Σάββατο 24 Μαΐου 2025

Ποιήματα για την Παλαιστίνη


Ο πόλεμος στη Γάζα συνεχίζεται και πληγώνει την ανθρωπότητα.
Περισσότεροι από 50.000 Παλαιστίνιοι έχουν σκοτωθεί από τον Ισραηλινό στρατό, πάνω από 100.000 έχουν τραυματιστεί, άμαχοι, αθώα παιδιά και εκατοντάδες χιλιάδες έχουν γίνει πρόσφυγες.
Ο συνταρακτικός αυτός αφανισμός του Παλαιστινιακού λαού ευαισθητοποίησε εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο.
Δυστυχώς δεν ισχύει το ίδιο για τις κυβερνήσεις των περισσοτέρων χωρών, οι οποίες παρακολουθούν απαθείς αυτό το έγκλημα.


Ο ελληνικός λαός όμως στέκεται αλληλέγγυος στον παλαιστινιακό.
Βγαίνει στους δρόμους, φωνάζει, διαμαρτύρεται, δεν ανέχεται το άδικο. 
Η Χρωματιστή Τάξη σού παρουσιάζει μερικά ποιήματα Ελλήνων, που αναφέρονται στον πόλεμο στη Γάζα και στον αγώνα των Παλαιστινίων για επιβίωση και ελευθερία.
Οι λαοί θέλουν να ζουν ειρηνικά γιατί δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν.


ΦΛΟΓΕΣ ΣΚΙΖΟΥΝΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΤΗΣ ΓΑΖΑΣ
Παναγιώτης Μπελίτσος

Φλόγες σκίζουνε τον ουρανό της Γάζας
Έδαφος φίλησαν και θάνατο σκορπούν
Άκου πίσω απ’ τις βροντές το κλάμα
16 ήταν ο Ρασίντ, στη Βόρεια Ναμπλούς

Άρματα βαριά, εκπαιδευμένοι δολοφόνοι
με δυό σημαίες, των ΗΠΑ και Ισραήλ
Χαρίζουν θρήνο απ’ το κάθε τους κανόνι
Την Παλαιστίνη κλέβουν κάθε ζωή και πιθαμή

Απέναντι μια έφηβη χτυπά το στρατιώτη
και ένας μικρός με τη σφεντόνα του τα τανκς
Στη δυτική όχθη πια δεν κρύβονται οι ανθρώποι
Κάθε νεκρός τους, τους αρματώνει την καρδιά

Όπλο στα χέρια τους είν’ η αλληλεγγύη
Αν άκουσες το κλάμα κι απ’ την άλλη δεν γυρνάς
Ύψωσε ανάστημα σε αυτά και στα άλλα κτήνη
Αύριο ίσως την πόρτα σε σένα να χτυπάν.


ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ
Αγγελική Ραυτοπούλου

Δεν είχε βάλει την θλίψη στο χαράκωμα
του παραθυριού,
ολημερίς θαρρούσε πως κόπηκε ο ουρανός
κατά πως ο θεός όριζε..
Κι η λάμψη των ματιών στο αντιφέγγισμα
ένα όνειρο πολύχρωμου παραμυθιού
και την επαύριο συνήθισε στο νέο και φτωχό του
μετερίζι και ξήλωσε την άβυσσο με πείσμα..
Στα δυο τέρμινα απάνω του ξήλωσαν την θύρα,
ανέμοι, όπλα και βροντές δεν έφεραν νερό,
μοναχά το σταμνί που γιόμισε με αίμα..

Το παραθύρι έστεκε ορθάνοιχτο
στον μισογκρεμισμένο τοίχο
κι εκείνος όρμησε στην γης την βλογημένη,
η πέτρα, το βιβλίο κι ένα ξεροκόμματο τραγούδησαν μαζί του..
Στο τέλος η Παλαιστίνη έγειρε πάνω του
κι έκλαψε,
όλα είχαν γίνει αίμα..


ΑΠΟ ΤΑ ΚΛΑΔΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΗΣ ΕΛΙΑΣ ΣΟΥ
Αγγελική Ξένου

Μέχρι να σταματήσει τ’ άδικο στον τόπο σου
γίνομαι στόμα που φωνάζει για την ελευθερία σου
Μέχρι να δικαιωθούν οι νεκροί σου
γίνομαι σώμα που ανασταίνει τις κόρες και τους γιους σου
Μέχρι να ελευθερωθούν οι ζωντανοί σου
γίνομαι χώμα που κρύβει τους σπόρους σου

Και από τα κλαδιά της ιερής ελιάς σου
φτερουγίζω με τη λευκή περιστέρα
τραγουδώντας προς όλη τη γη:

‘Ακούστε, χτυπάει η Παλαιστίνη στην καρδιά μου…
είμαι ελεύθερη


ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ
Κώστας Ευαγγελάτος

Πλίνθοι της Παλαιστίνης
λίθοι της Ιερουσαλήμ
ίπτανται στις tv οθόνες.
Βομβαρδισμοί ανελέητοι
σε μια λωρίδα ελπίδας.
Κραυγές αμάχων και παιδιών
ουρλιάζουν στο σκοτάδι.
Μάνες πενθούν το αύριο
της τραγικής πατρίδας.
Στρατιώτες σκάπτουν σήραγγες
στα έγκατα της γής τους.
Πόλεις αποστειρώνονται
με δάκρυα και αίμα.
Άντρες ταγμένοι ήρωες
ζητούν δικαιοσύνη.
Αντιστασιακή ζωή στο θάνατο.
Ακήδευτη πορεία ελευθερίας.
Μαχητική ορμή αθανασίας.
Ροή ολέθρου στο φως της δύσης.


ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ
Αγγελική Ραυτοπούλου

Τα δένδρα πια δεν υπάρχουν,
οι δρόμοι τεντωμένα σκοινιά,
η συννεφιά μυρίζει μπαρούτι,
στα χέρσα των ματιών σου χωράφια
ξέμεινε μιά παραγγελιά ονείρου..

Πότε θα χορέψουμε;
Άνοιξε το χέρι σου,
να παλέψουμε το κενό της παλάμης.

Τολμώ να πολεμήσω
με την αγράμματη ημερομηνία της πείνας.
Οι αμυγδαλιές πια δεν υπάρχουν,
οι δρόμοι ναυαγούν στην θλίψη,
ωσάν το τραπέζι που στρώθηκε,
χωρίς ελπίδα γεύματος..

