς ντροπή 
την αλήθεια.

Δεν έχω οξυγόνο
γιατί συνήθισα να ζω 
πάντα στο σκοτάδι που έφτιαξαν.

Δεν έχω οξυγόνο
γιατί μου έμαθαν να φοβάμαι 
και να μη ρωτάω.

Μα τώρα θα σκίσω τα σύννεφα
με τα νύχια μου 
και δε θα τρέξουν δάκρυα,
μα θα αναβλύσει όλο το οξυγόνο 
που μου στέρησαν.


Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας
Τάσος Λειβαδίτης

Ναι, αγαπημένη μου,
εμείς γι’ αυτά τα λίγα κι’ απλά πράματα πολεμάμε
για να μπορούμε νάχουμε μια πόρτα έν’ άστρο, ένα σκαμνί
ένα χαρούμενο δρόμο το πρωί
ένα χαρούμενο όνειρο το βράδυ.
Για νάχουμε έναν έρωτα που να μη μας τον λερώνουν
ένα τραγούδι που να μπορούμε να το τραγουδάμε.

Όμως αυτοί σπάνε τις πόρτες
πατάνε πάνω στον έρωτά μας.
Πριν πούμε το τραγούδι μας
μας σκοτώνουν.

Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν.
Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε
φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε
φοβούνται το αδράχτι της μητέρας μας
και το αλφαβητάρι του παιδιού μας
φοβούνται τα χέρια σου
που ξέρουν να αγκαλιάζουν τόσο τρυφερά
και να μοχτούν τόσο αντρίκια
φοβούνται τα λόγια
που λέμε οι δυο μας με φωνή χαμηλωμένη
φοβούνται τα λόγια
που θα λέμε αύριο όλοι μαζί
μας φοβούνται,
αγάπη μου,
και όταν μας σκοτώνουν
νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ…


Η μπαλάντα του κυρ-Μέντιου
Κώστας Βάρναλης

Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια, 
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά. 

Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
― Σε καβάλησε ο Xριστός! 

Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!

― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα, 
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή), 

η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο: 
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί. 

Tότενες το μάβρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:

― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου 
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς. 

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".


Ρομαντικός επίλογος
Νίκος Καρούζος

Μη με διαβάζετε όταν δεν έχετε
παρακολουθήσει κηδείες αγνώστων
ή έστω μνημόσυνα.
Όταν δεν έχετε
μαντέψει τη δύναμη
που κάνει την αγάπη
εφάμιλλη του θανάτου.
Όταν δεν αμολήσατε αϊτό την Καθαρή Δευτέρα
χωρίς να τον βασανίζετε
τραβώντας ολοένα το σπάγκο.
Όταν δεν ξέρετε πότε μύριζε τα λουλούδια
ο Νοστράδαμος.
Όταν δεν πήγατε τουλάχιστο μια φορά
στην Αποκαθήλωση.
Όταν δεν ξέρετε κανέναν υπερσυντέλικο.
Αν δεν αγαπάτε τα ζώα
και μάλιστα τις νυφίτσες.
Αν δεν ακούτε τους κεραυνούς ευχάριστα
οπουδήποτε.
Όταν δεν ξέρετε πως ο ωραίος Μοντιλιάνι
τρεις η ώρα τη νύχτα μεθυσμένος
χτυπούσε βίαια την πόρτα ενός φίλου του
γυρεύοντας τα ποιήματα του Βιγιόν
κι άρχισε να διαβάζει ώρες δυνατά
ενοχλώντας το σύμπαν.
Όταν λέτε τη φύση μητέρα μας και όχι θεία μας.
Όταν δεν πίνετε χαρούμενα το αθώο νεράκι.
Αν δεν καταλάβατε πως η Ανθούσα
είναι μάλλον η εποχή μας.
ΠΡΟΣΟΧΗ
ΧΡΩΜΑΤΑ
Μη με διαβάζετε
όταν
έχετε
δίκιο.
Μη με διαβάζετε όταν
δεν ήρθατε σε ρήξη με το σώμα …
Ώρα να πηγαίνω
δεν έχω άλλο στήθος.


Πώς μας θέλει η «αληθής Δημοκρατία»
Κώστας Βάρναλης

Να μην ακούω και να μη βλέπω να πατώ.
Να μη νογάω και να ’χω το στόμα βουλωτό.
Να μη με φαρμακών’ η μπόχα του καιρού μου.
Χωρίς αφτιά και μάτια, μύτη και μυαλό,
μουγγός να πηαίνω, όποτε μού ’ρθει, προς νερού μου,
κι άμα τσινάει ο Γάδαρος να μη γελώ.
Και σα με καρυδώνουνε μουνούχο σκλάβο
οι Αμερικάνοι, εγώ να βλαστημάω τον Σλάβο.


Άλλα τα βράδια
Τάσος Λειβαδίτης

Και να που φτάσαμε εδώ
Χωρίς αποσκευές
Μα μ’ ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.

Και εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο
φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες
ούτε ένα κεφάλαιο να γράψεις ακόμα.
Σα σανίδα από θλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη...

Βέβαια αγάπησε
τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά
πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος,
που δεν άνοιξε ποτέ μιαν ομπρέλα
πάνω απ’ το δέντρο που βρέχεται.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη...

Ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα
για να πεθαίνουν κι αλλού
και την απληστία
για να μένουν νεκροί για πάντα.
Αλλά καθώς βραδιάζει
ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη...

Καθώς μένω στο δωμάτιο μου,
μου ’ρχονται άξαφνα φαεινές ιδέες.
Φοράω το σακάκι του πατέρα
κι έτσι είμαστε δυο,
κι αν κάποτε μ’ άκουσαν να γαβγίζω
ήταν για να δώσω
έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη...

Κάποτε θα αποδίδουμε δικαιοσύνη
μ’ ένα άστρο ή μ’ ένα γιασεμί
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει
παίρνει το μέρος των φτωχών.

Αλλά τα βράδια τι όμορφα
που μυρίζει η γη!
Δως μου το χέρι σου...
Δως μου το χέρι σου...


Διάβασε ακόμη τις παρακάτω αναρτήσεις.