Άνοιξε το χέρι σου, μυρίζει ξεσηκωμός..
Κι ας μην ήρθε η άνοιξη,
άνοιξε το χέρι σου,
θα φυτέψουμε κόκκινα δένδρα
στην θάλασσα..


ΞΕΧΑΣΑΜΕ ΚΙ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Νίκος Συμεωνίδης

Ξεχάσαμε κι αυτόν τον πόλεμο,
Δεν είναι πόλεμος, μάλλον, 
είναι η κάθε μέρα·
η κάθε μέρα,
μα κάπου αλλού·
όχι στα λουλούδια του δικού μας κήπου,
όχι στο χελιδόνι, κάτω απ' τα κεραμίδια του δικού μας σπιτιού,
όχι στο πιάτο με το δικό μας φαγητό,
όχι στο αχνό χαμόγελο του δικού μας παιδιού,
που τώρα ονειρεύεται ζαχαρωτά στο ήσυχο κρεβάτι του.
Είναι η κάθε μέρα· 
κάπου αλλού.
Αυτοί εκεί 
γιατί τους έτυχε
κι εμείς εδώ 
γιατί έτσι πρέπει να είναι.

Αλλά μια κάποια λύπη θα τη χαλαλίσουμε
και γι' αυτούς τους δύσμοιρους·
μια λύπη για τα γκρεμισμένα σχολεία
με τα ξαπλωμένα παιδιά στο κόκκινο χρώμα,
μια λύπη για τον πατέρα που ουρλιάζει 
πάνω από τα χαλάσματα ψάχνοντας την κόρη του,
μια λύπη για τις ισοπεδωμένες γειτονιές,
εκεί που κάποτε έτρεχαν γελαστά στόματα
κρατώντας ένα ζαρωμένο γλειφιτζούρι,
μια λύπη για τους πληγωμένους περιπατητές
που γυρίζουν από τόπο σε τόπο
ψάχνοντας ουρανό χωρίς φωτιά. 

Τι, στο καλό...
Άνθρωποι είμαστε.


ΔΕΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Αγγελική Ραυτοπούλου

Μάταια έζησα τόσα χρόνια,
μάταια κυνήγησα
τα σύννεφα και έψαξα τον ήλιο.
Το φως που καίει
προσπάθησα να πιάσω
και να το χαρίσω.
Κανείς δεν θέλει να δει την εικόνα φωτισμένη.
Το ημίφως τους αρκεί.
Και ’γω μες στις σκιές
ποτέ μου δεν μπόρεσα να βαδίζω.
Καταραμένη ισορροπία πού να σε βρω;
Ο κόσμος έγειρε.
Τίποτα δεν μπορώ να ισιώσω.
Οι άνθρωποι δεμένοι γέρνουν
το σύμπαν στο σκοτάδι
και έπειτα ψάχνουν τις μαύρες τρύπες
στο διάστημα!
Τι ειρωνεία!

Χωμένοι μες στην άβυσσο
διέξοδο ψάχνουν
προς τα μυστήρια του φωτός..

Βυθισμένη ανθρωπότητα, να θυμάσαι
οι μαύρες τρύπες καταπίνουν.


ΣΤΗ ΔΙΑΔΗΛΩΣΗ
Ειρηναίος Μαράκης

Τα χέρια θα δώσουν
ο Άραβας με τον Εβραίο
και μαζί θα βαδίσουνε
στην αντιπολεμική διαδήλωση,
με θυμό και πάθος
θα αγωνιστούν
για μια ελεύθερη
Παλαιστίνη.


ΠΟΣΟ ΠΟΛΕΜΟ ΑΝΤΕΧΕΙΣ
Νίκος Συμεωνίδης

Πόσο πόλεμο αντέχεις να σκέφτεσαι 
στα οροπέδια του χρόνου και των άλλων γαιών;
Να μαθαίνεις από τα ισχνά βιβλία· 
μάθημα, διαγώνισμα, αδιαφορία.

Πόσο πόλεμο αντέχεις να ακούς 
στα ραδιόφωνα με την κεραία στραμμένη όπου βολεύει;
Να μιλάς στις παρέες των αταξινόμητων,
στα χωράφια της περιορισμένης βοσκής;

Πόσο πόλεμο αντέχεις να βλέπεις στις έγχρωμες
-όχι, στις κόκκινες- οθόνες;
Ένας δείχνει, ένας σχολιάζει, ένας πίνει καφέ,
χίλιοι σκοτώνονται και η εικόνα θολώνει, τάχα.

Κι αν δεν το έζησες ποτέ,
είναι μυθιστόρημα,
είναι ταινία,
είναι παιχνίδι στον υπολογιστή;

Άραγε ξέρεις πόσο πόλεμο θα αντέξεις να ζήσεις;
Πόσα σώματα θα σύρεις από τα χαλάσματα;
Πόσα παιδιά θα καληνυχτήσεις στα κοιμητήρια της μέρας;
Πόσα ουρλιαχτά θα πνίξεις στο στήθος σου;

Σκέφτομαι, ακούω, βλέπω.
Μα αυτό που σκοτώνει είναι το «ζω».
Τι ειρωνεία· μόνο όταν ζεις, πεθαίνεις.

Κι εσύ δε ζεις τον πόλεμο.
Εσύ δακρύζεις, μα δε ματώνεις.
Εσύ λυπάσαι, μα δε θρηνείς.
Εσύ θυμώνεις, μα δεν ξεσπάς.

Και τώρα,
πόσο πόλεμο αντέχεις;
Κι έτσι πορεύεσαι ή όχι;
Όχι.


ΣΤΗ ΛΑΘΟΣ ΜΕΡΙΑ
Ελιάνα Ρέντη

Στα μάτια σου τα μεγάλα μια απορία
Γράφεται άραγε παντού το ίδιο η ιστορία;
Πουλί αν ήσουν θα πετούσες μακριά
Τώρα καρφώθηκες στη λάθος μεριά
Με κόκκινο χρώμα η γειτονιά σου βαμμένη
Χάρτινος πύργος το μέλλον που μένει
Πουλί αν ήσουν θα πετούσες μακριά
Τώρα καρφώθηκες στη λάθος μεριά
Τα αυτιά σου βουίζουν ο ουρανός σου βροντά
Κραυγή αγωνίας από τη λάθος μεριά
Άλλοι σου ορίζουν αυτό που πονά
Πνίγεσαι τόσο κι είσαι μόλις εφτά
Πουλί αν ήσουν θα πετούσες μακριά
Η ζωή σου τελειώνει κι είσαι μόλις εφτά
Τι κάνουμε εμείς όλοι στην άλλη μεριά;
Καιρός είναι πλέον να διαλέξεις πλευρά


ΚΛΕΨΥΔΡΑ
Μαριλίζα Λούντζη

Για τις μέρες και τις ώρες που περνούν πονάω.
Πιο πολύ γι’ αυτό που για να γίνει πρέπει να ναι τα πόδια μου βαθιά χωμένα μες τη γη.
Το κεφάλι μου τρελά υψωμένο στον ουρανό.
Το βλέμμα στ’ άστρα. 
Το κλειδί της πόρτας του αύριο στην τσέπη.
Κυρίως θέλει εμένα ένα φτωχό παλιάτσο της ποίησης.
Να βουτά τα χέρια του στον κουβά με τη μπογιά που χύνουν οι αιώνες.

Σα μέγας αρχιτέκτονας,
ζωγραφιές με τα δάχτυλα
πάνω στα σπηλαία των αιώνων να μηχανορραφώ επιδέξια στα τοιχώματα.
Ένα βουβάλι αληθινό από τον τοίχο να ορμά πάνω στη λεία.
Ένα πιστόλι στον κρανίο να βρίσκει ένα παιδί.

Κι ύστερα αυτοί,
που τα δακτυλικά μου αποτυπώματα ξέρουνε να διαβάζουν,
σε μια καρεκλά να με καθίσουν.

Να μ’ ανακρίνουν που είπα την αλήθεια.
Του πίνακά μου ν’ αποκρυπτογραφήσουν το γενετικό υλικό.
Θα βρουν έτσι στον τοίχο το αίμα το δικό μου.

Το σημάδι ενός λαού…

Κι έτσι καθώς το φως, στο μέτωπο θα πέφτει το γυμνό μου,
απόφαση θα πάρει ο ιδρώτας μου ποτέ να μη στεγνώσει.
Δε χαραμίζω τη ζωή μου σε τούτο το μπουντρούμι.
Μονάχα έτσι οι στάλες μου θα γίνουνε ποτάμι,
να ξεδιψάσουν της Αφρικής στρατιές,
με πόδια γυμνά και γλώσσα σε στάση προσευχής να κοιτά τον ουρανό.

Θα ποτίσει το πανάκι εκείνης της μάνας μου,
που σκουπίζει τις πληγές των σκοτωμένων της Γάζας.

Μάνα μου εσύ,
κι εσύ,
κι εσύ!
Είσαι τόσες πολλές!
Πάρε το αίμα τους να θαφτούν στη γη μας καθαρά τ’ αδέρφια μου.

Στράγγιξε το πανί σου καλά μάνα μου.
Να πέφτει το αίμα σταγόνα σταγόνα στο δοχείο του χρόνου.
Κι όταν μου ρίξουν κι άλλα χαστούκια για να τους πω με ποιο δικαίωμα εγώ τόσο μικρή το δίκιο μου παλεύω.
Πειστήριο του εγκλήματός μου θα ‘χω στα δάχτυλα μου,
του παιδιού μου την αλήθεια που δεν έχει γεννηθεί.
θα σου πιάσω το μάγουλο μ’ αγάπη…
θα ματώσει κι εκείνο..

είμαστε ένα…


ΓΑΖΑ
Αντώνης Μπαλασόπουλος

Ήρθε το παιδί
με το χώμα στη γλώσσα
με το χώμα στα μάτια
το χτένισα
μαύρα μαλλιά
υγρά στο κόκκαλο
της χτένας
μαύρα άλογα
Αράβικα
ανάδευαν το χώμα
ασκόνιστα
στα πεθαμένα του
όνειρα


ΜΙΑ ΝΕΑ ΜΕΡΑ
Ειρηναίος Μαράκης

Μη φοβάσαι,
η νίκη
θα είναι δική μας.
Μαζί θα χτίσουμε
μια ελεύθερη πατρίδα.
Μη φοβάσαι Παλαιστίνη,
με το όπλο στο χέρι
με την ελπίδα στην καρδιά
θα γκρεμίσουμε
τα στρατόπεδα
και τις φυλακές.
Μη φοβάσαι,
μια νέα μέρα ανατέλλει.


ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ ΘΑ ΤΗ ΛΕΝΕ ΠΑΝΤΑ
Ελιάνα Ρέντη

Απόψε, αδερφέ μου Μαχμούντ, 
τα λόγια σου εκπέμπουν μέσα από τα ερείπια της Γάζας.
«Τούτη τη γη τη λέγαν Παλαιστίνη - Παλαιστίνη τη λένε ακόμα»

Τύλιξαν τη νύχτα μας με τη σημαία της πατρίδας σου και σαν ψίθυροι εκκωφαντικοί τρύπησαν τα αυτιά μας.
«Τη λέγαν Παλαιστίνη - Παλαιστίνη τη λένε ακόμα»

Όσοι απόψε θάφτηκαν κάτω από τα χαλάσματα με τα όνειρά τους
κι όσοι δεν ονειρεύτηκαν ποτέ για να μην έχει πόνο η απώλειά τους
Οι μανάδες που κουβαλούν στην πλάτη τα νεκρά παιδιά τους
και οι άντρες που έχασαν το μπόι τους μα όχι το ανάστημά τους
Όλοι τους υψώνουν μια περήφανη φωνή στον αέρα:
«Παλαιστίνη τη λένε ακόμα!»

Την αλήθεια του λαού σου τη φίμωσαν
μα το δίκιο του ταξίδεψε στα πέρατα του κόσμου
μπήκε στο κλάμα των μωρών που γεννήσαμε σήμερα
και στα πρώτα των παιδιών μας λογάκια
θα το κάνουμε τραγούδι που θα αντηχεί στα σχολεία μας
και θα το κρεμάσουμε σαν σημαία σε μπαλκόνι στην εθνική επέτειό μας

Ναι! Παλαιστίνη τη λένε ακόμα! Ναι! Σας ακούμε καθαρά μέσα από τα ερείπια της Γάζας.

Τα λόγια σας αδέρφια μας μπήκαν στα σπίτια μας και κάθισαν στην καρδιά μας
Αύριο θα γεμίσουν τις πλατείες μας κι ύστερα θα γίνουν ο ήχος του συρμού που μας πάει στη δουλειά μας
Ένας λαός φυλακισμένος που ύμνους ελευθερίας τραγουδά στα ανήλικα παιδιά μας

«Τούτη η γη είναι και δική μας πατρίδα» κραυγάζουν κι αυτά μέσα στο ποτάμι των λαών,
που υπόσχεση σας δίνουν -μια μέρα θα κάνουν πράξη τα όνειρά σας-

Άκου, αδερφέ μου Μαχμούντ!
Τούτη τη γη τη λένε Παλαιστίνη
Και Παλαιστίνη θα τη λένε για πάντα!


ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ
Κωνσταντίνος Γεωργίου

Κάθε ἄνθρωπος ποὺ εἶναι ἐλεύθερος
σήμερα καὶ πάντα
γεννιέται καὶ πεθαίνει στὴν Παλαιστίνη.
Κάθε Παλαιστίνη ἔχει τὴν Γάζα της,
κάθε Γάζα βαπτίζεται στὸ αἷμα της,
κάθε αἷμα ποὺ χύνεται στὴν λωρίδα της
σήμερα καὶ πάντα
χύνεται ἀπὸ τὴν καρδιά μας.
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ματωμένη καρδιά μας,
ἀδελφέ μου,
σήμερα καὶ πάντα
γεννιέται στὴν Παλαιστίνη καὶ πεθαίνει
στὴν Γάζα της.


ΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ ΣΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Μανώλης Γλέζος

Ήταν την ώρα της περισυλλογής
τότες, που όλες οι μνήμες
στριφογυρνούν στις στενάχωρες θύρες του μυαλού
στις ωκεάνιες δίνες της συνείδησης.

Τότες ήρθες να με βρεις
να με ρωτήσεις: γιατί;

Κλαίω. Γιατί ξέρω το αίτιο
και δεν μπορώ να το σταματήσω.
Θρηνώ, μικρό παιδί, για τα χρόνια της ζήσης
που έχασες
για τις χαρές της ζωής που δεν πρόλαβες.

Οδύρομαι για τα ολοκαυτώματα στο Άουσβιτς
στο Ματχάουζεν, στο Μπίρκεναου
για όλα τα εκατομμύρια των εβραίων.

Κι όσο σκέφτομαι και θρηνώ και κλαίω
το αιμάτινο λύθρον
που σφραγίζει όλες τις σελίδες της ιστορίας
τόσο και δεν αντέχω
της γενιάς σου άνθρωποι
να μιμούνται τους δολοφόνους σου.


ΔΑΚΡΥΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΚΡΗ ΦΑΛΑΙΝΑ ΜΠΕΛΟΥΓΚΑ
Νίκος Συμεωνίδης

Δάκρυα για μια νεκρή φάλαινα μπελούγκα 
στις εκβολές του Αγίου Λαυρεντίου,
στα χαλάσματα της λωρίδας της Γάζας,
κάτω από τα μαύρα πέπλα μιας μικρής Αφγανής,
στους αμέτρητους σταυρούς στα περίχωρα του Χαρτούμ. 
Δάκρυα για μια νεκρή φάλαινα μπελούγκα
σε κάθε άνυδρη στεριά.

Κι ένα παιδί, με το δάκρυ στα χείλη,
χαϊδεύει το δέρμα της, 
το δέρμα που δεν ανασαίνει,
μα δεν ξέρει,
δεν ξέρει πόσες φάλαινες κείτονται νεκρές
σε κάθε γωνιά της γης,
πόσες φάλαινες σπαρταράνε λίγο πριν ξεψυχήσουν
στα ματωμένα χώματα,
στα χέρια των τελευταίων ζωντανών ανθρώπων,
που ουρλιάζουν από πόνο.

Οι φάλαινες μπελούγκα είναι όμορφα πλάσματα.
Κι οι άνθρωποι είναι.


ΞΕΝΗ ΥΠΟΘΕΣΗ
Γιώργος Ταρασλίας

Βομβαρδίζουν σπίτια.
Βομβαρδίζουν σχολεία.
Βομβαρδίζουν νοσοκομεία.
Βομβαρδίζουν σκηνές.
Βομβαρδίζουν δρόμους.
Βομβαρδίζουν χωράφια.
Βομβαρδίζουν τα συντρίμμια
μέχρι να γίνουν όλα σκόνη.
Βομβαρδίζουν, βομβαρδίζουν, βομβαρδίζουν.
Ένας ερειπιώνας ολόκληρη η Γάζα.
Αλλά ποιος νοιάζεται.
Είναι μια ξένη υπόθεση.

Σκοτώνουν μωρά.
Σκοτώνουν παιδιά.
Σκοτώνουν μάνες.
Σκοτώνουν γέροντες.
Σκοτώνουν σώματα.
Σκοτώνουν ψυχές.
Σκοτώνουν Ζωές.
Σκοτώνουν, σκοτώνουν, σκοτώνουν.
Ένα σφαγείο ολόκληρη η Γάζα.
Αλλά ποιος νοιάζεται
Είναι μια ξένη υπόθεση.

«Πολεμάμε τους τρομοκράτες» λένε οι φονιάδες
και σκοτώνουν μάνες και μωρά.
Ξεκληρίζουν οικογένειες.
Και να σκεφτείς ότι
κάποτε βίωσαν οι ίδιοι
τον τρόμο και τον όλεθρο.
Τώρα τα προκαλούν.
Ασυγχώρητοι.
Κι εμείς;
Θεατές μια γενοκτονίας – κάποιων άλλων.
Ούτε καν θεατές.
Ούτε καν ψάχνοντας
κάποιο άλλοθι.
Ποιος νοιάζεται.
Η σφαγή των άλλων
είναι πάντα μια ξένη υπόθεση.
(Ποιος ξέρει.
Ίσως αύριο
ο δικός μας πόνος
να είναι για άλλους
μια ξένη υπόθεση.)


ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ
Βασίλης Μορέλας

Στα βουλεβάρτα πέρα
αργόσχολοι ρινόκεροι κοιτάζουνε βιτρίνες
ταριχευμένες συνειδήσεις διασπείρουν
απ’ τις τηλεοράσεις την κενότητά τους
μικροπλαστικά τρίμματα σωσιβίων
στροβιλίζονται στον αέρα
οι οδοκαθαριστές με απόχη και φακό
ιδρώνουν να τα χώσουν στη μαύρη σακούλα
μαζί με κομματάκια προκηρύξεων
πεταμένες φλούδες ασφάλειας
και μια ενδημική οσμή κλούβιου αυγού
προελεύσεως αγνώστου.

Στα σταυροδρόμια εδώ
σμίγουν απελπισία και ατίμωση
ξοπίσω η μια λαιμόδετη στην άλλη
και ξεστρατίζουν ένα βήμα παραπέρα
προς τη γραμμή τερματισμού των αφηγήσεων.
Στο βήμα τους ακούς
τρίζει, ραγίζει, σπάει
απόβλητο που ξέρασε τ’ αρχαίο χώμα
λεπτή επίστρωση το πείσμα της ζωής.
Γύρω συνοδοιπόροι θεατές
ούτε λευκοί ούτε μελαψοί, γκρίζοι αόρατοι
απ’ την εξάτμιση της καναδέζας.

Στις γειτονιές εκεί του κόσμου
το έδαφος ουρλιάζει προς τα μέσα
λες καταρρέει απύθμενο σπήλαιο
οικογένειες που θέλουνε να ζήσουν
κοιμούνται μαζί στο ίδιο δωμάτιο
για να πεθάνουνε μαζί
διατρέχει όλα τα μέτρα η ρωγμή
από το Νότο στο Βορρά, από Ανατολή σε Δύση
από τη γη του κολασμού μέχρι τα μέσα μας.
Βουλιάζει το φως
σκεβρώνει η εικόνα
σαν διογκούμενη ηλιακή κηλίδα στο πρόσωπο του μέλλοντος
τέτοια σημάδια δεν επουλώνονται ποτέ
ποτέ πραγματικά
δεν ξεπερνιούνται απ’ τη ζωή μηδέ ξεχνιούνται
δεν σακατεύονται απλά οι βασανισμένοι
και οι ανήμποροι αυτόπτες στιγματίζονται
και των αδιάφορων κακοφορμίζουνε τα σπλάχνα
κέρατα και δαγκάνες φυτρώνουν στους υποκριτές
όλοι μαζί προδίδουμε τ’ αστέρια.

Στον ουρανό στο τέλος μένουν
η μοναξιά κι η έκσταση ενός θεού Αζτέκου
σ’ εικονική οθόνη πληκτρολογεί την ευλογία του
ειδήσεις, αγορές ομολόγων, συμβόλαια θανάτου.

«Πάτερ Ουίτσιλοπότστλι
καύσον αυτοίς
ου γαρ οίδασι τι ποιούσι
ελθέτω η βασιλεία σου επί της ωρυγής
επί γνώσεως τε και αγνοίας
ελθέτωσαν κωφότης και τυφλότης
ώτων, τε νοός, τ’ομμάτων
εν βυθώ γαρ η αλήθεια»

κλαίν’ οι μαλθακοί καλόγεροι κι υψώνουνε τα χέρια.

Μα όχι!
Σε ουρανό και γη στο τέλος
καταρρίπτονται τα σμήνη των δειλών
γκρεμίζονται τα λάβαρα των ρατσιστών
εξαλείφονται οι τελευταίοι ανθρωποκυνηγοί.
Στο τέλος λευτερώνονται οι γειτονιές του κόσμου.
Μαζί τους θα γιορτάσει
μ’ ασβεστωμένες μάντρες, πόρτες, σύννεφα
τότε κι η Παλαιστίνη!


ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ ΚΡΑΥΓΕΣ ΚΑΙ ΣΙΩΠΕΣ
Ποιητής Πηλίου

Η ποίηση χάθηκε!…,
θάφτηκε κι αυτή βαθιά στη φωτιά!…,
στων όπλων τον μαύρο καπνό και τον κουρνιαχτό!…,
σφικταγκαλιά με κομματιασμένα…κορμιά
ηρώων!…
και τη ματωμένη αθωότητα ανέμελων παιδιών!…
που έπαιζαν κυνηγητό,
γύρω – γύρω απ’τον γέρικο πλάτανο!…,
στην πλατεία του μικρού χωριού τους!…

Ένα νεκρολούλουδο,
στον τόπο τους!…,
στης λευτεριάς το χώμα, μια μέρα θ’ανθήσει!…
Στα πέταλά του,
χαραγμένα με κόκκινο χρώμα θα’ναι!…
οι τελευταίες…αιώνιες λέξεις!…,
των αθάνατων αθώων και των ηρώων!…,
αξιοσύνη να φέρουν!…
στις μελλοντικές γενιές και στους ποιητές!…,
που το αίμα της λευτεριάς,
από καθήκον…,σεβασμό….και θαυμασμό!…,
θα θελήσουν,
να τιμήσουν…και να υμνήσουν!…


ΓΑΖΑ & ΠΑΛΑΙΣΤΊΝΗ
Αντώνης Μικέλης

Κόσμε για ρίξε μια ματιά στης Γάζας τη λωρίδα,
π’ έχει ξεσπάσει χαλασμός, πολέμου καταιγίδα.
Σφαγείο άμαχου λαού, Γάζα και Παλαιστίνη,
πνίγεται μες στον όλεθρο στο αίμα και οδύνη.

Το αίμα αυτό και το κακό, που σπέρνει ο στρατηλάτης,
να το ξεπλύνει δεν μπορεί ο Τίγρης κι ο Ευφράτης,
Εικόνες φρίκης, χαλασμού συνθέτουνε το δράμα,
με τις κραυγές μικρών παιδιών και των μανάδων κλάμα.

Και ο απώτερος σκοπός τη γη τους να αρπάξουν,
και έναν άμοιρο λαό με δόλο να σπαράξουν,
και με το αίμα των παιδιών και των γονιών τον πόνο,
να κτίζουν της καταστροφής τον δολερό τους θρόνο.

Εκτελεστές σαν έγιναν δικαίου και ειρήνης,
μοιράζοντας απλόχερα την πίκρα της οδύνης.
Έτσι η Γάζα πνίγεται μερόνυχτα στο αίμα,
κι όλοι της τάζουν λευτεριά, μα είναι όλα ψέμα.

Σπέρνουν τον θρήνο πανταχού, μα την οργή θερίζουν,
και τα παιδιά τ’ αμούστακα με φόβο ατενίζουν,
αυτούς που δόλια θέλησαν τη γη τους για να πάρουν,
χωρίς ουδέν δικαίωμα, έτσι γιατί γουστάρουν.

Το παιδικό χαμόγελο στα χείλη τους εσβήστει,
η γη τους άδικα θαρρώ με αίμα σαν ποτίστει.
Πλήθος παιδιών να κείτονται σε άθλια κρεβάτια,
τα χέρια τους, τα πόδια τους να γίνονται κομμάτια.

Μανάδες, ζωντανές νεκρές, ψάχνουν μες στα συντρίμμια,
παιδιά που δολοφόνησαν του Ισραήλ τ’ αγρίμια.
Κορμιά που τα ’καψε η φωτιά, ή ακρωτηριασμένα,
στους δρόμους, στα χαλάσματα με μπάζα σκεπασμένα.

Σε τούτα τα χαλάσματα ο πόνος βασιλεύει,
και κάθε μάνα σκάβοντας τον γιό της να γυρεύει.
Ψάχνοντας στα συντρίμμια σκαλίζοντας το χώμα,
μη τάχα βρούνε μια ζωή, μη βρούνε κάποιο πτώμα.

Σκαλίζουν με τα χέρια τους να βρούνε τα κουφάρια,
δικών τους, που τα πλάκωσαν οι τοίχοι τα ντουβάρια,
σκαλίζουνε νυχθημερόν με κόπο να ξεθάψουν,
τους στέρεψαν τα δάκρυα σαν θέλουν να τους κλάψουν.

Και άλλα όπλα ρίχνουνε οι άπληστοι στη μάχη,
και να στερήσουν το νερό και το ψωμί αν λάχει.
Σκόνες απ’ τα συντρίμμια, καπνοί απ’ τις οβίδες,
Να πνίγουν την αναπνοή του πόνου καταιγίδες.

Καμένης σάρκας μυρωδιά τη νύχτα αγκαλιάζει,
και βλέποντάς τα όλ’ αυτά, η Δύση να καγχάζει.
Δίνουν τροφές εις τον λαό, μα τι υποκρισία,
σ’ όλου του κόσμου τη βοή δεν δίνουν σημασία.

Φωνάζουν όλοι οι λαοί, παντού διαμαρτυρίες,
στους δρόμους βγαίνει ο λαός, πολλές και οι πορείες,
να σταματήσει ο πόλεμος και να βρεθεί μια λύση,
μα το γεράκι πόρωσε με αίμα έχει μεθύσει.

Η Παλαιστίνη σας ζητά πατρίδα ν’ αποκτήσει,
σ’ ένα κομμάτι Άγιας γης κι ελεύθερη να ζήσει.

Κι εσείς της γης οι άρχοντες, της γης οι αφεντάδες,
Ευρώπη με Αμερική και ΟΗΕ αγάδες,
όπως παλιά για Ισραήλ, ορίσατε μια χώρα,
στης Παλαιστίνης τον λαό να δώσετε και τώρα.

Να ήμουν μάντης ήθελα, να δω η ιστορία,
το τι θα γράψει γι’ αυτούς και την αιμοβορία,
για τα κορμιά τ’ ακέφαλα, κουφάρια δίχως χέρια,
σαν οι ψυχές μωρών παιδιών, πετούν ψηλά στ’ αστέρια.

Την πένα πιάστε ποιητές και λογοτέχνες όλοι,
σπαθί να γίνει η γραφή, η πένα ένα βόλι,
του κόσμου όλες τις καρδιές για λίγο να ανοίξει,
τις άγριες βαρβαρότητες των Σιωνιστών να δείξει.

Και με το αίμα τ’ άδικο μες στις καρδιές να γράψτε,
σφραγίστε με το δάκρυ σας του πόνου σαν θα κλάψτε,
γνωστή να γίνει η συμφορά σε όλον τον πλανήτη,
σκληρή να είναι η γραφή, σκληρή σαν τον γρανίτη.


ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ ΕΤΟΣ 2023
Ισίδωρος Καρδερίνης

Μ’ άλικο αίμα και πικρά δάκρυα ποτισμένη
Χωρίς τραγούδια, χωρίς ανέμελα παιδιά.
Πτώματα φρικώδη παντού σπαρμένα
Χωρίς κεφάλια, χωρίς πόδια, χωρίς χέρια
Σπίτια στο πληγωμένο χώμα σωριασμένα
Κι άφαντα στον ουρανό τα περιστέρια.

Καραβάνια προσφύγων χωρίς πυξίδα
Με τις βόμβες να αιωρούνται στον αγέρα
Απ’ την αγαπημένη τους φεύγουν πατρίδα
Και ματωμένη στο κοντάρι η παντιέρα.
Όνειρα μες στην πηχτή λάσπη θαμμένα
Και καρδιές σχισμένες σε μύρια κομμάτια

Πρόσωπα απ’ τον άφατο πόνο ραγισμένα
Κι ολόγυρα του Χάρου τα μαύρα άτια.
Θύματα σ’ αυτόν τον άθλιο κι άδικο κόσμο
Είναι πάντα οι αθώοι και καλόκαρδοι λαοί
Που αναδίνουν απ’ τα σωθικά τους δυόσμο
Είτε είναι Παλαιστίνιοι, είτε Ισραηλινοί.
Ω Παλαιστίνη, η ψυχή μας αέναα σπαράζει
Γι’ αυτήν την τραγωδία σου την τρομερή
Ο πλανήτης μας μες στο σκοτάδι βουλιάζει
Και στα μάτια μας η θλίψη κι η οργή.


ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΗΣ ΒΑΡΔΙΟΛΑΣ
Αντώνης Μικέλης

Τα μαύρα νέφη σμίξανε με κάπνα του φουγάρου,
κι αναζητώ μες στη νυχτιά αναλαμπή του φάρου,
σαν αγναντεύω στ’ άπειρο, με μνήμες ταξιδεύω,
κι όλες τις όμορφες στιγμές στον νου μου να γυρεύω.

Λαλούν στα δέντρα τα πουλιά και στ’ άλμπουρα οι γλάροι,
ψηλά εκεί στον ουρανό να τρέχει το φεγγάρι,
σα να φλερτάρει συνεχώς του ουρανού τ’ αστέρια,
κι εγώ κοντά στην κουπαστή με σταυρωμένα χέρια.

Μες στο σκοτάδι το βαθύ, μονάχος στη βαρδιόλα,
κοιτώντας μια τον ουρανό και μία την κονσόλα,
σαν τα παιδιά μου σκέπτομαι, δακρύζουνε τα μάτια,
και η καρδιά μου κόβεται σαράντα-δυό κομμάτια.

Την μάνα μου αναπολώ ν’ ανάβει το καντήλι,
όντας ο ήλιος χάνεται και έρχεται το δείλι,
την Παναγιά παρακαλεί, καλά ταξίδια να ’χω,
να μη μ’ αφήνει ούτε στιγμή στο πέλαγος μονάχο.

Θα έρθει άραγε η στιγμή για να βρεθώ σιμά της,
τ’ αγαπημένο μητρικό να νοιώσω άγγισμά της,
και να μου δώσει την ευχή, τα μάτια της να κλείσω,
ή θα ’μαι μες στα πέλαγα, δεν θα την αντικρύσω;

Ή δίπλα στην αγάπη μου, στη γέννα του παιδιού μου,
μακριά απ’ όλες τις χαρές και λύπες του σπιτιού μου,
και πάντα αναμένοντας στο radio-room χαμπέρι,
και ένα μήνυμα καλό ο Spark για να μου φέρει;

Αναπολώντας συνεχώς του γυρισμού το χάδι,
είναι για μας τους ναυτικούς της μοίρας μας υφάδι.
Με την αρμύρα τη γλυκιά να ζούμε τόσα χρόνια,
ως στα μαλλιά να πέσουνε των γηρατειών τα χιόνια.

Η θάλασσα να μας κρατά σφιχτά στην αγκαλιά της,
να μας μεθά με τ’ αρμυρά και δροσερά φιλιά της.


ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗ
Μαριλίζα Λούντζη

Από τις ούγιες αυτού του ξεφτισμένου υφάσματος
στάζει το χθεσινό μου αίμα.
Νωπό ακόμα όλο το χώμα.
Γεμίσανε τα κιάλια σου κόκκινες κηλίδες.
Μετράς υποθερμίες και πυρετούς στις συνειδήσεις.
Βάζεις στο μέτωπο κομπρέσες υποταγής.
Κρατάς ένα ντεπόν για κάθε ήττα.
Κι άλλες φορές πάλι γίνεται η στροφή γύρω απ' τον ήλιο
και ξυπνάς.
Σου γράφουν μιαν αντιβίωση τριμήνου οι γιατροί του νόμου.
Στο γοερό σου κλάμα απάνω, πάλι θα πεις τα ίδια
και για την επώδυνη ετούτη μέρα ζητώ κι εγώ μια κουβέντα.
Σε θρέφω μέσα μου κι ακόμα να κουρνιάσεις.
Είμαι από πάνω μέχρι κάτω ένας θυμός με πίκρα.
Ξερνάω τη σκόνη από τις βόμβες κι η καρδιά μου καίει αλύπητα.
Μέσα μου οι φωτιές, σαν τις φωνές που ακούγονται, πνίγονται στο μαύρο.
Κι απ' έξω δαχτυλίδι το μπροστά που αιώνες με στολίζει.
Έχω τόσο για σένα θυμό που μέχρι εδώ τα έχεις καταφέρει,
κι όμως, αντέχεις να με βλέπεις να υποφέρω.
Ξεγδάρθηκε η ζωή μου απ' άκρη σ' άκρη.
Ειδήσεις με αναλύσεις με εξηγούν ανάποδα.
Αθώωση του υπαίτιου το δίχως άλλο, με περηφάνια για τη μεγάλη μου σφαγή.
Με το χαμόγελο στα χείλη.
Κι η «αυτοάμυνα» του θύτη πακτωλός από φθαρμένα λόγια.
Ιδρύονται στα εδάφη μου προτεκτοράτα αίματος.

Κραυγές πνιγμένων καρδιών μες στα ραδιόφωνα φωνάζουν κάπου κάπου τ' όνομά μου.

Λουλούδια κλαίνε γοερά για τα μωρά που τα λιπαίνουν μες στο χώμα.
Φρεγάτες που σκορπούν τη μοναξιά κολυμπούν μες στα νερά μου.
Βόμβες εκρήγνυνται, σκορπώντας στο διάβα τους το πάγωμα του χρόνου.
Ο αντίπαλος πίνει το ουίσκι του σ' ένα κρανίο μικρού παιδιού.
Χρώματα καπνού αιωρούνται στο ρούφηγμα της γης μου.
Το πράσινο του τόπου μου.
Το κόκκινο του αίματος.
Λευκό όπως οι προθέσεις μου.
Μαύρο σαν τις αιώνιες μάχες.
Ασφυκτικά όπλα με στήνουν σ' έναν τοίχο από πετσί και τρόμο.
Σκοτωμένες σφεντόνες της αξιοπρέπειας αιμορραγούν νεκρές στο χώμα.
Πουλιά ξερνάνε το φαΐ που τους τάισε μια σκλαβωμένη γενιά.
Ξεριζωμένα παιδιά ζητούν να γυρίσουν πίσω στη μήτρα της μάνας τους.
Δολοφονικά ένστικτα ποτίζουν το νερό που πίνω.
Μαγνητάκια «κοσμικών εξορμήσεων» κοσμούν ψυγεία που συντηρούν φρέσκο ανθρώπινο κρέας.
Χτες ξεζουμίσανε δυο μάνες και το γάλα τους ταΐζει μετοχικά κεφάλαια κι επενδύσεις
στην άλλη άκρη της γης μου.
Δυο τρομοκράτες σε μέγεθος τσέπης εκλιπαρούν να θηλαστούν.
Κάπου απ' το Σικάγο ακούγεται ένα σύνθημα και φτάνει ενός λεπτού ανάσα.
Σας παρακαλώ, μη με αφανίζετε.
Κι εγώ ακόμα φτύνω τα ασυγχώρητα που ξέχασες κάτω από αυτήν την τραγωδία.
Έχεις τόσο θολή όραση αυτήν τη στιγμή,
επειδή κάπως τη βγάζεις καθαρή μες στην υποταγή.
Να λες κάπως, κάπου υπάρχει και το βασικό.
Να μπορείς ν' ανασαίνεις, να ξεδιψάς.
Να μπορείς κάπως να υπάρχεις.
Ένα μαχαίρι πυρωμένο μέσα μου.
Κι απ' το έδαφός μου ξεπετάγεται η ζωή.
Κοίτασμα ιδρώτα κι αίματος.
Το γυρνάει μέσα μου μέχρι να αισθανθώ,
πόσο καλά τρόχισε τα πιο γερά του όπλα, ο αντίπαλος.
Κι όμως.
Εγώ αντέχω ακόμα.
Θα γυρίζει η γη γύρω απ' τον ήλιο, είναι αναπόφευκτο άλλωστε,
κι εσύ θα χάνεις αδέρφια κι εγώ θα χάνω χρόνο.
Απόψε που ακούς το κλάμα του μωρού σα σήμα καπνού
και ξέχασες τα 5G, τις υπέρυθρες και τις ακτινοβολίες.
Τα μεγάλα υπερατλαντικά ταξίδια,
τα κοντέινερ των πλοίων,
τα ρομπότ που εγχειρίζουν εγκεφάλους.
Απόψε που ξέχασες τα απροσδόκητα μεγάλα σου επιτεύγματα.
Απόψε που έχεις χάσει το ένα μάτι απ' τους βομβαρδισμούς
και το άλλο σου, που ομφαλοσκοπεί,
περνάει την κόρη απ' του στομαχιού σου τα υγρά
κι ύστερα η ίριδα βαφτίζει την εικόνα σου αλήθεια.
Απόψε που μπορείς να κάνεις ακόμα μεγάλα όνειρα,
για μεγάλες ιστορίες αγάπης.
Αυτές που χτίζονται στο έδαφος των δυνατοτήτων σου.
Με πόδια χέρια ένα κουβάρι από έρωτα, κι όχι αίμα.
Καθαρά αγγίγματα που δεν αγοράζονται.
Ρίγη φωτιάς από τραγούδια ελευθερίας.
Συνειδητές κυήσεις της αγάπης.
Απόψε καίγεσαι.
Κι όμως, ακόμα δεν ορμάς μέσα στη φλόγα σου,
όλα να τα κάψεις, που είναι έτοιμα από χρόνια να καούνε.
Προετοιμάσου απόψε και μην ξεχνάς
Κάποτε άφησες σε κάποιον την καρδιά σου κι ένιωσες ζωντανός.
Απόψε που σ' αγαπώ, αυτή σου την αγάπη ζητάω πάλι πίσω.
Να σε δω να κάνεις πάλι αυτό που ξέρεις καλύτερα.
Απόψε με είδες να αιμορραγώ, να δακρύζω, να πονάω.
Με είδες σε μιαν οθόνη να βομβαρδίζομαι αλύπητα απ' τις ξένες δυνάμεις.
Με είδες απ' το πίσω να σέρνομαι κι εγώ, σαν τις πρώτες πρώτες μου στιγμές.
Κι όλοι νεκροί μιαν αγκαλιά μέσα στο χώμα περιμένουν να ξυπνήσεις.
Δάκρυα ποτίζουν δέντρα θυμού στα κουρασμένα χώματα.
Χρώματα αναμειγνύονται στο αίμα και φτιάχνουν κι άλλο κόκκινο.
Παιδιά βουτούν τα δάχτυλα μες στο ερυθρό δοχείο
και ζωγραφίζουν με δακτυλομπογιές στους τοίχους της «ειρήνης» τους.
Ακρωτηριασμένοι ουρανοί σκορπίζονται εδώ κι εκεί.
Γερασμένοι ονειροπόλοι τους μαζεύουν
και τους τρώνε με το μπαγιάτικο ψωμί που έχουν στο ντουλάπι.
Μεγάλοι έρωτες περιμένουν να ορμήσουν και πάλι με μέτωπο στον ήλιο δίχως ντροπή.
Νεκρές καρδιές παιδιών κολυμπούν στον εμετό του πίσω.
Ανάγκες ξεπηδούν και ζητούν να έρθουν σε οργασμό.
Ανικανοποίητα θλιμμένοι ήρωες πεθαίνουν.
Σου το 'χω πει τόσες φορές.
Ανάποδα τα γράμματά σου μη διαβάζεις.
Μιας και τα έγραψες σημαίνει τα μπορείς.
Φτύνω τις βόμβες τους
και να η σφαίρα όπου μας βρει.
Όλα όπως γίναν.
Χώμα και νερό.
Σώμα και αίμα.
Εδώ είναι η θυσία, εδώ και ο σταυρός.
Εδώ και πάλι τα γνωστά μου τα παιδιά πενθούν της ήττας την πινέζα,
σ' ένα χάρτη βαπτισμένο από αριθμούς και ομόλογα.
Σαν σφαίρα που περνά ξυστά απ' το κεφάλι σου η εικόνα μου,
μέχρι να σε βρει μες στο κρανίο.
Εδώ,
εδώ
κι εδώ
και στην καρδιά.
Δε σου υποσχέθηκα μια γη, μα στην έδωσα.
Τα πάντα σου έταξε ο θεός και του έδωσες τα πάντα
Ζητώ να κινδυνέψεις
μιας κι απ' τον κίνδυνο αυτόν πια δεν γλυτώνεις.
Ζητώ να μην αφήσεις άλλο πλάσμα δουλεμένο από σένα να χαθεί.
Ζητώ, σαν καις από αγάπη να το λες,
γιατί έχεις χρόνια σμιλευτεί για ν' αγαπάς.
Πόσο θα αντέξεις;
Ανάπηρος μες στα μεγάλα σου κατορθώματα.
Να με γητεύεις, να με κεντάς, μα να μ' εγκαταλείπεις...
Περνάει η ώρα κι έχω τόσα να σου πω.
Θα έρθει όμως η στιγμή.
Κι εγώ κι εσύ, δεμένοι στο ίδιο νήμα.
Μην αργείς.
Βασίζομαι σε σένα.


(ΠΗΓΕΣ: katiousa.gr, imerodromos.gr, alt.gr, 902.gr, fractalart.gr, monocleread.gr, selidodeiktis.edu.gr, magnesianews.gr, svoura.net, alterthess.gr, polismagazino.gr, neoplanodion.gr)


Διάβασε ακόμη τις παρακάτω αναρτήσεις.